Παρίσι

Πόλη του Φωτός
Σε είπανε κάποτε
Μα τώρα πια
Ζωντανό μουσείο είσαι

Πήγα για δεύτερη φορά στη ζωή μου στο Παρίσι. Αυτή τη φορά πιο σωστά απ’την πρώτη. Περισσότερες μέρες, καλύτερος καιρός, πιο διαθέσιμος ο ίδιος, μεγαλύτερη εξερεύνηση, και πάνω απ’όλα, με τον σωστό άνθρωπο. Γιατί, άλλωστε, τι θα ήταν τα ταξίδια που κάνουμε, αν τα κάναμε τελείως μόνοι;

Στο Λούβρο, η Νίκη και η Αφροδίτη με περίμεναν. Τόσα χρόνια θαμμένες, μέχρι που είδαν το φως του ήλιου ξανά. Σωστός συμβολισμός και για τον άνθρωπο. Με τόσο κόσμο, δεν μπόρεσα να τις παρατηρήσω καλά καλά, δεν είχα την ησυχία. Στέκονταν όμως εκεί, αγέρωχες, να με χαιρετούν βγαλμένες από άλλη εποχή. Λίγη νοσταλγία, λίγη χαρά, λίγη απογοήτευση, όλα μαζί συνάμα. Είδα και την Μόνα Λίζα. Για την ακρίβεια την πήρε για λίγο το μάτι μου. Στριμωγμένος μαζί με την κοπέλα μου μέσα σε χίλια άτομα, αναρωτιόμουν τι νόημα έχει να δω το έργο. Μου φαινόταν σημαντικότερο να παρατηρήσω τους ανθρώπους που έκαναν ό,τι μπορούσαν για να φτάσουν πιο κοντά, στις πρώτες σειρές. Όλοι με το κινητό στο χέρι, κι εγώ επίσης. Να δούμε τι; Να πούμε μάλλον ότι τραβήξαμε μια φωτογραφία του διασημότερου πίνακα. Να αποκτήσουμε κι εμείς λίγη αξία από αυτό. Αναρωτιέμαι, είναι αυτό αγάπη για την τέχνη; Αν ήμουν σχετικός, ίσως μπορούσα να δώσω απάντηση. Όντας άσχετος, μένω με την απορία. Τεράστιο το Λούβρο, με το ζόρι το χορτάσαμε σε μια μέρα. Κι αυτό στα γρήγορα. Κάτι χάνεται πιστεύω σε όλη αυτή την λογική της fast-track διαδικασίας. Τόση ομορφιά, μένει επί της ουσίας απαρατήρητη. Κανείς δεν ταξιδεύει σήμερα, αν δεν τραβήξει φωτογραφίες για απόδειξη. Πάλι καλά τα κορίτσια είναι αγάλματα, κι έτσι δεν μπορούν να κλάψουν.

Στο Ορσέ τα πράγματα ήταν λίγο καλύτερα, αλλά και πάλι, με τόσα πολλά εκθέματα, μια μέρα ολόκληρη δε φτάνει. Μήπως δεν ξέρουμε εμείς να χαιρόμαστε τα έργα τέχνης; Ερασιτέχνες είμαστε άλλωστε που προσπαθούν να καλλιεργηθούν, ό,τι δηλαδή κι ο απαίδευτος άνθρωπος συνειδητά ή όχι κάνει κατά τη διάρκεια της ζωής του. Πόσες χιλιάδες ωρών για όλους αυτούς τους πίνακες. Πόσες σπουδές. Πόσες ζωές. Πόση αξία στο ωραίο. Ένας πίνακας για να εκτιμηθεί απαιτεί χρόνο και πραγματική προσοχή. Όλα μοιάζουν πλέον να κυλούν τόσο γρήγορα. Παράξενα ζούνε τη ζωή τους οι τουρίστες. Είναι σαν ορδές ορκς άκακων μα που καταστρέφουν ό,τι ακουμπούν. Κι όμως, ποιος να τους κατηγορήσει όταν ταξιδεύοντας νιώθεις τόσο ζωντανός;

Η Παναγία των Παρισίων μας περίμενε κι αυτή. Αναστηλωμένη από την πυρκαγιά που πήγε να της στερήσει την αρχοντιά της. Μα τα κατάφερε. Ένας απ’τους πιο ιδιαίτερους ναούς, με μια ομορφιά που σε καθηλώνει. Δεσπόζει στο κέντρο του Παρισιού ως στολίδι που έρχεται μέσα από τους αιώνες. Fast-track διαδικασίες κι εκεί δυστυχώς. Ο τουρισμός δε μασάει πουθενά. Ήμουν κι εγώ ένα ορκ που πέρασε μέσα απ’τον ναό, την ώρα που κόσμος προσευχόταν. Κι αν και δεν είμαι θρήσκος, βρίσκω το λιγότερο ασεβές, το να βλέπεις κάποιον την ώρα της προσευχής του. Τι είδους guilty pleasure είναι αυτό;

Το Shakespeare & Company μου έδωσε επίσης χαρά. Ζωντανό μουσείο-βιβλιοπωλείο κι αυτό. Παρόμοια αίσθηση με ό,τι υπάρχει στην πόλη. Πιο ενημερωμένο κι απ’τα καλύτερα βιβλιοπωλεία. Και τι δε θα έδινα να στεκόταν κι ο λόγος μου μπρος στους τοίχους αυτούς, τοίχους που έρχονται από τον περασμένο αιώνα κι ίσως και πιο πίσω. Ωραίο να περπατάς εκεί που περπάτησαν και στάθηκαν ο Τζόυς κι ο Χέμινγουεϊ. Βέβαια, ωραίο είναι να περπατάς κι εκεί που περπάτησαν κι ο Πλάτωνας με τον Αριστοτέλη. Αλλά στο τέλος της μέρας, τι νόημα έχουν κι όλοι αυτοί αν μένουν αδιάβαστοι απ’τους περισσότερους από εμάς;

Στον Πύργο του Άιφελ, πήρα τα φιλιά της. Χαζεύαμε το σούρουπο παρέα με κάτι χιλιάδες ανθρώπους, προερχόμενους από κάθε γωνιά της γης. Είναι μια παράξενη, κοσμοπολίτικη εμπειρία, με μια έννοια καινούρια και διαφορετική από αυτή που’χε ο κοσμοπολιτισμός κάποτε. Το κύριο χαρακτηριστικό του κοσμοπολιτισμού σήμερα, μοιάζει να’ναι ο τουρισμός κι όχι κάτι άλλο, κάτι ανώτερο. Παρόλα αυτά, το Παρίσι από το ύψος του Άιφελ έχει μια διαφορετική ομορφιά, απ’ότι όταν το περπατάς. Ο ορίζοντας προς όλες τις κατευθύνσεις μοιάζει να φανερώνει το τέλος της επίγειας ζωής και την αρχή του παραδείσου. Κι όμως, ανάμεσα στους δρόμους του Παρισιού, φωλιάζει κι ο φόβος. Όπως, επίσης, τρόμος φωλιάζει στα κεφάλια των ανθρώπων για το τι αποφασίζεται μέσα στις κλειστές για εμάς πόρτες των κέντρων εξουσίας. Παρίσι, Μόσχα, Ουάσιγκτον ή Πεκίνο. Αν τους είχα παρέα στην κορυφή του Πύργου, θα τους έριχνα κάτω να σκεφτούν τα λάθη τους μέχρι να σκάσουν σαν καρπούζια στη γη.

Στην Όπερα προσπάθησα να χαρώ την ομορφιά του χώρου μα σκεφτόμουν πόσα έχει στερηθεί ένας λαός για να δημιουργηθούν έργα σαν κι αυτά. Πανέμορφη η Όπερα χωρίς καμιά αμφιβολία. Και το Παρίσι το ίδιο. Μα με τι κόστος; Γυρίσαμε το κέντρο της πόλης με τα πόδια, το γυρίσαμε και με το νοικιασμένο σκούτερ μας, πήραμε το μετρό, καθίσαμε σε διάσημα καφέ, επισκεφθήκαμε σημαντικά βιβλιοπωλεία και μουσεία. Ζήσαμε ως σωστοί τουρίστες στο Παρίσι. Καφέ με κρουασάν, βόλτες στο ποτάμι, κρουαζιέρα με το καράβι, χαρήκαμε αυτές τις αποχρώσεις του γκρι που τόσο πολύ δένουν με το ποτάμι και το πράσινο των δέντρων. Γκρι που πρασινίζει κι ένας γαλάζιος ουρανός να απογειώνει την πόλη. Κι εγώ που τώρα γράφω, νιώθω κάπως σαν τον Έρνεστ. Μα αλήθεια, γίνεται αυτή να’ναι η καλύτερη εμπειρία που μπορεί να προσφέρει η εποχή μας;

Θα ήθελα να ζω κι εγώ στο Παρίσι στις αρχές του περασμένου αιώνα. Μα για σήμερα δεν είμαι σίγουρος. Φαίνεται τόσο επιθετικός ο τουρισμός στις μέρες μας, που σαν λαίλαπα καίει τα πάντα στο πέρασμά της. Κι αυτό το είδα τελευταία, τόσο στην Νάπολη, όσο και στο Παρίσι, και θα το δω σε λίγες μέρες και στην Αθήνα. Φαίνεται πως η Ευρώπη έχει καταλήξει να γίνει ένα ζωντανό μουσείο. Μια ολόκληρη ήπειρος που είναι η μήτρα του δυτικού πολιτισμού, τώρα πια ζει από το παρελθόν της, κι ίσως ακόμα στο παρελθόν της. Μα τα χρόνια έχουν περάσει. Οι δυναμικές έχουν αλλάξει. Η Ευρώπη φαίνεται να βρίσκεται εκτός εξελίξεων. Είναι σαν μάνα που γέρασε, δεν την λένε τυχαία γηραιά, μοιάζει τόσο αδύναμη να παράξει το οτιδήποτε, πράγματα όπως ισχύ, πολιτική, πολιτισμό. Είναι απλά εντολοδόχος. Σε λίγο θα καταλήξει να παίζει τον κομπάρσο. Κάποτε η Ευρώπη ήταν το κέντρο του κόσμου. Σήμερα κοντεύει να γίνει μια μικρή γωνιά από άποψη επιρροής.

Παρατηρώντας κανείς όλα αυτά, πώς θα πρέπει να νιώσει;

Επίσης, τι σημαίνει εν έτει 2025 να είναι κανείς Ευρωπαίος;

Είναι Ευρωπαίος αυτός που ζει από αυτά που δημιούργησε ο παππούς του;

Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Έλληνας το κάνει.

2 σκέψεις σχετικά με το “Παρίσι

  1. Θανάση, νομίζω ότι μετά τον Covid ο κόσμος άλλαξε προτεραιότητες. Ήρθε το όσα φάμε και όσα ζήσουμε, οπότε νομίζω έχουμε μπεί σε αυτή την εποχή της έξαρσης του υπερτουρισμού, η οποία ίσως περάσουν τα χρόνια και αλλάξει πάλι αυτή η τάση.
    Σκέφτομαι τώρα αυτό που περιγράφεις στο Παρίσι και στο Λούβρο το είχα ζήσει και το 2012 όταν πήγα την πρώτη φορά απλά τότε ήταν η προ social media εποχή, ό,τι κάναμε όλες οι φωτό κατέληγαν σε έναν ξεχασμένο υπολογιστή, τώρα ίσως και έναν στόχο, να δειχθούν (και εμείς μαζί) στο κοινό.
    Πέρυσι που έτυχε να πάω ξανά μετά από τόσα χρόνια, μου φάνηκε τόσο οικείο το Παρίσι, αυτή η μποέμικη εσανς που σου δίνει, η Μονμαρτη, ο Σηκουάνας. Σκέφτηκα τότε, ωραία θα είναι να έρθω να μείνω για λίγους μήνες εδώ, όπως το είπα έτσι και μου έφυγε, ίσως κάποια άλλη στιγμή, ποιος ξέρει.
    Keep traveling my friend και γέμιζε με εικόνες και ανθρώπους, γιατί στην τελική αυτό μετράει, οι στιγμές και οι άνθρωποι.

    Αρέσει σε 1 άτομο

Αφήστε απάντηση στον/στην Θανάσης Τσακαλίδης Ακύρωση απάντησης