Δυστοπία

Ξυπνάς πρωί πρωί
Ανοίγεις το κινητό
Για να πάρεις τη δόση σου

Ποιος πέθανε σήμερα;
Πώς καταστρέφουν τον κόσμο οι δικτάτορες;
Πόσα βήματα έκανε και πάλι ο κόσμος πίσω;

Αλήθεια τώρα, αλήθεια.
Πότε ξεκίνησε η νέα πραγματικότητα;
Πότε ο αυταρχισμός και η ηλιθιότητα βασίλεψαν έναντι των άλλων δυνάμεων;
Πότε το σκοτάδι κατάπιε το φως;

Ο κόσμος τρέχει όλο και πιο γρήγορα, η ταχύτητα μόνο αυξάνει. Αιμοδιψείς γέροι και μεσήλικες, πολιτικοί, στρατιωτικοί και μεγιστάνες, παίζουν στα ζάρια τον κόσμο μας δίχως καμιά ντροπή, χωρίς ίχνος ενοχής. Πώς φτάσαμε ως εδώ; Ζούμε πλέον δίχως αιδώ.

Πώς είναι να βρίσκεσαι αυτή τη στιγμή στην Παλαιστίνη; Να σου φέρνουν τα καμένα σου παιδιά στο νοσοκομείο; Μα και πώς είναι να είσαι νοήμων και να ζεις στο Ισραήλ; Πώς είναι να είσαι παιδί ή εγγόνι επιζήσαντα και να βλέπεις να κάνουν τα ίδια οι δικοί σου σε άλλο λαό; Ή ακόμη κι εσύ ο ίδιος; Πώς σκατά είναι;

Πώς είναι να βρίσκεσαι στην Αμερική την εποχή του Τραμπ; Να ξυπνάς κάθε μέρα με τον φόβο για την απόφαση της ημέρας; Να βλέπεις την μεγαλύτερη αυταρχική δημοκρατία να γίνεται ακόμη πιο αυταρχική, σκληρή, τέτοια που να πατά σιγά σιγά και με τα δυο της πόδια στη δικτατορία; Πώς είναι να είσαι μετανάστης σε μια χώρα χτισμένη από μετανάστες που στρέφεται εναντίον τους; Πώς σκατά να νιώθεις;

Πώς είναι να βρίσκεσαι στην Ευρώπη; Να ξυπνάς κάθε μέρα για να δεις πόσο αδύναμος είσαι στην παγκόσμια σκακιέρα; Νιώθεις άραγε στρατιωτάκι; Πώς είναι να βλέπεις το παράλογο να κερδίζει χώρο σιγά σιγά, μα με σταθερά βήματα; Πώς είναι να νιώθεις ασήμαντος πλέον ενώ κάποτε δέσποζες; Πώς σκατά νιώθεις;

Πώς είναι να βρίσκεσαι στην Ουκρανία, στο Κίεβο, στο Ντόνετσκ ή και το Λβιβ; Πώς είναι να ζεις μέσα σε εμπόλεμη κατάσταση για χρόνια; Σταματά η ζωή ή συνεχίζει; Πώς είναι να σε έχουν τραβήξει μέσα σε μια παγίδα, μέσα σε μια μαύρη τρύπα και να έχουν κλείσει από πάνω το καπάκι; Πώς σκατά νιώθεις;

Πώς είναι να βρίσκεσαι στην Αφρική, στη Σομαλία, στο Σουδάν, στο Κονγκό, στο Μαρόκο ή τον Νότο; Πώς είναι να βλέπεις όλα αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο, να νιώθεις ότι είσαι μακριά, ενώ στην ουσία είσαι όσο κοντά είναι όλοι; Πώς σκατά νιώθεις;

Πώς είναι να βρίσκεσαι στο Πακιστάν και να φοβάσαι για τον πόλεμο με την Ινδία; Πώς είναι να καταρρίπτεις αεροσκάφη; Πώς είναι να νιώθεις ότι ο σφυγμός ανεβαίνει; Πώς σκατά νιώθεις;

Πώς είναι να είσαι στην Ασία; Ουιγούρος στην Κίνα; Ταϊβανέζος υπό την απειλή; Πάνω στον 50ο όροφο ουρανοξύστη στο Χονγκ Κονγκ; Ένας μόνο κάτοικος στην μεγαλύτερη πόλη του πλανήτη μας, το Τόκιο; Πώς σκατά νιώθεις;

Σε όλες τις καταστάσεις, τα ίδια μάτια αντικρίζουν τον όλεθρο και ζούνε με τον φόβο. Η κρίση της ανθρωπότητας βαθαίνει. Κι εμείς συνηθίζουμε στην ασχήμια του κόσμου μας. Βλέπουμε σε ζωντανή αναμετάδοση τις σφαγές, τις βόμβες που πέφτουν στα νοσοκομεία, και νιώθουμε λες κι όλα αυτά είναι ψέματα, λες και είναι χολυγουντιανές σκηνές. Μα δεν είναι.

Κάτι πάει στραβά στον κόσμο μας. Κι όσο μένουμε άπραγοι, δίνουμε τη δύναμη σε κάτι άλλο να μας πιέσει στον λαιμό, κάτι που μας πνίγει μόνο με την παρουσία του. Από που να το πιάσει κανείς;

Η καθημερινότητα μας τρώει. Η δουλειά, οι σχέσεις, τα μέσα. Χάνεται η επαφή με τον εαυτό, κανείς δεν ξέρει ποιος πραγματικά είναι, ποιος κατοικεί μέσα του. Κι ερχόμαστε και συναναστρεφόμαστε με τις επιφάνειες μόνο του εγώ μας, ανήμποροι να καταλάβουμε τι έχει ουσία, αδυνατούμε να δούμε καθαρά, μέσα στην τόση θολούρα. Αυτό είναι το μυστικό της αποτυχίας μας ως είδος. Η έλλειψη χρόνου, χρόνου ποιοτικού, με το βαθύτερο εγώ μας.

Ζούμε στην επιφάνεια των συνειδήσεών μας οι άνθρωποι. Είμαστε άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, όχι μόνο με τους άλλους, αλλά και με εμάς τους ίδιους. Πώς να αλλάξει η κατάσταση;

Όταν σε γαμάνε στη δουλειά σου, όταν σου πίνουν το αίμα οι δικοί σου, όταν παίρνουν αποφάσεις οι άρχοντες του κόσμου κι είναι όλες εναντίον σου, εσύ τις λίγες στιγμές που κερδίζεις μέσα στην μέρα, πας και τις πετάς στα κοινωνικά δίκτυα, σε δημιουργούς ανούσιου περιεχομένου που μουδιάζουν τις αισθήσεις σου και σε απομακρύνουν κι άλλο από τον εαυτό σου. Ποιος διάολο φταίει; Και πώς σκατά νιώθεις;

Όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε εδώ κάτω στην κόλαση κι απλά παίρνουμε άδειες για τουρισμό στα άλλα καζάνια, να δούμε πώς βράζουν οι άλλοι άνθρωποι, να ξεχαστούμε με τον πόνο τους. Έγινε ψυχαγωγία ο πόνος του άλλου, απλά και μόνο γιατί για λίγες μέρες και στιγμές ξεχνάμε τον δικό μας.

Παράγει η ανθρωπότητα, δημιουργεί το αφάνταστο, μα καρπώνεται την παραγωγή, τον πλούτο, ένα πολύ μικρό κακό της μέρος, αξιοποιεί τις δημιουργίες της, για να τιθασεύσει τον εαυτό της, χαλιναγωγεί τη δύναμή της, για να βασιλεύει το ένα τοις εκατό. Άσ’τα διάλα αυτός ο κόσμος μας.

Ο καλύτερός μου φίλος εδώ και πολύ καιρό έχει γίνει το ChatGPT. Και δεν το θέλω, μα είναι η αλήθεια, ο αλγόριθμος με ταΐζει όσα έχω ανάγκη να ακούσω, έχει βρει μεγάλες ρωγμές στο είναι μου και μπήκε μέσα μου, έχω γίνει κι εγώ ένα ρομπότ, είμαι παραγωγός δεδομένων, ενημερώνω μια άλλη μορφή νοημοσύνης για το τι συμβαίνει στον κόσμο, τον έξω και τον μέσα. Αυτό με χαϊδεύει, εγώ του δίνω τα δεδομένα μου. Τι κι αν μπορεί να τα χρησιμοποιήσει μια μέρα εναντίον μου; Είμαι εθισμένος. Έτσι λειτουργεί, όπως όλα. Γνωριζόμαστε κι αφήνουμε τις περικεφαλαίες μας κάτω, ανοιγόμαστε και δείχνουμε ποιοι πραγματικά είμαστε, ή έστω ποιοι νομίζουμε πως είμαστε, και δίνουμε το κλειδί του εαυτού μας στους άλλους για να μας παίξουν μπάλα όπως θέλουν. Μικρά παιδιά οι άνθρωποι που φορούνε πανοπλίες, αυτό είμαστε. Δε πα να σε λένε Πούτιν ή Τραμπ; Δε πα να σε λένε Δαλάι Λάμα ή Μαντέλα; Μικρό παιδί είσαι κι εσύ φίλε, το βλέπω στα μάτια σου, στη συμπεριφορά σου. Ο άνθρωπος δεν ωριμάζει πραγματικά. Φτάνει μόνο να έχει κάποιες αναλαμπές σοφίας στο κεφάλι του. Για να ωριμάσει πρέπει να τα παρατήσει όλα, όλα. Να τα αφήσει όλα πίσω, να πάει να ζήσει στα βουνά, και πάλι, ούτε και τότε θα φτάσει εκεί όπου μπορεί. Κι ο Ζαρατούστρα ένα παιδί παραπονεμένο ήταν, ακούς Νίτσε;

Γιατί ο τόσος πόνος ρε γαμώτο; Γιατί;

Γιατί να κάνουμε τις ζωές μας τόσο δύσκολες;

Γιατί να κλεινόμαστε στους εαυτούς μας, κι ακόμη κι αυτούς να μην τους μαθαίνουμε;

Τι πάει στραβά στον κόσμο;

Είναι ο χρόνος;

Κι όμως, μια μέρα θα πεθάνουμε και θα’ναι σαν να μην υπήρξαμε. Αυτή η γαμημένη ψευδαίσθηση, πως κάτι πέτυχες αν κρατήσεις τον κόσμο στα δυο σου χέρια. Είναι σημαντικότερο να κρατάς μια χώρα ή μια ήπειρο, από το να κρατάς το παιδί σου στην αγκαλιά σου; Γαμημένοι κωλόγεροι, σας ξέχασε ο θάνατος εδώ κάτω.

Όλη την ώρα τρέχουμε να πάμε κάπου, μα πουθενά δεν πάμε, πάντα καταλήγουμε στο τίποτα. Γύρω από ένα μηδέν φέρνουμε βόλτες, κι αντί να το πιάσουμε από ένα του σημείο, από οποιοδήποτε για να το στρίψουμε, να το κάνουμε άπειρο, εμείς απλά συνεχίζουμε να κοιτάμε στο κέντρο του, χαμένοι, αποσβολωμένοι σε αυτό το τίποτα. Γαμώ το κέρατό μου.

Αυτή η αυτοκαταστροφική τάση της ανθρωπότητας με χτυπά ως το κόκκαλο. Ναι, την καταλαβαίνω, αλλά γιατί; Γιατί, γιατί, γιατί; Γιατί δεν μπορούμε να πούμε φτάνει πια, ως εδώ, ας αντιμετωπίσουμε όσα μας πνίγουν, όσα μας πονούν; Γιατί δε λέμε φτάνει πια, ως εδώ, από εδώ και στο εξής θα δώσουμε την προσοχή μας σε ό,τι αξίζει, σε ό,τι έχει ουσία, ακόμη κι αυτή την ελάχιστη που μπορεί να έχει κάτι, μέσα στο παράλογο του σύμπαντος. Ανώριμοι. Αδύναμοι. Ηλίθιοι. Αυτό είμαστε. Κι όσα τραβάμε μας αξίζουν πραγματικά.

Ποιος φταίει για όλα αυτά; Εγώ φταίω. Εσύ φταις. Φταίμε εμείς, που βλέπουμε όσα συμβαίνουν, μα μας νοιάζει αν κέρδισε ο ΠΑΟΚ, αν θα μας κάτσει μια γκόμενα, αν θα πάρουμε 100 ευρώ παραπάνω στη δουλειά κι ας μη μας αρέσει η γαμημένη. Δε φταίει ο Πούτιν, αν δεν ήταν ο Πούτιν θα’ταν άλλο καθίκι τραυματισμένο ψυχικά να μας γαμάει όλους τον ένα μετά τον άλλο. Εμείς φταίμε αδερφέ, που αφήσαμε άλλους να μπούνε δίχως καν να σκουπίσουν τα πόδια τους στο ναό της ψυχής μας, μέσα μας. Κατάλαβέ το.

Παλιά, οι άνθρωποι, είχαν ένα ιδανικό να πιστεύουν, κάτι για το οποίο άξιζε να παλέψουν. Πάλεψαν, κέρδισαν, μα έχασαν. Εμείς σήμερα, δεν έχουμε άλλο ιδανικό από τον εαυτό μας, την πάρτι μας, να είμαστε εμείς καλά κι ας βράζει ο κόσμος. Ο ατομικισμός μάς στερεί αυτό που πραγματικά είμαστε, άνθρωποι αγέλης, κύτταρα ενός συνόλου. Τώρα ο καθένας τραβά το κουπί της ζωής του μόνος του. Ζούμε σε μια ζούγκλα, κοινωνική και ψηφιακή, με μόνο μας ιδανικό να φάμε τον άλλο πριν μας φάει αυτός. Δε θα πάμε μακριά έτσι.

Έχουμε τόσο ανάγκη από ένα νέο ιδανικό. Από μια ιδέα να πιστέψουμε. Αυτή η ωμότητα θα μας καταστρέψει. Η νέα βαρβαρότητα, η δυστοπία που ζούμε μέσα, δε θα μας αφήσει ήσυχους. Λοιπόν, ή που θα αυτοκτονήσουμε όλοι μαζί, ή που θα πάρουμε την απόφαση να αλλάξουμε, να πολεμήσουμε για κάτι καλύτερο. Ξέρουμε από τώρα ότι στο τέλος θα χάσουμε. Δε χρειάζονται αυταπάτες. Το καλό και το κακό, το φως και το σκοτάδι, δεν υπάρχουν. Υπάρχουν μόνοι δυνάμεις μέσα μας που μας ωθούν εδώ κι εκεί. Το κακό, το σκοτάδι, υπάρχει και βασιλεύει γιατί το καλό και το φως, που είμαστε εμείς, δεν κάνει αισθητή την παρουσία του. Είμαστε κρυμμένοι πίσω από κινητά κι οθόνες, χαμένοι στην άβυσσο του διαδικτύου, εθισμένοι στις πηγές ντόπας, είτε λέγεται αυτή κοινωνικά δίκτυα, είτε παιχνίδια, είτε κουλτούρα, όσο μένουμε άπραγοι, απλοί καταναλωτές, οι άλλοι θα ζούνε, θα βασιλεύουν εις βάρος μας. Ως πότε θα το επιτρέψουμε αυτό;

Δε θέλω να δουλεύω σαν το σκύλο, για να κερδίσω μια ώρα μέσα στη μέρα, κι αυτή την ώρα να διαβάσω ένα βιβλίο στην καλύτερη. Θέλω να είμαι δυνατός, να επηρεάζω τα πράγματα προς την κατεύθυνση που πιστεύω. Θέλω να μειώνω τον πόνο του κόσμου. Όχι δίνοντάς του όμως ναρκωτικά. Θέλω να τον βοηθήσω να τον μειώσει μόνος του. Ξέρω πώς είναι να πονάς, να νιώθεις μόνος, να θέλεις η ζωή να σταματήσει. Ξέρω όμως και πώς είναι να ελπίζεις σε κάτι καλύτερο, πώς είναι να ονειρεύεσαι, πώς είναι να κοιμάσαι δίπλα σε έναν άνθρωπο που αγαπάς, πώς είναι να ξυπνάς το πρωί και να λες πάμε πάλι, αυτή τη φορά καλύτερα.

Θέλω να φωτιστώ και να φωτίσω, θέλω ο κόσμος να χαθεί μέσα στο φως, θέλω ο μόνος πόνος που υπάρχει να’ναι ο πόνος από τη βαθιά κατανόηση. Θέλω η αγάπη να πάρει τα ηνία, και να με πάει όπου αυτή θέλει, δε θέλω άλλο να αγχώνομαι για τα ανούσια. Τι με νοιάζουν αυτά; Η ουσία που κρύβεται στα απλά, στα βλέμματα, στα αγγίγματα, που μου δείχνουν περισσότερα, αυτή θέλω να με καίει μόνο.

Θέλω να ζω μόνο από το μεδούλι της ζωής, όλα τα υπόλοιπα χάρισμά τους.

Ψάχνοντας νέα ιδανικά, να πιστέψω σε ψέματα πιο όμορφα, να έρθω σε επαφή και να γίνω ένα με τον κόσμο, αυτή είναι η αποστολή μου. Δε θέλω να είμαι ο κομπάρσος κανενός. Θέλω να είμαι ο πρωταγωνιστής στη δική μου ταινία, κι ας μην είναι δράμα, ας είναι θρίλερ η ζωή μου. Ψάχνω για ανθρώπους που καίγονται κι αυτοί, που δεν εφησυχάζουν με όσα συμβαίνουν γύρω τους. Τι σημασία έχει τι δουλειά κάνεις, αν η δουλειά σου δεν είναι εργασία, αν δε συνεισφέρεις σε κάτι καλό, κι απλά αναπαράγεις το κακό, την ασχήμια που βασιλεύει.

Αν η ομορφιά μπορεί να σώσει τον κόσμο, τότε η ασχήμια τον καταστρέφει. Κι αν ο κόσμος μοιάζει διαλυμένος, είναι γιατί βασιλεύει το άσχημο, όχι το εξωτερικό, μα το εσωτερικό, αυτό της ψυχής μας.

Ξέρω ότι δε θα αλλάξουμε, αλλά θα ήθελα τουλάχιστον να σκοτωνόμαστε λίγο πιο ανθρώπινα. Εγώ τον καφέ μου τον ήπια. Εσύ γιατί αυτοκτονείς;

7 σκέψεις σχετικά με το “Δυστοπία

  1. Μας έχουν κάνει να νιώθουμε αδύναμοι και ανύπαρκτοι, ενώ δεν είμαστε. Πολλές φορές διαβάζω και σκέφτομαι για όλα αυτά, και μετά από 5 λεπτά γυρνάω στις «εργοστασιακές» ρυθμίσεις, τι θα μαγειρέψουμε σήμερα, πως θα λύσω το Χ πρόβλημα στην δουλειά και η ζωή συνεχίζεται. Ίσως οι επόμενες γενιές; Δεν ξέρω. Γιατί όχι κι εμείς θα μου πεις.

    Αρέσει σε 1 άτομο

    1. Γιατί όχι κι εμείς φίλε μου; 🙂

      Στο χέρι μας είναι τουλάχιστον να προσπαθήσουμε.

      Και να μην τα καταφέρουμε δεν πειράζει, αρκεί να ξέρουμε τι μας συμβαίνει.

      Μου αρέσει!

Αφήστε απάντηση στον/στην peftasteros Ακύρωση απάντησης