Σαν ψηλό βουνό και χιονισμένο
Αντανακλώμαι σε μια επιφάνεια κρυστάλλου
Σαν ψεύτικος μ’αληθινός
Περιμένω να σπάσω μ’ένα φύσημα τ’ανέμου
Η ζωή μας κυλά σα γάργαρο νερό, όπως ένα ποτάμι. Μια πάει δεξιά, μια αριστερά, μια στην ευθεία τρέχει. Πότε βιάζεται κι αποκτά δύναμη. Πότε κόβει ταχύτητα σαν να θέλει να ξεκουραστεί. Είναι κάτι φορές που πηδά από καταρράκτες. Τρέχει και τρέχει, δίχως σταματημό. Ακόμη κι αν περάσει μέσα από μια λίμνη, όσο βαθιά κι αν είναι αυτή, πάντα βρίσκει το δρόμο να την ξεπεράσει, ακόμη κι αν πρέπει να της ξεφύγει σιγά σιγά κάτω από τη γη. Μα στην επιφάνεια ξαναβγαίνει, τρέχει και τρέχει, λες και μπορεί να κάνει αλλιώς, και μ’ένα της δέλτα, ανοίγεται στη θάλασσα και τον ωκεανό. Ποτάμια όλοι μας, με μια ζωή που διαρκεί έως ότου συναντήσουμε τον κοινό μας προορισμό, που δεν είναι άλλος από το χάσιμο του εαυτού μας στα βαθιά μπλαβιά νερά της ύπαρξης τούτου του κόσμου. Ακόμη κι αν μοιάζει να’ναι όλα τόσο διαφορετικά, αφού κάθε ποτάμι είναι μοναδικό κι ανεπανάληπτο, κι ακολουθεί το δρόμο το δικό του, πάλι στο τέλος τέλος, πάλι, στην ίδια θάλασσα εισχωρούμε κι εναποθέτουμε τον εαυτό και το είναι μας. Κοινή μοίρα με διαφορετικές πορείες οι ζωές μας. Τι παράξενη, μα όμορφη πολύ, η κατάσταση η τραγική μας.
Είναι όμως ο κόσμος τραγικός; Μήπως είμαστε εμείς οι ίδιοι που αντικρίζουμε το προκαθορισμένο μας τέλος με αυτό τον τρόπο; Γεννιόμαστε, κάτι κάνουμε σουλατσάροντας δεξιά κι αριστερά, κι αφήνουμε τον κόσμο με μια τελευταία πνοή, αποχαιρετώντας τον δίχως καλά καλά να τον γνωρίσουμε. Αχ, πόσο θα ήθελα να βρω το κουμπί, το μαγικό κουμπί που θα ανέτρεπε τη ροή του χρόνου, κι αντί για κατέβα-κατέβα να πήγαινε το ποτάμι που’μαι ανάποδα, ανέβα-ανέβα. Να πάω και να χωθώ στην πηγή μου κι εκεί να κρυφτώ χαμένος από τον κόσμο μα δίχως να του δώσω τίποτα απ’ό,τι είμαι. Μα αδύνατο κι αυτό, όπως και τόσα άλλα.
Χρόνια τώρα πήρα την απόφαση να γίνω το παράδειγμα για την αλλαγή. Ευαίσθητος και ρομαντικός, πίστεψα σε ιδέες για να δυναμώσω, πήρα αποφάσεις, με άλλαξα, έζησα ανάμεσα στον κόσμο ως κάτι διαφορετικό από αυτό που με έκανε η ζωή μου. Ήμουν συνειδητός, υπέρ-συνειδητός, και πίστευα στο καλό, όπως το αντιλαμβανόμουν. Οι κακουχίες της ζωής, ίσως τα προβλήματα στο σπίτι, με έκαναν να θέλω πολύ πολύ ματαιόδοξα να αλλάξω τον κόσμο. Από νωρίς έμαθα πως για να τον αλλάξω, θα πρέπει πρώτα να αλλάξω εμένα. Το καλό παράδειγμα. Μα δεν είναι τα πράγματα τόσο απλά. Είναι καλό να κάνει κανείς αλλαγές, ειδικά αν τις έχει σκεφτεί για καιρό πρώτα. Είναι δείγμα αυτοπειθαρχίας αν μη τι άλλο. Αλλά η αλλαγή για την αλλαγή, όσο κι αν κοιτά προς τη θετική κατεύθυνση, θα πρέπει να δικαιολογείται κι από κάτι ακόμη. Θα πρέπει να έρχεται να δένει και με κάτι που στην περίπτωσή μου έλειπε. Τι ήταν αυτό; Η αίσθηση ότι είμαι καλά. Όχι η ευτυχία, ούτε καν η ευδαιμονία, αλλά μια ικανοποίηση από τη ζωή. Εγώ έκανα αλλαγές, πολλές, μα ζούσα στο ανικανοποίητο εδώ και χρόνια. Τίποτα δε με γέμιζε πραγματικά, και μόνο δινόμουν ίσα ίσα για να με χάσω στα βιβλία, τις ονειροπολήσεις, και τις ιδέες, πράγματα, που μου έφεραν κι άλλες αλλαγές.
Τι σημασία έχουν όλα σε έναν κόσμο που μοιάζει να στερείται λογικής;
Σε έναν κόσμο που φαίνεται να αδιαφορεί τόσο έντονα για εμάς.
Κι όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι. Άλλωστε ο μηδενισμός είναι καρκίνωμα.
Έχτισα όνειρα που βασίζονταν στις κενές ματαιοδοξίες μου. Υπήρχε η ανάγκη, ακόμη υπάρχει, να γίνω κάτι, να κάνω κάτι με αυτό τον χρόνο που μου δόθηκε. Και τα έβαλα κάτω όλα, τα είδα καλά καλά. Σκέφτηκα πως η ζωή βγάζει νόημα μόνο αν την αφιερώσεις στο κοινό καλό. Ποιο είναι όμως το κοινό καλό σε έναν κόσμο αδίστακτο κι αιμοδιψή; Μου πήρε χρόνια να καταλάβω ότι λογάριαζα δίχως τον ξενοδόχο. Έχτισα όνειρα που βασίζονταν σε λάθος αρχές. Ονειρεύτηκα πως αξίζει να γίνω κάτι, το καλό παράδειγμα τουλάχιστον, να γίνω ένας σύγχρονος ήρωας που να δίνει το στίγμα του στην ύπαρξη γύρω μας. Με έβαλα κάτω, με χτύπησα, με έσφιξα, χέρια-πόδια. Τιθάσευσα το ζώο που είμαι κι έδωσα τα χαλινάρια στην υποτιθέμενη θεϊκή μου υπόσταση. Και όπως μοιάζει αναμενόμενο, κατέληξα να ζω μέσα στον πόνο. Γιατί το ζώο είναι ισχυρότερο από τον θεό μέσα μας. Γιατί το συναίσθημα είναι δυνατότερο από τη λογική. Πονώντας, θεωρούσα ότι πληρώνω το τίμημα του να ζω όσο γίνεται πιο συνειδητά. Θυσίαζα κάτι για να’χω κάτι άλλο. Έτσι έλεγα και ξανάλεγα στον εαυτό μου. Μα ενώ τα παρατηρούσα όλα αυτά, ενώ τα διαισθανόμουν, ποτέ δεν παραδεχόμουν τη χειρότερη αλήθεια, το γεγονός πως δεν αντέχεται τούτη η ζωή, μια ζωή που κυνηγά να πατά σε ιδανικά, για να αποκτά αξία, να γίνεται παράδειγμα, κι εν δυνάμει να μπορεί να φέρει την αλλαγή.
Πόσο ρομαντικός υπήρξα; Ένας σύγχρονος Βέρθερος ερωτευμένος με τις ιδέες του, παθιασμένος ως το κόκκαλο, που κινούνταν σαν τρελαμένο ζώο ανάμεσα στους ανθρώπους, λίγο έλειψε να περάσω από το βαθύ πάθος για τις ιδέες, για τα καλά στην ματαίωση και την απογοήτευση, δίχως να ξέρω που μπορεί να καταλήξει όλο αυτό. Μα έχοντας διαβάσει τον Γκαίτε, πήρα μια γεύση από τον κίνδυνο του ρομαντισμού. Κι έτσι, σήμερα, που έκανα το πέρασμά μου κι από τα πρώτα στάδια της ματαίωσης και της απογοήτευσης από τα όνειρα και τις ιδέες, επιλέγω έναν τρίτο δρόμο, τον δρόμο που είναι ο μόνος που μπορεί να οδηγήσει κάπου, το δρόμο του ρεαλισμού.
Διάβασμα, γράψιμο, σκέψεις κι ονειροπολήσεις. Όνειρα κι οράματα που έγιναν οι οδηγοί μου εδώ και χρόνια πολλά, που βάραιναν με την ύπαρξή τους στο μικρό μου μυαλουδάκι, στο ζύγι πριν την κάθε μου απόφαση σε κάτι. Χορτοφαγία, γυμναστική, σχέση με τους ανθρώπους και τον κόσμο, κι ένα σωρό ψυχαναγκασμοί που πετσόκοβαν το είναι μου. Περπατώ σε ένα μονοπάτι εδώ και καιρό που’ναι ανηφορικό, έχοντας στους ώμους έναν άλλο τίμιο σταυρό, ίσως να φοράω και στεφάνι από γαϊδουράγκαθα κι εγώ, μα δίχως κανέναν, μα κανέναν πραγματικό λόγο.
Ο κόσμος μας, έτσι όπως τον βρήκαμε, έτσι πορεύεται εδώ και χρόνια και δεν λέει να αλλάξει πραγματικά. Είναι η ίδια η φύση που τον κάνει να εκδηλώνεται έτσι, με αυτό τον τρόπο. Όσο το ένα χέρι του καλού σχεδιάζει πράγματα, το άλλο χέρι του κακού τα μουντζουρώνει. Μα το ένα χέρι νίβει τ’άλλο και δίχως το ένα το άλλο δεν κάνει τίποτα. Να κάνουμε τον κόσμο πιο καλό απ’ότι τον βρήκαμε, να τον συντηρήσουμε έστω, να τον προχωρήσουμε ακόμη και με μικρά βηματάκια μπρος. Μπρος σε τι; Συντήρηση ως προς τι; Καλό ως τι;
Όχι. Μου πήρε χρόνια να το καταλάβω. Κι ίσως όχι τόσο να το καταλάβω όσο το να το παραδεχθώ, να παραδεχθώ τη διαίσθηση που μου έλεγε, εεε, κακομοίρη, τι θες να αλλάξεις, όλα έτσι ήταν, έτσι είναι κι έτσι θα’ναι, βρες κάτι άλλο να κάνεις, κάπως αλλιώς να περάσεις το χρόνο σου εδώ. Μα εγώ τίποτα, εκεί, με τις ιδέες μου να παλεύω να κερδίσω κάτι, λες κι ό,τι κι αν μπορούσα να κερδίσω θα άλλαζε πραγματικά το οτιδήποτε.
Όχι. Πλέον δεν πιστεύω στην αλλαγή. Ο κόσμος θα’χει πάντα πολέμους, οι άνθρωποι θα’ναι πάντα άνισοι. Παιδιά θα πεθαίνουν. Κι όλα αυτά δεν είναι κυνισμός, είναι ωμός ρεαλισμός. Τι κάνω τόσο καιρό εγώ που θεωρώ τον εαυτό μου ευαισθητοποιημένο για τα παιδιά στην Παλαιστίνη; Τίποτα. Πώς περιμένω να έρθει η αλλαγή; Θα κάνουν κάτι οι άλλοι που μπορεί να’ναι λιγότερο ευαισθητοποιημένοι; Δεν το νομίζω. Κι όμως, παρά την ανημπόρια μου, ξέρω πολύ καλά ότι οφείλουμε να κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας, όχι γιατί θα σώσουμε τα παιδιά, αλλά γιατί μπορεί να σώσουμε ένα παιδί, και σώζοντας το παιδί συμβολικά να σώσουμε και τον κόσμο. Τον κόσμο που είναι καταδικασμένος όπως κι εμείς, όλοι, να χτίζεται και να γκρεμίζεται αιωνίως, σαν κύμα που έρχεται και ξανάρχεται στην ακτή.
Κάποτε, σε μια δύσκολη στιγμή μου, μου γεννήθηκε ένα όνειρο. Ακούει στο όνομα Φιλόκοσμος. Ουσιαστικά αφορά σε έναν χώρο που θα μπορούσε να γίνει το σπίτι της Φιλοσοφίας, της Τέχνης και της Επιστήμης. Ένας χώρος όπου θα έδινε τη δυνατότητα σε ανθρώπους με ποικίλα ενδιαφέροντα να έρθουν κοντά, να γνωριστούν, να συνδιαλεχθούν, κι ίσως μέσα από αυτή την αλληλεπίδραση, να έδινε την αφορμή για νέα γεννήματα στον κόσμο μας. Παιδί της ιδέας αυτής, υπήρξε μια άλλη ιδέα, η ιδέα του σπιτιού της Λογοτεχνίας. Εδώ και χρόνια είμαι πατέρας και φορέας αυτών των ιδεών. Ό,τι απόφαση κι αν πήρα από το Νοέμβρη του ’17, σχετιζόταν άμεσα με αυτές τις ιδέες μου. Τις είχα εμπνευστεί για να με βγάλω από τα σκατά στα οποία είχα για τα καλά μπει, με έβγαλαν, κι ίσως αυτό να ήταν το σημαντικότερο που μπορούσαν να μου προσφέρουν, μα μετά από αυτό, ενώ θα έπρεπε κάπου να τις αφήσω, να τις εναποθέσω, εγώ συνέχιζα να τις κουβαλώ μέσα μου, ερωτευμένος με τα πνευματικά παιδιά μου, σαν πατέρας προσκολλημένος που δεν είναι ώριμος αρκετά για να αφήσει τα τέκνα του να πάρουν το δρόμο τους. Τέλος πάντων, ας μη λέω πολλά, ήξερα εδώ και καιρό πως είμαι φυλακισμένος στις ιδέες μου.
Και πώς μπορεί ένας άνθρωπος που θυσιάζει τον εαυτό του για το κοινό καλό, ένα καλό το οποίο δεν υπάρχει, να πετύχει το οτιδήποτε όντας ψυχικά και πνευματικά αδύναμος; Σαν άλλος ψευδοϊησούς, έλεγα κουβαλώ το σταυρό μου για συγκεκριμένους λόγους, κι έτσι χρύσωνα το χάπι που αργά αργά με σκότωνε, και με έκανε να νιώθω λιγότερο ζωντανός. Θυσίαζα τον εαυτό μου, τον εγωισμό μου, μπρος στις ιδέες. Τον πατούσα κάτω, να μην μπορεί να πάρει ανάσα, γιατί έτσι νόμιζα ότι θα πετύχω τον σκοπό μου, που δεν ήταν άλλος από το να βοηθήσω τον κόσμο. Γιατί;
Μα το ποτάμι έκανε πολλά χιλιόμετρα, πέρασε διάφορες καταστάσεις, έκανε και βουτιές στο πουθενά περνώντας μέσα από λίμνες, για να έρθει και να δυναμώσει πάλι.
Μην αντέχοντας άλλο την αίσθηση έλλειψης ζωής, πήρα αποφάσεις δύσκολες. Έκανα το ένα, έκανα το άλλο, για να δω τι θα συμβεί. Πήρα ρίσκα που ήταν εναντίον μου, με μια μικρή μόνο πιθανότητα να μου βγουν, και τελικά τα έχασα. Από λάθος σε λάθος απόφαση, πήρα μαθήματα πολλά, κι αν έκανα βήματα προς τη σοφία, τα έκανα ανάποδα. Τον περασμένο Νοέμβρη, ήταν η ώρα να βάλω σε εφαρμογή το πλάνο Λογοτεχνική Σχολή, έκανα ό,τι μπορούσα να κάνω, σχεδόν, και έφερα την ιδέα στον πραγματικό μας κόσμο, όσο πραγματικός μπορεί να’ναι αυτός. Δε μου στοίχισε και πολλά, έπρεπε να γίνει πιο νωρίς, κι ας έκανα μόνο ένα μικρό βηματάκι προς αυτή. Ήρθα σε επαφή με κόσμο, αλληλεπιδράσαμε, είδα πόσο όμορφο είναι αυτό, τι πηγή ζωής, μα είδα επίσης ότι είναι δύσκολο, ότι απαιτεί πολλά, και κυρίως ότι δεν έχει προοπτικές για κάτι παραπάνω. Ήταν μια ωραία ιδέα για κάτι απλό και παρεΐστικο, μα ως εκεί. Τουλάχιστον στην κατάσταση που ήμουν, δεν μπορούσα να το τρέξω περισσότερο, κι αυτό όσο παράξενο κι αν ακούγεται, δε μου έφτασε. Έτσι, αναγνωρίζοντας πως μια ιδέα ήρθε για λίγο στον κόσμο μας και είναι κοντά στον θάνατό της, ταρακουνήθηκα. Ταρακουνήθηκα τόσο που έπεσα από εκεί που ήμουν, στον ανηφορικό μου δρόμο. Έπεσα με την πλάτη πίσω, και που πήγε το στεφάνι, που ο σταυρός, ιδέα δεν πήρα. Ένιωσα να πέφτω και να πέφτω με τις ώρες, κατρακυλώντας δίχως τέλος, μέχρι που μπήκα σε ένα υπαρξιακό κενό. Είπα, τι κάνω εγώ εδώ; Δεν είναι δυνατόν. Είχα χτίσει τα πάντα μέσα στο κεφάλι μου με τρόπο που να βγάζουν νόημα. Δεν μπορεί να χάθηκαν όλα επειδή μου ψόφησε μια ιδέα. Κι όμως, στον καθένα μπορεί να συμβεί, να πέσει, και να μην ξέρει πώς να ξανασηκωθεί. Μα μέχρι την τελευταία μας πτώση, πάντα θα βρίσκουμε τρόπο να σηκωνόμαστε. Έτσι είναι η ζωή.
Αφού ένιωσα την ματαίωση και την απογοήτευση, κατάλαβα ότι ως εδώ ήταν με τις ιδέες. Μέχρι τώρα πιο πολύ κακό μου έκαναν, με έβαλαν σε καλούπια, με έκαναν να νιώθω άσχημα γι’αυτό που εκ φύσεως μου βγαίνει, δεν πήγαινε άλλο. Πήρα την απόφαση να αφήσω στην άκρη τις ιδέες μου όλες, να σταματήσω να θέλω να θυσιαστώ για τον κόσμο, λες και του το χρωστώ ή που μου το ζήτησε, και να επικεντρωθώ σε εμένα. Άλλωστε, πώς να επηρεάσεις, πώς να δώσεις το καλό παράδειγμα αν εσύ ο ίδιος δεν είσαι καλά. Γιατί πίστευα τόσα χρόνια ότι ένα σάπιο μυαλό, με βρωμερή ανάσα θα μπορούσε να τραβήξει την ίδια τη ζωή προς το μέρος του; Πόσο λάθος υπήρξα, θέλοντας το σωστό…
Όχι, ο κόσμος μας δεν είναι έτσι. Δεν κινείται έτσι. Ο μόνος τρόπος να τον επηρεάσουμε προς το καλό, είναι αν είμαστε οι ίδιοι καλά. Μόνο έτσι το παράδειγμα ξεκλειδώνει τις καρδιές των ανθρώπων. Μα και πάλι, γιατί να θες να γίνεις παράδειγμα σε έναν κόσμο που στερείται λογικής, αυτής έστω της λογικής χαμηλών πτήσεων που αναπτύξαμε; Σε έναν κόσμο που σε κατασπαράζει όσο ζεις, που σε ρουφά ως ποτάμι στην κοιλιά της θάλασσάς του; Σε έναν κόσμο που δε νοιάζεται για κανέναν λόγο για το ποιος ή ποια είσαι, για το τι πρεσβεύεις, για το τι πιστεύεις. Ο κόσμος χέστηκε για εμένα, εσένα, όλους μας, θα υπάρχει κι αφού φύγουμε εμείς από εδώ. Μια μέρα θα σαπίζω μέσα στο χώμα, θα’χουν μείνει αυτές οι τρέλες μου μέσα στα κείμενα που μοιράζομαι, και θα’ναι σαν να μην υπήρξα, γιατί δε θα δίνει κανείς σημασία, όπως συμβαίνει και τώρα. Ματαιοδοξία, να θες να αφήσεις κάτι για να σε θυμούνται, να σε θυμούνται ποιοι; Αυτοί που σε κατασπαράζουν μια ζωή; Πόσο κενή νοήματος η πρόθεση να σώσεις τον κόσμο, να τον σώσεις από την τρέλα του; Το μόνο που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος, αν είναι υγιής πραγματικά, είναι να θέλει να προστατεύσει τον εαυτό του από την τρέλα του κόσμου. Όχι να τον αλλάξει. Μα να μην αφήσει τον εαυτό του να δηλητηριαστεί. Πόσο πίκρα σηκώνει αυτή η διαπίστωση; Κι όμως, είναι η σημαντικότερη αλήθεια που κατάφερα να φτάσω. Και παρόλα αυτά μπορεί να κάνω λάθος.
Έτσι, έχοντας όλα αυτά κατά νου, πήρα την απόφαση να γίνω ρεαλιστής, ούτε αισιόδοξος, ούτε απαισιόδοξος, ούτε φιλοτόμαρος μα ούτε και ουτοπιστής ρομαντικός. Θέλω απλά να ξεδιπλώνω το είναι μου στον κόσμο, δίχως να με νοιάζει τίποτα και για κανέναν. Ο κόσμος όλος, φοβερός, δεν ξέρω καν τι είναι, μα πάνω απ’όλα βάζω το μόνο πράγμα που ξέρω καλύτερα, κι αυτό όχι στην εντέλεια, δηλαδή εμένα. Βάζω τον εαυτό μου πάνω από το εμείς, γνωρίζοντας πως μια μέρα θα χαθεί το μικρό εγώ στο μεγάλο Εγώ του κόσμου. Θα συνεχίσω να γράφω τις χαζομάρες μου, δεν έχω σκοπό να γίνω και θεός, το μόνο που θέλω είναι να αφήσω το ζώο να ξαναβγεί στην επιφάνεια και να πάρει ανάσες. Έξι χρόνια τώρα υπήρξα χορτοφάγος, κι ακόμη πιστεύω ότι δεν είναι καλό να σκοτώνουμε και να τρώμε ζώα, μα δεν αντέχω άλλο τον αυτοπεριορισμό μου, που κάνει το ζώο να μουγκρίζει, που δεν το αφήνω να κατασπαράξει τη ζωή. Πόσο κρίμα, μα κι αυτό αληθινό, το μόνο που μπορώ να κάνω πλέον είναι να μην υπερκαταλανώνω τη ζωή σε αυτή της την έκφανση, κι όποτε το κάνω να δείχνω τον απόλυτο σεβασμό στο ζώο που πέθανε για χάρη μου, όχι τόσο για την υγεία μου, κυρίως για την ευχαρίστηση.
Έρχονται όλοι με την τρέλα τους και με τα αγκάθια τους να μας αγκαλιάσουν και μας πληγώνουν, κι εμείς που πεινούμε και διψούμε για αγάπη, σφίγγουμε τα χείλη για να δεχτούμε μια αγκαλιά που θα μας ματώσει. Γιατί; Πήρα την απόφαση να αγαπώ από απόσταση. Έχω ήδη μια καρδιά δεμένη με ένα τριαντάφυλλο, μια καρδιά ματωμένη, δεν αντέχω άλλο πόνο. Δεν μπορώ να μην αγαπώ. Άνθρωπος είμαι κι εγώ. Μα δεν αντέχω άλλο τον πόνο. Τον πόνο που μου προκάλεσαν. Τον πόνο που εγώ ο ίδιος μέσα από τον κακό τρόπο σκέψης διαιώνισα εδώ και χρόνια. Άλλοι με τραυμάτισαν μια φορά, κι ήρθα εγώ κι έχτισα ολόκληρο σύμπλεγμα που το μόνο που μου πρόσφερε εδώ και τρεις δεκαετίες ήταν πόνος. Ανείπωτος, υπόκωφος, ρεαλιστικός, πόνος.
Ως εδώ και μη παρέκει. Το έχω ξαναπεί. Το ένστικτο της επιβίωσης ενεργοποιήθηκε και με έβαλε σε νέα κατάσταση. Αν γράφω όλα αυτά τα πράγματα, είναι για να τα δω έξω από το κεφάλι μου υπό άλλη συνθήκη, από μια άλλη οπτική. Έτσι κι αλλιώς, έχω γίνει άσσος στο μελόδραμα, στη δραματοποίηση του εαυτού μου, την κίνηση ρουά απέναντι στη ζωή που με παίζει στα χέρια της σαν σκουπίδι. Κι αν είμαι σκουπίδι ζωή δε με νοιάζει. Τράβα στο διάολο. Εγώ θα ζήσω με τους όρους μου μέσα σε αυτόν τον κόσμο που με στενεύει, σε αυτή τη φυλακή που μοιάζει μεγάλη μα είναι πολύ πολύ μικρή.
Τι σημασία έχουν όλα αυτά; Θέλω να ξεφύγω από τον προβληματικό τρόπο σκέψης, από τις λούπες, τις τρύπες και τις παγίδες, από τις κακές ιδέες, τις κακές πίστεις.
Τόσα χρόνια στα σκοτάδια μου παλεύω για να βρω το φως. Κι αυτό το άτιμο δε φαινόταν πουθενά. Και κοίτα να δεις που το μόνο που χρειαζόταν ήταν να βρω τον διακόπτη. Το πάτησα, φωτίστηκε η ύπαρξη. Δεν υπάρχει κάτι άλλο από αυτό που περίμενα. Εμείς εδώ που τριγυρνούμε σαν τις άδικες κατάρες και πατάμε ο ένας την ψυχή του άλλου, λίγο ηθελημένα μα κυρίως άθελά μας. Πονούμε και γινόμαστε κακοί και σπάνια χαιρόμαστε. Πόσο πιο εύκολη η ζωή στο φως, που βλέπεις την ψυχή του άλλου και μπορείς να την αποφύγεις, σαν σκιά και σαν ουρά, με συγχωρείς αδερφέ μου αν σου πάτησα την ψυχή, δεν το ήθελα, αυτό είναι όλο κι όλο. Ζούμε μόνο εις βάρος των άλλων γιατί δεν ξέρουμε ότι μπορούμε να το αποφύγουμε. Κι αυτό γιατί μας λείπει το φως. Ποιος θεός και ποιος διάβολος, εμείς είμαστε όλα χωρίς να το ξέρουμε. Σηκώνουμε που και που τα μάτια και κοιτούμε τα αστέρια, μαγευόμαστε από το άγνωστο, από την ομορφιά. Εμείς είμαστε και τα αστέρια, και το άγνωστο και η ομορφιά. Μα δεν το ξέρουμε ούτε αυτό. Τίποτα δεν ξέρουμε. Τίποτα.
Νιώθω να απελευθερώνομαι από τον εαυτό μου. Νιώθω να σηκώνω κεφάλι από τις χιλιάδες σελίδες μέσα στις οποίες είμαι θαμμένος. Διάβαζα και διάβαζα γιατί ήθελα να νιώθω διαφορετικός, πως άξιζα, απλά γιατί διάβασα ένα και δυο βιβλιαράκια της κακιάς ώρας. Καταφύγιο απέναντι στον πόνο. Μα κοίτα να δεις που η ζωή μπορεί να’ναι και χαρά, δίχως να κάνεις τίποτα, το μόνο που χρειάζεται είναι να δεις τον κόσμο μας αλλιώς. Υπό άλλο πρίσμα. Τρώμε ο ένας τον άλλο άσκοπα, ενώ θα μπορούσαμε να συνυπάρχουμε και να μοιραζόμαστε ειρηνικά το ταξίδι, το δώρο που μας δόθηκε. Δεν πειράζει, ας είναι, για φέρτε μου το μαχαιροπίρουνο κι εμένα!
Δεν υπάρχει κάτι άλλο να πω που να μην ξέρει βαθιά μέσα του ο καθένας και η καθεμιά μας.
Σαν κατακόκκινο ηλιοβασίλεμα
Αντανακλώμαι σε ήρεμη θάλασσα
Σαν με καρδιά ματωμένη
Περιμένω να με καταπιούν τα νερά της ζωής

Είσαι είμαστε, μονάδες αναλώσιμες, μέρος τμήμα με συγκεκριμένο χρόνο του αέναου παγκόσμιου συνόλου ζωής που περιγράφεις, και το ξέρεις. Έχεις σκεφτεί τι θα ήσουν χωρίς όνειρα; να χαίρεσαι για την πλευρά που ανήκεις. Εγώ σε χαίρομαι ! Όσο για τις πληγές, με αυτές θα ζεις, συντρόφισσές σου θα γενούν, και να εύχεσαι πολλές να είναι στη ζωή σου, όπως είπε ο μεγάλος μας ποιητής !
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο