Φαντάσματα

Μας κυνηγούν μέσα στα σκοτάδια μας.

Μας κυνηγούν, να μας αρπάξουν προσπαθούν.

Αναμνήσεις από το παρελθόν και εικόνες για όσα δεν υπάρχουν πια παρά μόνο στην κεφάλα μας.

Τον Scooby νιώθω πως έχω ανάγκη, να’ρθει να τραβήξει τα σεντόνια τους, να ξεδιαλύνει την υπόθεση.

Κάποιες φορές, ο άνθρωπος μοιάζει μ’ένα στοιχειωμένο σπίτι. Σπίτι αραχνιασμένο, με υγρασία στα πατώματα και μούχλα στους τοίχους. Κάποια παιδιά μπορεί να μπαινοβγαίνουν μέσα του. Θέλοντας να νιώσουν να τα κυριεύει ο φόβος. Μα και να τον νικήσουν, για να μεγαλώσουν λίγο ακόμη. Στοιχειωμένο σπίτι ο άνθρωπος, από πνεύματα και φαντάσματα, στέκει μοναχό με διαβρωμένα θεμέλια, έτοιμο να καταρρεύσει στον επόμενο σεισμό.

Τι είναι αυτό που μας κάνει να δημιουργούμε τα φαντάσματα μέσα μας;

Γιατί, το πιστεύω ακράδαντα, τα φαντάσματα είναι αποκυήματα της δικής μας φαντασίας. Τι είναι αυτό που τα καλεί στην ανύπαρκτη ύπαρξη του νου μας;

Ψέμα στο ψέμα, σα μιγαδικός υψωμένος στο τετράγωνο, μας δίνει την αλήθεια. Την αλήθεια του βιώματος. Την αλήθεια του συναισθήματος. Δημιουργούμε ψεύτικες φοβίες για να δικαιολογήσουμε την αδυναμία μας. Την αδυναμία να ανταπεξέλθουμε στις εκάστοτε καταστάσεις. Δημιουργούμε τα φαντάσματα για να δικαιολογήσουμε τη φυγοπονιά μας.

Φάντασμα είναι η σχέση με τον πατέρα. Φάντασμα είναι μια φιλία που πέθανε. Φάντασμα ο ανεκπλήρωτος έρωτας. Φάντασμα ο εαυτός, το πιο τρομερό απ’όλα, έρχεται και μας κάνει μπου!

Και τρομάζουμε, και φοβόμαστε, και βλέπουμε εφιάλτες. Μη με κυνηγάς, μη με πνίγεις, μη μου στερείς τη ζωή. Πλιζ.

Τόσο δύσκολο να μεγαλώσει ο άνθρωπος, να ενηλικιωθεί. Τόσο δύσκολο να δει το σώμα και τον ψυχισμό του να αλλάζει στο πέρασμα του χρόνου. Αυτό το παιδί δε λέει να πεθάνει, δε θέλει να πεθάνει, μόνο κάτω απ’τα παπλώματα κρύβεται κι έρχεται να πάρει την εκδίκησή του στις αγρύπνιες μας που φοβόμαστε να κοιμηθούμε. Φοβόμαστε γιατί εκεί δεν έχουμε πλέον τον έλεγχο. Δεν μπορούμε να κρατούμε την έσω πόρτα πια κλειστή και να αφήνουμε τον κατεργάρη πρώην πρώην εαυτό απ’έξω. Τα κλειδιά της καρδιάς άλλωστε, τα κρατά αυτός καλά καλά στη χούφτα του.

Τόσο δύσκολο να ωριμάσουμε, να γεμίσουμε ουσία, και να ετοιμαστούμε για το όλο και πιθανότερο ύστατο χαίρε. Στιγμή τη στιγμή, μέρα τη μέρα, χρόνο το χρόνο, ο καιρός περνά ανελέητα δίχως να λογαριάζει τίποτα. Και μας παίρνει πραγματικά μια ζωή να μάθουμε να ζούμε. Να θυμηθούμε μάλλον αυτό που γνωρίζαμε ως παιδιά. Την έννοια της ξεγνοιασιάς, του παιχνιδιού, της προσοχής στο τώρα.

Θα ήθελα να’χω τη σοφία να ακολουθώ τα παρακάτω:

Να’μαι γρήγορος στην κίνηση.
Να’μαι απλός στο ύφος.
Να’μαι ευθύς στη γλώσσα.
Να’μαι φυσικός στη σκέψη.

Και αν είναι να υποφέρω, τότε να υποφέρω εποικοδομητικά.

Μα ποιος έχασε τη σοφία για να τη βρω εγώ;

Ωριμάζουμε δίχως να το συνειδητοποιούμε. Όσο η κλεψύδρα αδειάζει στα ψηλά και γεμίζει στα χαμηλά, κάτι μέσα μας μετουσιώνεται. Ποιο να’ναι το όριο όπου ένας άνθρωπος από ανώριμος γίνεται ώριμος πια;

Τόσα χρόνια νιώθω παιδί. Κι έχω ένα μακρύ δάχτυλο που το κουνάω σαν το μαγικό ξυλαράκι του Χάρι Πότερ για να καταλογίσω ευθύνες. Φταις εσύ, κι εσύ, κι εσύ. Μα έχει αρχίσει το χέρι μου να μη με υπακούει πια. Το παιδί λέει, φταις εσύ, εσύ, εσύ. Κάτι οδηγεί το χέρι πλέον και του αλλάζει κατεύθυνση. Κι από εκεί που δείχνει τον άλλο, τον εκάστοτε άλλο, αρχίζει να δείχνει προς το μέρος μου. Φταις εσύ, εσύ, εσύ. Φταίω εγώ, εγώ, εγώ. Εγώ φταίω για τον τρόπο που αντιδρώ. Εγώ φταίω που αποφεύγω να αναλάβω την ευθύνη που μου αναλογεί. Φταίω που δεν νιώθω δυνατός, ενώ είμαι. Φταίω που αφήνομαι να πιστεύω ότι οι άλλοι έχουν περισσότερη δύναμη από εμένα. Η ενέργεια, μέσα μου κοχλάζει. Κι εγώ, σωστός φυγόπονος, δημιουργώ φαντάσματα για να δικαιολογήσω την αίσθηση αποτυχίας που νιώθω. Λες και υπάρχει η αποτυχία ή η επιτυχία. Λες και θα μας κρίνει κανείς για το πώς ζήσαμε ή όχι. Τόσο μεγαλομανής ο άνθρωπος, ένα απόλυτο μηδέν στο κοσμικό σύμπαν, στέκεται αγέρωχος κι ορθός σα να’ταν μονάδα. Φτου!

Φτου μου. Δε μας φταίνε οι άλλοι. Οι άλλοι απλά πήρανε τις αποφάσεις τους. Οι τροχιές τους μπλέχτηκαν και ξεμπλέχτηκαν με τις δικιές μας. Δρόμοι που συναντήθηκαν κάποια στιγμή, χώρισαν αργότερα για πάντα. Τις περισσότερες φορές δεν υπήρχαν κακές προθέσεις. Άλλωστε ο δρόμος της κόλασης είναι στρωμένος με καλές προθέσεις. Ο καθείς επιδιώκει το δικό του. Κι αυτό είναι νόμος της φύσης.

Αν κάτι μας πλήγωσε, αν κάτι μας τραυμάτισε στο παρελθόν, μήπως δεν του δίνουμε περισσότερη δύναμη ώστε να συνεχίσει και στο παρόν, στο μέλλον; Όταν το κρατούμε χειροπόδαρα, να μείνει εδώ μαζί μας, να δικαιολογήσει τον φόβο και τον πόνο μας, δε γινόμαστε οι ίδιοι θύτες του εαυτού μας; Θύματα άλλων, γινόμαστε θύτες του εαυτού μας, και τον βρίσκουμε να’ναι δυο φορές θύμα. Ίσως αυτό να’ναι το τραγικότερο απ’όλα τα τραγικά, το γεγονός πως ο μεγαλύτερος πόνος μέσα μας προκαλείται από εμάς τους ίδιους.

Νισάφι!

Φτάνει, φτάνει, φτάνει. Κάπου πρέπει να μπει ένα τέλος, μήπως και ξεκινήσει η ζωή απ’την αρχή και πάλι κάνοντας restart. Μπρος στη διαδικασία ωρίμανσης, ενηλικίωσης, ο άνθρωπος χάνει το δέρμα του σα φίδι, για να δημιουργήσει νέο δέρμα. Δέρμα πιο σκληρό. Δέρμα που θα αντέχει στις αντιξοότητες που θα συναντήσει. Κι έτσι, από αγόρι, να γίνει άντρας. Από κορίτσι, γυναίκα. Από παιδί, ενήλικας.

Το μόνο κάλεσμα του ανθρώπου, είναι να συνεχίσει μπροστά, πατώντας στο παρελθόν και στο παρόν, και με φόρα προς το μέλλον. Να κοιτάει μπρος ό,τι έρχεται, κι ας είναι αυτό που έρχεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα ο θάνατος κι η ανυπαρξία. Μας καλεί η ωρίμανση και η βαρύτητα όπως η γη το μήλο πάνω στο δέντρο. Κι εμείς μήλα πάνω στο δέντρο που λέγεται ανθρωπότητα είμαστε. Γινόμαστε ζουμεροί, κόκκινοι σα λάβα, σφριγηλοί με υγιέστατα κουκούτσια μέσα μας, έτοιμα να γονιμοποιήσουν το έδαφος στην πτώση και το σάπισμά τους. Η πορεία, είναι προδιαγεγραμμένη. Κι εμείς, τυφλοί που υπακούν στα σήματα της ζωής που δεν μπορούν να δουν.

Τόσα χρόνια με καταδιώκουν τα φαντάσματα, κι εγώ τρέχω δεξιά κι αριστερά να σώσω το τομάρι μου. Μα κοίτα που τα φαντάσματα είναι τελικά δικά μου δημιουργήματα. Τα έφτιαξα για να δικαιολογώ τον πόνο και να τον μεγαλώνω ως σωστός ψυχικός αυτόχειρας. Άτιμα φαντάσματα, άτιμε εαυτέ.

Βρίσκω το κουράγιο να δω τα φαντάσματα σιγά σιγά κατάματα. Κινούμαι προς αυτά. Τα αγκαλιάζω κι όσα δεν εξαφανίζονται κατευθείαν, τα πιάνω και τα βγάζω από μέσα μου. Την ίδια στιγμή, ρίχνω το βλέμμα στην καρδιά μου, και βλέπω ένα ολοζώντανο δέντρο. Παίρνω το δέντρο και το εναποθέτω στο μυαλό μου. Ο χώρος αδειάζει απ’τα φαντάσματα, το δέντρο τον γεμίζει. Το δέντρο αυτό είναι ο εαυτός μου. Δέντρο που χρήζει προσοχής, περίθαλψης, ώστε να καρποφορήσει και να ταΐσει το έδαφος της ύπαρξης. Τα φρούτα του, λογιών λογιών, αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους.

Με μια πορεία από τη φαντασία στη λογική και πάλι πίσω στη φαντασία, καταφέρνω να δω όλα όσα αποφεύγω εδώ και καιρό.

Δυσκολεύομαι να αγαπήσω όσα δε μου γεννούν θαυμασμό. Μα οφείλω να βρω τους λόγους να θαυμάσω τον εαυτό μου.

Τα φαντάσματα δεν υπάρχουν αν δεν τα σκέφτομαι. Το δέντρο υπάρχει γιατί το φαντάζομαι. Βάζοντάς το μέσα μου, του δίνω χώρο έναντι των άλλων.

Finite Incantatem και Scooby, Scooby Doo!

2 σκέψεις σχετικά με το “Φαντάσματα

Αφήστε απάντηση στον/στην Θανάσης Τσακαλίδης Ακύρωση απάντησης