Θείος Άγγελος

Ο θάνατος ψυχραίνει την καρδιά.

Έρχεται φουριόζος και σβήνει το κερί που μας κρατά στην ύπαρξη.

Ο θάνατος δεν ξέρει από σημεία στίξης.

Έρχεται και μας παίρνει μαζί του δίχως πολλά πολλά.

Ο θάνατος

Ήταν ένα κρύο βράδυ του Νοέμβρη, πίσω στο ’16. Άκουγα αυτό το άλμπουμ των Blackfield. Δε θυμάμαι τι ήθελα να κάνω εκείνο το βράδυ. Ξάπλωσα για λίγο στο κρεβάτι, στο δωμάτιο μου στην εστία του ΑΠΘ, και με πήρε ο ύπνος. Θα’ταν γύρω στις έντεκα. Ξύπνησα με την εντύπωση πως είχε χτυπήσει το κινητό μου. Το κοίταξα. Είχα κλήση από τον πατέρα μου. Είχε πάει δώδεκα. Τι με ήθελε τέτοια ώρα; Ο νους μου πήγε στο κακό. Η γιαγιά σκέφτηκα. Τον κάλεσα, το σήκωσε, και μου’πε ότι ο θείος είχε λιποθυμήσει. Μου’πε ότι ερχόταν ασθενοφόρο για να τον πάει στο νοσοκομείο. Έκλεισα το τηλέφωνο. Αγχώθηκα. Κοίταξα για εφημερεύοντα νοσοκομεία. Μίλησα με την αδερφή μου, περιμένουμε να δούμε τι είναι. Η ώρα περνά. Μιλώ πάλι με την αδερφή μου. Κλαίει. Μου λέει ότι δε γίνεται ο θείος να’ναι ακόμη λιπόθυμος. Μάλλον έχει πεθάνει.

Παίρνω τον πατέρα μου, τον ρωτώ αν ο θείος πέθανε. Ναι μου λέει. Πώς τον ρωτώ και μου απαντά μάλλον από καρδιά.

Κι από αυτές τις στιγμές, αλλάζει η ζωή μου.

Φρίκαρα, δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Λέω δεν είναι δυνατόν. Είναι κακό όνειρο. Κοιμάμαι, πρέπει να ξυπνήσω. Μα τίποτα. Εκτός κι αν εφτά χρόνια τώρα παραμένω στο κακό αυτό όνειρο. Μα τίποτα.

Δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ. Άκουγα στην επανάληψη το άλμπουμ των Blackfield. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι σε εμβρυακή στάση, κοιτούσα στο κενό, και σκεφτόμουν. Σκεφτόμουν, σκεφτόμουν και σκεφτόμουν. Τι σκεφτόμουν; Το πώς η ζωή μου και η ζωή όλων μας στην οικογένεια θα άλλαζε. Ο θείος Άγγελος ήταν η κόλλα που τα συγκρατούσε όλα. Είχε άμεσα κι έμμεσα την ευθύνη όλων μας. Κι ας ήμασταν ενήλικοι. Ο θείος, με καρδιά μικρού παιδιού, και ψυχή ταύρου.

Πολλές φορές μου’ρθε η σκέψη να ανέβω στην ταράτσα και να βουτήξω. Μα την έδιωχνα εύκολα. Σε τι θα ωφελούσε μια εθελούσια έξοδος τώρα; Απ’το κακό στο χειρότερο. Έπρεπε να συγκρατηθώ, να ανασκουμπωθώ, και να πάω στο χωριό να μαζέψω τα ασυμμάζευτα.

Έτρεχα σε λίγες ώρες μέσα στα σκοτάδια να προλάβω το αστικό. Πήρα τελικά ταξί. Ήταν να πάω στο νεκροτομείο. Με προέτρεψαν να ανέβω κατευθείαν στο χωριό για να πάω στα ζώα. Σταμάτησα στον Βαρδάρη. Πήρα το 83 και σε μισή ώρα ήμουν στον Λαγκαδά. Στη στάση η αδερφή μου, στα μαύρα και με δακρυσμένα μάτια, κατάχλωμη κι αδύναμη, κι αυτή άυπνη. Παίρνουμε το ΚΤΕΛ για να πάμε στο χωριό, τον Σοχό. Φτάνουμε λίγο μετά τις 7. Είμαστε σχεδόν αμίλητοι όλη την ώρα και αγκαλιαζόμαστε.

Φτάνουμε σπίτι, είχε λίγο κόσμο. Μπαίνουμε μέσα και πέφτουμε στην αγκαλιά της γιαγιάς που έκλαιγε και ούρλιαζε. Μένουμε έτσι για λίγο, αμίλητοι να κοιτάμε τα πρόσωπα τριγύρω. Μας λέει η γιαγιά, πώς ήρθε ο θείος σπίτι, πώς του έδωσε ένα ντεπόν να πιει γιατί πονούσε το κεφάλι του, πώς του έκανε ένα τσάι να πιει, και πώς τον άκουσε μετά από λίγο από το δίπλα δωμάτιο να βήχει. Πήγε να τον δει αν είναι καλά, κι είχε χάσει τις αισθήσεις του και δε συνερχόταν με τίποτα. Ο θείος είχε πάρει δρόμο χωρίς γυρισμό.

Μουδιασμένος, μη ξέροντας πώς να φερθώ, λειτουργούσα ασυναίσθητα, σαν κοιμισμένος. Μπορεί να’πα δυο λόγια, μπορεί να’κλαψα, έχω ξεχάσει. Ήμουν σοκαρισμένος.

Ο Σ., ο γείτονάς μας από την Αλβανία, από τα 12 δούλευε με τον θείο μέχρι τα 18. Ήταν πολύ κοντά ο ένας με τον άλλο. Μου’πε ότι θα ερχόταν στα ζώα να με βοηθήσει. Ντύθηκα, πήρα τα κλειδιά, μπήκα στο αμάξι. Θέση που’χε πάρει το σχήμα του σώματος του θείου, φιλοξενούσε εμένα τώρα. Έβαλα μπρος και φύγαμε για να ταΐσουμε.

Πηγαίνοντας στα ζώα, υπήρχε κάτι στον αέρα, ήταν λες και τα ίδια ήξεραν ότι κάτι συνέβη. Το αμάξι ίδιο, ο άνθρωπός τους όμως δεν κατέβηκε, δε θα ξανακατέβαινε. Μαζέψαμε στο μαντρί τις αγελάδες που’ταν απ΄έξω. Βάλαμε αυτές που’χαν μοσχαράκια να τα ταΐσουν, ρίξαμε γερμά και τριφύλλι, νερό στα μεγαλύτερα μοσχάρια. Ταΐσαμε και τα σκυλιά. Χωρίσαμε τις μάνες απ’τα μοσχαράκια, δώσαμε στα ζώα δρόμο για βοσκή, και πήραμε το δρόμο της επιστροφής.

Είχε μαζευτεί κι άλλος κόσμος στο σπίτι. Μπήκα μέσα κι ένιωσα ξένος, ξένος από το κρίμα στα μάτια των άλλων. Ανέβηκα στον πάνω όροφο, έκανα μπάνιο, κι έμεινα στο σαλόνι να κοιτάζω έναν πίνακα με ένα πορτοκαλί λουλούδι. Το κοιτούσα και χανόμουν, προσπαθούσα να καταλάβω τι έχει συμβεί, ακόμη να το καταλάβω. Ακόμη να το καταλάβω. Σε λίγο, ήρθε ο πατέρας μου, και μου’πε να κατέβω γιατί έφερναν τον θείο από την νεκροψία. Αυτός ο τρόπος του πατέρα μου να μου κρύψει τον θάνατο, να με βάλει με τρόπο στον πόνο, είναι ίσως το μεγαλύτερο δώρο που μου’κανε, αν και κατάμαυρο. Δεν ξέρω πώς θα’χα αντιδράσει μ’ένα: ο θείος πέθανε.

Κατέβηκα, στο σαλόνι, η γιαγιά, η αδερφή μου, η μάνα μου, η σύντροφος του θείου, θείες, ξαδέρφες και στη μέση, μέσα σε μια κάσα, ο θείος χλωμός σαν να κοιμάται. Τον είχανε χτενίσει με τα μαλλιά προς τα πίσω από τον οίκο τελετών. Πρώτη φορά τον έβλεπα έτσι, και τελευταία.

Μου έκαναν μια θέση και με έβαλαν να καθίσω, μέχρι τότε, δεν είχα δακρύσει καλά καλά, δεν είχα κλάψει. Κι άρχισε ο κόσμος να μπαίνει, να τον χαιρετά, να μας δίνει συλλυπητήρια. Σα σκηνή από τον χειρότερο εφιάλτη που ποτέ δεν είχα δει, ο ένας μετά τον άλλο, με τον πόνο και το κρίμα σχηματισμένα στα πρόσωπα, βλεπόμασταν, κι ήταν σαν ψέμα.

Μόλις μπήκε ο Λ., παλιός φίλος του θείου που’χαν μαλώσει για χαζομάρες, παραξενεύτηκα. Δεν περίμενα να’ρθει. Κι όμως, ήρθε. Έκλαιγε σαν μικρό παιδί, όπως εγώ τώρα, και του’λεγε, γιατί ρε Αγγελάκη, γιατί, γιατί πέθανες. Λύγισα, με έσπασε η εικόνα, η συνειδητοποίηση, η αγάπη του ανθρώπου που’χανε τον φίλο του για πάντα, πριν προλάβουν να συμφιλιωθούν και να τα ξαναπιούν.

Πέρασε πολύς κόσμος, μέχρι που χτύπησε η καμπάνα. Ήταν έντεκα, ήταν δώδεκα, δε θυμάμαι. Πήραμε να κατηφορίζουμε προς την εκκλησία. Είχα τη γιαγιά αγκαζέ, πήγαινα αργά στον ρυθμό της, από πίσω μας ο κόσμος. Κοίταζα τη γειτονιά με άλλα μάτια, η ψυχή μου σαστισμένη σαν ήταν, προσπαθούσε να καταλάβει σε τι ατραπούς είχε μπει.

Σε λίγο, ήμασταν στην εκκλησία, καθισμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, με τον θείο μπρος μας πνιγμένο στα λουλούδια. Ο παπάς, είπε ό,τι ήταν να πει, όλα έμοιαζαν με ψέμα, ύστερα από λίγο, ο κόσμος βγήκε κι άρχισε να ανηφορίζει προς τα κοιμητήρια. Σηκώθηκα, έμεινα τελευταίος, έμεινα να κοιτάζω τον θείο για τελευταία φορά. Δεν ήξερα πώς να νιώσω. Δεν ήξερα τι μου γινόταν. Μου φαινόταν ήρεμος. Του έδωσα ένα φιλί στο μέτωπο. Μου βγήκε ένα πνιχτό ευχαριστώ. Τον άγγιξα για τελευταία φορά, και πήρα κι εγώ το δρόμο προς την τελευταία του κατοικία.

Δεν αργήσαμε να φτάσουμε. Όλοι γύρω γύρω από μια τρύπα στο χώμα, περιμέναμε να δούμε τι; Κοίταζα στα χαμένα. Όλα τόσο γρήγορα, να μην προλάβεις να συνειδητοποιήσεις ότι ο άνθρωπός σου έφυγε. Πιάσανε οι νεκροθάφτες να κάνουν τη δουλειά τους. Άκουγα φωνές, είχα στο νου μου μόνο τη γιαγιά, κοίταγα και τον πατέρα μου. Εναπόθεσαν το φέρετρο βαθιά στο χώμα. Τριαντάφυλλα. Ευχές. Καλό ταξίδι Άγγελε. Κάτι μέσα μου ήθελε να βγάλει μια κραυγή. Παρέμενα στα χαμένα. Μου’δωσαν ένα φτυαράκι να ρίξω κι εγώ τρεις φτυαριές στον θείο, όπως όλοι. Το έκανα. Σαν ιεροτελεστία μου φάνηκε.

Ίσως ήπιαμε έναν καφέ σε μια αίθουσα, έχω ξεχάσει.

Γυρίσαμε σπίτι, δε θυμάμαι τίποτα άλλο.

Όλοι θα το περάσουμε αυτό. Εκτός από κάποιους άτυχους μα τυχερούς που δε θα πάνε σε άλλη κηδεία παρά του ίδιου τους του εαυτού. Η απώλεια, είναι συνυφασμένη με τη ζωή. Είναι ο θάνατος τόσο ζωντανός, τόσο δυνατός, τόσο παρόν σε κάθε στιγμή, που μας τρομάζει και μόνο στη σκέψη. Κι όμως, σε κάποια στροφή, σε κάποιο χτύπο, σε κάποια ανάσα, θα μας πιάσει από τον λαιμό και θα μας σηκώσει ψηλά, ταρακουνώντας μας μέχρι να ξεψυχήσουμε.

Από την μέρα αυτή που περιέγραψα, πέρασαν εφτά χρόνια και εφτά μέρες. Πένθησα για χρόνια τον θείο, τον άνθρωπο που στάθηκε όσο κανείς στη ζωή μου, δεν ξέρω τι θέση είχε σε αυτήν, αλλά με συγκρότησε και μου έδωσε την ανάσα που’χω τώρα. Μου έμαθε να κάνω ποδήλατο, να σφυρίζω, μου έφερνε γλυκά, με πήγαινε καμιά φορά στο σχολείο, βλέπαμε τηλεόραση μαζί, τρώγαμε παντσετούλες αργά το βράδυ, κάστανα, μανταρίνια, κεράσια, με έπαιρνε βόλτα στο βουνό, να δω τις αγελάδες και τα σκυλιά, έβαζε κασέτες στο αμάξι και τραγουδούσα τα τραγούδια, μου’χε πάρει ποδήλατα, μου έμαθε να οδηγώ αμάξι, μου πήρε υπολογιστή, με χαρτζιλίκωνε, με παρηγορούσε, παλεύαμε καμιά φορά και με πείραζε για το πόσο αδύναμος κι αδύνατος ήμουν. Αλλά ό,τι έχω γίνει, στηρίζεται σε όλα αυτά, σε αυτές τις μικρές, φαινομενικά ασήμαντες κινήσεις, που’δωσαν τη γεύση που νοσταλγώ τώρα στη ζωή μου.

Ήταν ο μεγαλύτερός μου ευεργέτης.

Τον θάνατό του ακολούθησε μια περίοδος δύσκολη. Η πρώτη μέρα ήταν η γνωριμία μόνο με μια νέα κόλαση. Και κάθε τόσο βουτούσα σε καυτερά καζάνια, χέρια, πόδια, κεφάλι, ψυχή, όλα. Τσουρουφλιζόμουν. Μέχρι που ο καιρός άρχισε να περνά. Νέες καταστάσεις, νέες ισορροπίες, άρχισαν να προκύπτουν. Εγώ άλλαζα, αν είχα σα φοιτητής ξεφύγει απ’την κατάθλιψη, με την νέα αυτή κατάσταση, την ξαναβρήκα σφοδρότερα. Βράδια ατέλειωτα που με’πιανε το παράπονο. Όνειρα, όνειρα πολλά, που έβλεπα τον θείο, ξανά ζωντανό, τον κοιτούσα με ντροπή, κι έπαιρνα πίσω ένα βλέμμα πικρίας. Το μυαλό μου, όχι ο θείος, μου έλεγε και μου ξανάλεγε, δεν τα πήγες καλά, δεν τα χειρίστηκες καλά, δεν τίμησες τον θείο. Κι όμως, έκανα ό,τι μπορούσα, κι ας έκανα το ένα λάθος μετά το άλλο. Το μόνο που με παρηγορεί, η σκέψη ότι δεν έχασα τελείως τον εαυτό μου. Μοιάζει τόσο απλό, κι όμως είναι τόσο μεγάλο και σημαντικό.

Τις τελευταίες μέρες, μετά από καιρό, ξανάδα τον θείο στον ύπνο μου. Πάλι το ίδιο μοτίβο, με άλλο τρόπο. Ο θείος, γύριζε από τον κόσμο της ανυπαρξίας, τον κόσμο των νεκρών, και ζούσε πάλι όπως πρώτα. Πάλι είχε το αμάξι του, πάλι τ’αγελάδια και τα σκυλιά. Όσο είμαι μέσα στο όνειρο, ξέρω ότι δεν γίνεται, δεν μπορεί να’ναι δυνατό κάτι τέτοιο, παρόλα αυτά, νιώθω ότι είναι πραγματικότητα, νιώθω τον θείο ζωντανό, χαίρομαι και ντρέπομαι, μα κυρίως χαίρομαι. Κι ύστερα ξυπνώ, και ξενερώνω.

Χρόνια πέρασαν πολλά, απέφυγα να γράψω για όλα αυτά, δεν τα κράτησα ούτε στο σημειωματάριο. Μόνο εικόνες έρχονταν κι έφευγαν. Πένθος εις το πένθος. Ξέρω ότι ο θείος θα μου έλεγε να μη σκέφτομαι χαζά, να κοιτάξω μπροστά, πως έτσι είναι η ζωή, μα δεν είναι εδώ, και η φωνή του, αν και τη θυμάμαι ακόμη, όπως και το άγγιγμά του στο σβέρκο μου, δεν μπορεί να εκφέρει αυτές τις λέξεις. Προσκολλημένοι παντού είμαστε. Στην αγάπη και το μίσος, τη ζωή και το θάνατο.

Γράφω αυτό το κείμενο για να τα βγάλω από μέσα μου. Να τα τακτοποιήσω. Να αποτίνω φόρο τιμής στον θείο που δεν είναι μαζί μας εδώ και εφτά χρόνια. Θα’ταν άραγε περήφανος για μένα; Παλεύω με όλους μου τους δαίμονες, πότε νικώ, πότε χάνω, μα παλεύω. Άλλωστε, ούτε ο ίδιος με ήξερε τόσο καλά, μιας κι είχα αποτραβηχτεί απ’όλους κι όλα, ήδη από μικρή ηλικία. Ο καθείς το σταυρό του, το σταυρό που επιλέγει.

Γράφω, για να συγκρατήσω κάτι, για να’χω να θυμάμαι, και για να απαθανατίσω στο χρόνο μια ζωή που χρόνια πάλευα να βρω το νόημα που διαφαινόταν από πίσω, κι ας μην το καταλάβαινα. Το νόημα ήταν η ίδια η ζωή, κι ας μην το έβλεπα.

Γραμμένο για έναν άνθρωπο που δε θα διαβάσει ποτέ τις λέξεις αυτές κι όλα τα νοήματα.

Συνήθως, σχεδόν πάντα, γράφω έχοντας στο νου ότι απευθύνομαι σε εμένα. Σε εμένα διά μέσω του άλλου, του οποιουδήποτε άλλου. Μα αυτή τη φορά, γράφω για να φτάσει όλο αυτό στον θείο, στον θείο που κρύβω μέσα μου και θα’χω μέχρι να με φάνε κι εμένα τα σκουλήκια.

Γράφοντας, σκεπτόμενος όλα αυτά, ίσως γράφει κι ο θείος Άγγελος, κι παππούς μου ο Θανάσης που δεν τον πρόλαβα, κι ο προπάππους μου ο Άγγελος που’χε τυφλωθεί. Γράφοντας, κάτι μετατρέπεται από ανάμνηση κι ιδέα σε λέξη που θα μείνει στον χρόνο. Αποτυπώσεις μιας συνείδησης που βρίσκεται σε έναν μόνιμο στρόβιλο μέσα της.

Όσο μεγαλύτερη η αγάπη μας για ένα πρόσωπο, τόσο μεγαλύτερο το πένθος, τόσο βαθύτερη η χαρακιά, τόσο δυνατότερο το χαστούκι από τη ζωή.

Κι αναρωτιέμαι, δε μας φτάνει που η ζωή κολυμπά στους τόσους πόνους, έπρεπε να’χει για κερασάκι στην τούρτα ακόμη και τον θάνατο; Τον θάνατο που μάλλον είναι η ίδια η τούρτα; Η τούρτα που μας την ρίχνουν στα μούτρα;

Ο θάνατος έρχεται να μας ξυπνήσει από τον λήθαργο της ζωής. Είναι το χαστούκι της που μας λέει ξυπνάτε. Ξυπνάτε!

Ξυπνάτε γιατί χανόσαστε!

Ξυπνάτε γιατί λίγο λίγο κάθε μέρα ο χρόνος σας τελειώνει!

Ξυπνάτε γιατί όλο αυτό το μυστήριο δε θα σας ξαναδοθεί!

Γιατί ρε Αγγελάκη;

Ζεσταίνω την καρδιά μου μέχρι τον επόμενο.

Πριν ένα εξάμηνο, στα πλαίσια μιας άσκησης από σεμινάριο δημιουργικής γραφής, έγραψα τα παρακάτω λόγια. Οι πρώτοι δυο στίχοι μας δόθηκαν και μας ζητήθηκε να τους συνεχίσουμε. Βούτηξα το πινέλο στον πόνο και ζωγράφισα αυτό:

Σε θυμάμαι σαν πόλη,

σαν να υπήρξε μια χώρα με πρωτεύουσα εσένα.

Κι ας πάνε εξίμισι χρόνια τώρα από τότε που έσβησε η καρδιά σου.

Ακόμη θυμάμαι τη φωνή σου, το τσίμπημα που μου έκανες στο σβέρκο,

Τον τρόπο που με κοιτούσες.

Χάνοντας εσένα έχασα ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μου,

Μαθαίνοντας τι πάει να πει θάνατος, ο χαμός του εαυτού μας λόγω της απώλειας του άλλου, κι οι τρεις φτυαριές που σου έριξα,

Μια για εσένα,

Μια για εμένα,

Μια για εμάς.

Νεκροφιλώντας σε, σου έδωσα το τελευταίο φιλί που πήρες από τη ζωή, πάνω στο καθαρό σου κούτελο, ψιθυρίζοντάς σου ένα πνιχτό Ευχαριστώ.

Ευχαριστώ που ήσουν εκεί σαν ήρθα σ’αυτόν τον κόσμο, που μου έμαθες τα βασικά της ζωής κι έβαλες τα θεμέλια για να γίνω αυτό που είμαι, που θυσιάστηκες για να’χω εγώ έναν δεύτερο-κρυφό πατέρα, που συντήρησες την οικογένειά μας, που μου στάθηκες, που με μεγάλωσες.

Πεθαίνοντας, χάσαμε τη μοναδική θεμέλια λίθο, μας άφησες ορφανούς όλους.

Τη μάνα σου από γιο καλό.

Τον αλκοολικό αδερφό σου από αδερφό στήριγμα.

Τα ανίψια σου από θείο Θείο.

Το όνομά σου Άγγελος, δεν ήσουν για εμένα απλά ο θείος Άγγελος,

Μα ο Θείος Άγγελός μου.

Πως και πως περιμένω, μέχρι να’ρθει η μέρα, που θα δώσω τ’όνομά σου στο γιο μου.

2 σκέψεις σχετικά με το “Θείος Άγγελος

Αφήστε απάντηση στον/στην Θανάσης Τσακαλίδης Ακύρωση απάντησης