«Δε θα μπεις στην ψυχή μου, δε σου ανοίγω την πόρτα, δε θα μου σβήσεις το τζάκι, δε θα με γκρεμίσεις!»
Μου πήρε χρόνια για να ανακαλύψω τον Ζορμπά, που ήταν εκεί, μπρος στα μάτια μου. Η συνάντηση μαζί του, όχι απλά με τον – εν μέρει πραγματικό, εν μέρει μυθιστορηματικό, καθόλα αληθινό – ήρωα, αλλά με την όλη ιστορία που διαδραματίζεται στο έργο αυτό, ήρθε σαν την καρπαζιά που’χα ανάγκη, κατακέφαλα.
Τρέχοντας μέσα στις σελίδες του, ένιωσα να συνδέομαι τόσο με το «Αφεντικό» όσο και με τον «Ζορμπά». Και πώς να μη συμβεί αυτό όταν οι δυο αυτοί ήρωες έρχονται ως αντιθέσεις του ανθρώπου, ως δυνάμεις που κατοικούν εντός του, και μάχονται η μια την άλλη, την ίδια ώρα που ζητούν συμφιλίωση.
Πάνε χρόνια τώρα που μέσα μου έγινε μια αλλαγή. Δεν ξέρω πώς να την χαρακτηρίσω, καλή, κακή, καταστροφική ή δημιουργική; Μα επί της ουσίας η πλάστιγγα έγειρε από την άλλη.
Στην αρχαία Ελλάδα, οι δυο δυνάμεις προσωποποιήθηκαν και θεοποιήθηκαν μέσα από τον Διόνυσο και τον Απόλλωνα. Θεός του κρασιού και της καλοπέρασης ο ένας, θεός του φωτός, της τέχνης και της επιστήμης ο άλλος. Θεός της αμεσότητας ο ένας, συναισθηματικός θεός που ορμά στη ζωή, θεός της σκέψης και της μελέτης ο άλλος, λογικός θεός που ζει με σύνεση.
Ήμουν για πολλά χρόνια σχεδόν ταυτόσημος του πρώτου. Όχι ότι έπινα και πήγαινα σε όλα τα γλέντια και τα πανηγύρια, υπήρχε ήδη ο σπόρος του δεύτερου εντός μου. Όμως ήμουν παρών, μέσα στη βουή του κόσμου, ένας απ’όλους τους απλούς ανθρώπους, με τα καλά τους και τ’άσχημά τους. Και κάτι, κάπως, κάποια ανύποπτη στιγμή, ήρθε και με καταπλάκωσε με το φως του, και μου έδειξε έναν δρόμο ανηφορικό, μοναχικό, μα όμορφο. Κι ένιωσα τόσο μεγάλη ανάγκη να τον πάρω, να αρχίσω να ανηφορίζω, μη ξέροντας που πάω.
Ποια ανάγκη με ωθούσε στην απομόνωση;
Ποια βαθύτερη επιθυμία με οδήγησε στις κορυφές της μοναχικότητας;
Ακόμη ψάχνω να τη βρω.
Ανέκαθεν είχα την αίσθηση ότι ξεχωρίζω. Ότι εγώ, αφού είμαι εγώ, δεν μπορεί να’μαι σαν τους άλλους. Θα πρέπει να ξεχωρίζω. Τι κι αν έτσι μπορεί να νιώθουν πολλοί, ή σχεδόν όλοι; Εγώ εκεί, να επιμένω, όχι! δεν είμαι σαν τους άλλους, είμαι αυτούσιος, ξεχωριστός, τέτοιος που όταν θα πεθάνω, θα πάρω μαζί μου και τον κόσμο! Μα γιατί;
Δεν ξέρω τι κάνει ένα παιδί να σκέφτεται με αυτό τον τρόπο. Σίγουρα, όπως όλα, θα σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με το τι έζησε στο σπίτι του. Ίσως τα χάδια να μη με χόρτασαν, ίσως να’χα ανάγκη περισσότερο χρόνο, ή πάλι, ίσως πήρα περισσότερα χάδια και χρόνο, ή ίσως, να τα πήρα από εκεί που δεν έπρεπε, χάνοντας αυτά που’χα περισσότερο ανάγκη.
Έχει σημασία;
Έχει πραγματικά σημασία να γνωρίζουμε σε απόλυτο βαθμό το παρελθόν, ώστε να εξηγούμε στον εαυτό μας, είσαι έτσι, γιατί συνέβη αυτό, αυτό κι αυτό. Νομίζω πως σημασία έχει απλά να βρούμε τον τρόπο, να αποδεχθούμε το παρελθόν μας, τον εαυτό μας, τους γύρω μας, να συγχωρέσουμε τον κόσμο, ειδάλλως δε θα μπορέσουμε να τον σεβαστούμε, πόσο μάλλον να τον αγαπήσουμε. Μα πάμε παρακάτω.
Διαβάζοντας το βιβλίο, κάθε τόσο με συνέπαιρνε ο λόγος του Ζορμπά. Έλεγα, ναι, ναι! έτσι όπως τα λέει είναι, μα ύστερα από λίγο, όχι, όχι… δεν είναι ακριβώς έτσι. Κι ερχόταν μετά ο λόγος του Αφεντικού να μου δείξει πόσο πολύ έχω απομακρυνθεί από τη φύση μου, απλά γιατί συμφωνούσα μαζί του. Είδα μέσα από το βιβλίο, τόσο το διονυσιακό όσο και το απολλώνιο στοιχείο εντός μου. Θυμήθηκα πόσο πιο απλή ήταν η ζωή, με λιγότερη σκέψη, και μεγαλύτερη αμεσότητα. Αντιλήφθηκα σε τι ατραπούς σκέψης έχω εισέλθει τα τελευταία χρόνια, που το μυαλό μου στροβιλίζεται και στροβιλίζεται αενάως, αφήνοντας τον πραγματικό κόσμο, οδηγούμενο προς κάτι ανώτερο – είναι όντως;
Κι έρχεται αυτή η διαπίστωση που λέει ότι το’χω παρακάνει με τις ανηφόρες και τις κορυφές. Πως έχω πάρει τη ζωή μου πολύ στα σοβαρά. Πως με βλέπω ως άλλο, ενώ είμαι απλά ένας άνθρωπος σαν όλους τους άλλους. Δεν έχει σημασία γιατί οδηγήθηκα σε αυτά τα μονοπάτια. Σημασία έχει να καταλάβω ότι δεν είναι όσο καλά μοιάζουν, και πως μάλλον δεν είναι για εμένα.
Μέτρον άριστον!
Κι όμως, όπως με πάθος κυνηγούσα μια μπάλα, κι ήμουν χαρούμενος σα σκύλος που τρέχει για το κόκκαλο, έτσι, με διαφορετικό πάθος, μα πάθος και πάλι, μπήκα στο κυνήγι της σκέψης, της διανόησης, χάνοντας τα σημαντικότερα στη ζωή, την παρέα, την καλοπέραση, το συναίσθημα.
Κι έγινα έτσι ένας νους που παρατηρεί, ενώ μέχρι πρότινος ζούσε.
Και γι’αυτό παραπονιέται το σώμα χρόνια τώρα, βυθισμένο ως είναι μέσα στη μελαγχολία του, και λέει: δε θέλω άλλο να φυτοζωώ, απλά να υπάρχω! Θέλω να βγω, να παίξω, να χαρώ με τη ζωή, κι ας είναι λίγη, λίγη και νιούτσικη!
Πώς να μη βγαίνει η φωνή με τέτοια χροιά, πονεμένη με σκοτεινά και πρησμένα μάτια;
Πώς να μην υπάρχει η ανάγκη για έκφραση, όταν ο κόσμος με βαραίνει, επειδή εγώ τον βλέπω έτσι;
Πώς να μη φυτοζωείς όταν αποφεύγεις τη ζωή;
Παρασκευή βράδυ, κι εδώ που μένω, σε μια ιδιωτική φοιτητική εστία, κάτι παλικάρια στο ισόγειο αράζουν και λένε τις χαζομάρες τους. Μα εγώ, παίρνοντας μια μικρή τζούρα παρέας, την έκανα, για να καθίσω μπρος στο λάπτοπ, και να ανοίξω την ψυχή μου.
Γιατί;
Γιατί νιώθω πώς είτε έτσι είτε αλλιώς χάνω το χρόνο μου;
Γιατί αυτή η σύγκρουση των εαυτών μέσα μου;
Και γιατί αυτό το είναι, που τα παρατηρεί και τα αντιλαμβάνεται όλα, δεν πατάει πόδι διαολοστέλνοντάς με;
Ο Καζαντζάκης έφαγε τα χρόνια του ψάχνοντας, μελετώντας, καταβροχθίζοντας βιβλία, ταξίδια, εμπειρίες και χωνεύοντάς τα, μετουσιώνοντας το δεδομένο σε πληροφορία, την πληροφορία σε γνώση, τη γνώση σε σοφία. Έκανε αυτό που ήθελε και με το παραπάνω, την ύλη πνεύμα. Πνευματοποιώντας την ύλη, έπρεπε να φωτιστεί για να φωτίσει, και το κατάφερε. Και να τος, ο μεγαλύτερος σύγχρονος Έλληνας σε πνευματικό επίπεδο, θα ζει για πάντα έχοντας μπει για τα καλά στο γονίδιο της σκέψης μας.
Κι όμως, πολεμήθηκε στις μέρες του, κι η επιτυχία και οικονομική άνεση άργησαν να’ρθουν, κι ας έφτασε ήδη πολύ ψηλά, πολύ νωρίς. Έπρεπε να γίνει παγκόσμιος για να γίνει ελληνικός, κι αυτό δείχνει την αναπηρία μας, την πνευματική αναπηρία που’χουμε ως λαός.
Τι διδάγματα να πάρει κανείς από τον Καζαντζάκη; Υπάρχουν τόσα και τόσα.
Κρατώ όμως το παρακάτω, που λέει ο Ζορμπάς, καταρρίπτοντας και τρομοκρατώντας το καημένο το Αφεντικό σχετικά με την ψευδαίσθηση που’χει για την ελευθερία.
«Όχι, δεν είσαι λεύτερος, το σκοινί, όπου είσαι δεμένος, είναι λίγο πιο μακρύ από τους άλλους ανθρώπους, αυτό είναι όλο. Του λόγου σου, αφεντικό, έχεις μακρύ σπάγγο, πας κι έρχεσαι, θαρρείς πως είσαι λεύτερος, μα το σπάγγο δεν τον κόβεις. Κι άμα δεν κόψεις το σπάγγο…»
«Θα τον κόψω μια μέρα!»
«Δύσκολο, αφεντικό, δύσκολο πολύ. Εδώ χρειάζεται τρέλα, τρέλα, τ’ακούς; Όλα για όλα! Μα εσύ έχεις μυαλό, κι αυτό θα σε φάει. Ο νους είναι μπακάλης, κρατάει κατάστιχα, γράφει τόσα έδωκα, τόσα πήρα, αυτά’ναι τα κέρδη, αυτές οι ζημιές. Είναι μαθές καλός νοικοκυράκος, δεν τα βάζει όλα κάτω, κρατάει πάντα του πισινή. Δε σπάει το σπάγγο, όχι! τον κρατά ο μπαγάσας γερά στα χέρια του, σαν του φύγει, χάθηκε, χάθηκε ο κακομοίρης! Μα άμα δε σπάσεις το σπάγγο, δε μου λες, τι ουσία έχει η ζωή; Χαμομήλι, χαμομηλάκι, δεν είναι ρούμι να αναποδογυρίζει τον κόσμο!»
Δεν είναι τυχαίο που αντί για ρούμι πίνω χαμομήλι τη στιγμή που γράφω. Είναι η απόδειξη πως είμαι κι εγώ ένας νοικοκυράκος της κακιάς ώρας, κι αναρωτιέμαι, πώς κατέληξα εδώ.
Ενώ νιώθω τα λόγια του Ζορμπά, τόσο αληθινά, τόσο επίπονα! παρατηρώ τον νου μου να λέει, όχι, όχι, κανείς δεν μπορεί να απελευθερωθεί οριστικά κι αμετάκλητα, όλοι υπακούμε σε κάτι, κι αυτό το κάτι μπορεί να διαφέρει, μπορεί να μας κάνει να μοιάζουμε λιγότερο ή περισσότερο ελεύθεροι, μα πάντα θα’ναι εκεί κάτι να μας περιορίζει, κι αυτό, μάλλον είναι για καλό μας.
Γιατί ρε άτιμε νου νοικοκυράκο αντιδράς έτσι, παλιοκακομοίρη πάνσοφε!
Τι σοφία είναι αυτή που αντί να με ωθεί στα άκρα, με κρατά εδώ, τριγύρω, γύρω γύρω από τον πάσσαλο που’ναι δεμένο το άτιμο το σκοινί.
Με διακατέχει ένας φόβος, μα δεν μπορώ να του δώσω όνομα. Είναι απλά φόβος. Και έχω την εντύπωση πως ο φόβος αυτός δε σχετίζεται με τίποτα άλλο παρά μονάχα με τον εαυτό μου. Τον εαυτό μου είναι που φοβάμαι. Γιατί αυτός μου δημιουργεί τους πόνους με τις αναθεματισμένες αντιλήψεις του! με τον τρόπο που εκλαμβάνει και μεταφράζει τη ζωή.
Είναι σαν να χακαρίστηκε το σύστημα εκ των έσω, σαν να μπάγγαρε, κι αδυνατώ να βρω το κουμπί για να επιστρέψω στις εργοστασιακές ρυθμίσεις. Γαμώτο.
Κάτι, χρόνια τώρα, έχει ανέβει στις πλάτες μου, και τραβά τ’αυτιά μου, πότε το δεξί, πότε το αριστερό, να πάω από εδώ κι από εκεί, κι αν σταματήσω για να απολαύσω και κάτι, μια κοπέλα, ένα λουλούδι, ένα ηλιοβασίλεμα, σχεδόν αμέσως νιώθω ένα χτύπο στα πισινά μου ακούγοντας μια φωνή που λέει τράβα μπρος! κι ενώ φωνάζω απαντώντας ως εδώ και μη παρέκει! δεν ακούω τίποτα άλλο από γαϊδουροφωνές!
Το σώμα αντιδρά, το μυαλό προστάζει.
Το είναι αναβλύζει, ο εαυτός το πετσοκόβει.
Η ζωή κυλά, ο κόσμος διαστέλλεται.
Ο χρόνος τελειώνει, ο πόνος μεγαλώνει.
Κι ο άνθρωπος τεντώνει, σφεντόνα γίνεται, μα και πέτρα που το μέλλον ζυγώνει.

Παρατηρώ με σεβασμό το άνοιγμα της ψυχής και της σκέψης σου, αγαπητέ φίλε. Πολλά από αυτά τα βιώματα τα έχω συναντήσει και στον εαυτό μου. Θέλει καρδιά να μιλάς για σένα, να μελετάς τον εαυτό σου, να τον ψάχνεις.
Είναι δύσκολη δουλειά πράγματι.
Στέλνω την καλησπέρα μου.
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Ευχαριστώ που διαβάζεις τις σκέψεις μου Γιάννη!
Κάνουμε ό,τι μπορούμε και πάμε όπου μας οδηγεί η σκέψη!
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Όπως το λες, φίλε μου. Υπάρχουμε, σκεφτόμαστε.
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Τι όμορφο ρε ‘σύ… μπράβο. Όταν διαβάζω άρθρα σου είναι σαν να γυρνάω σε παρελθοντικές μου σκέψεις. Και για άλλη μια φορά θα σου πώ πόσο καθρέπτης μου είσαι. Λίγο απ όλα φίλε μου.. λίγο απ όλα. Δε θα σταματήσεις ποτέ να έχεις την τάση να φεύγεις από χαλαρές παρέες, δε θα σταματήσεις ποτέ να έχεις την τάση να ανεβαίνεις δύσβατα μονοπάτια, και δε θα σταματήσεις ποτέ να έχεις την τάση να παρατηρείς αντί να ζεις. Και αυτό γιατί αψηφάς την λέξη που έχει εμφανιστεί ήδη τρεις φορές, την «τάση». Έχεις την τάση φίλτατε.. και να την ακούς. Είναι η φύση σου. Το μόνο πρόβλημα δεν είναι το αν θα την ακούσεις, αλλά το με ποιον τρόπο θα ζείς στο μέτρο του να παρατηρείς και να ζεις, του να ανεβαίνεις και ενίοτε να ξαποσταίνεις. Και Διόνυσος και Απόλλωνας μαζί. Στο μέτρο είναι όλη η ουσία. Θα σε αφήσω με κάτι Λιαντινικό, όταν παρουσίαζε το ιδεώδες του εσθλού: «Να πίνεις το νερό της πηγής για να ξεδιψάσεις, και το κρασί του ληνού για να στυλώνεσαι. Δεν είναι ούτε το πρώτο για να χωνεύεις, ούτε το δεύτερο για να μεθάς». (Homo Educandus, σ. 115)
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Πολύ καλή ιδέα μου δίνεις φίλτατε!
Μέτρον άριστον και στη σκέψη και στη ζωή.
Μακάρι να μην ήταν τόσο ασαφή τα όρια, ας βρει ο καθένας και η καθεμιά το μέτρο τους.
Ευχαριστώ για το σχόλιο!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!