Ωρίμανση

Τι κάνει ένα μήλο να ωριμάσει;

Από μικρός καρπός, μέρα με τη μέρα, μεγαλώνει, μεστώνει, γλυκαίνει και νοστιμίζει, μέχρι που κάποια στιγμή, και να μην το κόψει κανείς, αυτό θα κοπεί και θα πέσει.

Τι κάνει έναν άνθρωπο να ωριμάσει;

Από μικρό παιδί, χρόνο το χρόνο, μεγαλώνει, δε μεστώνει, δε γλυκαίνει και δε νοστιμίζει, μέχρι που κάποια στιγμή, και να μην αυτοκτονήσει, αυτός θα καταρρεύσει και θα σβήσει.

Το δέντρο η μηλιά, κάνει τα μήλα της χώνοντας εκεί μέσα τον σπόρο της, για να διαιωνιστεί, αν όλα πάνε καλά και κάποιο από τα μήλα χωθεί βαθιά στη γη παρέχοντας κατάλληλες συνθήκες στο νέο σπόρο.

Το δέντρο η ανθρωπότητα, κάνει τους ανθρώπους της χώνοντας εκεί μέσα τον σπόρο της, για να διαιωνιστεί, αν όλα πάνε καλά και κάποιοι από αυτούς συνεχίσουν με την πολυπόθητη αναπαραγωγική διαδικασία.

Μα κάτι ξεχωρίζει το μήλο από τον άνθρωπο.

Το μήλο υπακούει δίχως πολλά πολλά στη φύση του. Δεν έχει αναπτύξει συνείδηση, ούτε καν νευρολογικό σύστημα για αντλεί ερεθίσματα και να αισθάνεται, να αντλεί δηλαδή δεδομένα προς επεξεργασία.

Μα ο άνθρωπος, σταμάτησε από καιρό να υπακούει στη φύση του, αυτοχακαρίστηκε από τις νέες δυνατότητες που του παρείχε ο εγκέφαλός του, ξεπερνώντας κατά πολύ το προσδοκώμενο από αυτόν σύστημα ζωής.

Ο άνθρωπος, είναι ένα φυσικό μηχάνημα, που ωρίμασε αρκετά για να ξεφύγει από τον απλό κύκλο του – επιβίωση, αναπαραγωγή, κυριαρχία – που συναντούμε στη φύση.

Ναι μεν αυτά πολλοί από εμάς, καλούμαστε να τα κάνουμε πράξη, μας καλεί το ίδιο μας το σώμα γι’αυτό, άμεσα ή όχι, το ίδιο και πτυχές της ανθρωπότητας μέσω της κοινωνίας.

Μα έχουμε κάπως ξεφύγει από αυτά τα δεσμά που μας παρείχαν ελευθερία, και σπάζοντάς τα βρεθήκαμε με ένα κενό μέσα μας, από μιαν άλλη, ατέρμονη ελευθερία, που είναι δύσκολο να διαχειριστούμε.

Έχουν γίνει όλα τόσο σύντομα μπρος στα αμέτρητα χρόνια που χρειάστηκε η ζωή για να εξελιχθεί, να μεταπλαστεί και να μεταπηδήσει, που αδυνατούμε να συνειδητοποιήσουμε τι έχουμε γίνει και που οδεύουμε.

Η τάση της αλλαγής εκθετικά αυξάνει αποξενώνοντας όχι απλά τη μια γενιά από την άλλη, αλλά και το ίδιο το άτομο από το πρότερο πρόσωπό του.

Αλλάζουμε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, σε βαθμό που αναρωτιόμαστε αν ποτέ υπήρξαμε και σταθεροί ως προς κάτι.

Κι αυτό, πάει κόντρα στη φύση, είναι ένα φαινόμενο παραφυσικό, που τεντώνει τον άνθρωπο μέχρι αυτός να σπάσει.

Οι πιο πολλοί από εμάς, τεντωμένοι σαν είμαστε, πονούμε τόσο που ζητούμε κραυγάζοντας κάτι να γίνει, κάτι να συμβεί, ώστε να σταματήσει ο πόνος.

Ένας πόλεμος, μια επανάσταση, μια εκεχειρία με τις δυνάμεις που κοντράρονται μέσα μας, κάτι να γίνει ώστε ο πόνος δίχως τέλος, να βρει ένα τέλος με πόνο, που να λυτρώνει.

Εδώ οδηγηθήκαμε, στο βήμα πριν την τρέλα, χάρις τη λογική μας.

Κι εδώ έπρεπε να οδηγηθούμε, στο σκαλί το τελευταίο, που θα ανεβάσει σε νέους ορόφους, σε νέα επίπεδα ζωής, συνειδητότητας και ενσυναίσθησης, όσους καταφέρουν να το πατήσουν.

Γιατί, κι αυτό είναι το κρίμα, δε θα μπούνε όλοι οι άνθρωποι στη νέα εποχή, στη μέτα-εποχή, την εποχή των νέων ανθρώπων. Πολλοί, θα μείνουν πίσω, θα μείνουν ως καύσιμο σε αυτό που η νέα ανθρωπότητα θα αποκαλέσει παλαιός τρόπος ζωής, ώστε το νέο, να μπορέσει να αναπτυχθεί, χρησιμοποιώντας εννοείται, την εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον ίδιο τον άνθρωπο. Η συνεργασία αναπτύσσεται όταν υπάρχει κίνδυνος κι ευκαιρία. Συνεργασία των λίγων έναντι των πολλών, των πολλών που δεν μπορούν να διαχειριστούν τον ίλιγγο και σαν τις μύγες κυνηγούν την ντοπαμίνη για να εναποθέσουν τα αυγά τους σε ένα ψέμα.

Είμαστε άνθρωποι ανθρωποφάγοι. Μπορεί να μην βάζουμε στο στόμα μας ανθρώπινη σάρκα, αλλά ο ένας τείνει να ζει έναντι του άλλου. Πάνω στον άλλο.

Βλέπουμε πως στην καθημερινότητα επικρατεί το ρητό: η ζωή σου, η ζωή μου.

Αν είσαι εσύ, δεν είμαι εγώ. Αν θέλω να’μαι εγώ, δεν πρέπει να’σαι εσύ. Κι έτσι, χωρίς καν κάποιος να μας βγάλει το μάτι για να’χουμε λόγο να του βγάλουμε το δικό του, σπεύδουμε να αφήσουμε αόματους τους άλλους, για να μείνουμε εμείς αυτοί που θα βλέπουν. Τι θα βλέπουμε; Την σαπίλα μας. Την απανθρωπιά μας. Το κακό μας εαυτό να βασιλεύει έναντι του καλού. Κι όλα αυτά, γιατί δεν γίναμε κοινωνοί της σοφίας. Της όποιας σοφίας μπορούμε να ξεκλειδώσουμε.

Αλήθεια, πόσο μακριά είμαστε από τη συνάντηση του παλιότερου ανθρώπου από τον νέο;

Πόσο μακριά είμαστε από τη νέα ονομασία που θα προκύψει για να χαρακτηρίσει τον άνθρωπο του τώρα;

Είναι θέμα χρόνου να αξιοποιηθούν μέσα που η επιστήμη και η τεχνολογία θα μας παρέχουν για να βελτιώσουμε τους εαυτούς μας, σωματικά, ψυχολογικά, πνευματικά.

Κι όσοι αδυνατούν να το κάνουν, ή όσοι ρομαντικοί νοσταλγοί το αποφύγουν, θα μείνουν πίσω και θα τους φάει η μαρμάγκα.

Ωριμάζει η ανθρωπότητα σα μήλο κι είναι έτοιμη να πέσει.

Να πέσει στο έδαφος.

Να χωθεί βαθιά.

Να προκύψει νέος βλαστός από τον σπόρο που θα έχει μέσα της.

Νέα βλαστάρια, νέα φύλλα, νέος κορμός, νέα μήλα, νέοι άνθρωποι.

Η μηλιά είναι ένα δέντρο. Το ίδιο δέντρο είναι κάθε φορά που βλέπουμε μια μηλιά κι ας ξεχωρίζει.

Μα έρχεται κάποτε η εποχή, που το μήλο, θα πάψει να’ναι μήλο, που δε θα φέρει τις ιδιότητές του, που θα γίνει κάτι άλλο.

Πότε θα’ρθει η εποχή αυτή για το δέντρο ανθρωπότητα;

Πότε πάψαμε να’μαστε homo τάδε και γίναμε homo ορίστε;

Πότε θα πάψουμε να’μαστε homo ορίστε και θα γίνουμε homo – ανύπαρκτοι;

Μαζί με την ανθρωπότητα, ωριμάζουν και οι ιδέες μας, τα συναισθήματα, οι σκέψεις.

Αναρωτιέμαι, γιατί παλιμπαιδίζουμε;

Γιατί ενώ έχουμε μια πορεία προς τα κάπου, εμείς σηκώνουμε μπαϊράκι και λέμε, ώπα, φτάνει, κόψε λίγο, καλή η ωρίμανση αλλά μέρα με τη μέρα, γινόμενοι πιο ώριμοι, φτάνουμε και κοντύτερα στην ανυπαρξία, την ανυπαρξία τη δική μας, ενώ θα συνεχίσουν άνθρωποι να υπάρχουν, να ερωτεύονται και να πονούν, να αγαπούν και να απελπίζονται, να ζουν και να φυτοζωούν.

Ώπα, ώπα, σταμάτα λίγο χρόνε, κόψε ταχύτητα!

Εγώ δεν έχω ζήσει ακόμη όπως ήθελα!

Εγώ δεν έχω νιώσει ό,τι ήλπιζα!

Εγώ δεν ταξίδεψα, δε γέλασα, δεν αγκάλιασα, δε φίλησα όσο έπρεπε κι εσύ είσαι εδώ με το τικ-τακ σου!

Ήρεμα χρόνε, ήρεμα, μας έχει ρίξει αυτή η αδηφάγα κι άπληστη φύση μας στο κυνήγι, και σε έχουμε ξεζουμίσει!

Τρέχουμε και τρέχουμε όλο και πιο γρήγορα για να φτάσουμε που;!

Μια μέρα, ένα χρόνο, μια ζωή νωρίτερα στον τάφο!

Ώπα, ώπα, κάτσε καλά βρε χρόνε!

Δε βλέπεις πως ξεμάθαμε να ζούμε;

Δε βλέπεις πως ξεμάθαμε να αγαπούμε;

Δε βλέπεις πως ξεμάθαμε να είμαστε άνθρωποι;

Χρόνε, αλήτη χρόνε, που έρχεσαι και μας φέρνεις στενοχώριες, και τις πολλαπλασιάζεις.

Άσπρα μαλλιά, λιγότερες τρίχες, ρυτίδες, αδυναμία, απελπισία και πόνος.

Σε τι φταίξαμε;

Μια ζωή, προσπαθούσαμε για το καλό.

Προσπαθούσαμε να’μαστε τα καλά παιδιά, τα άξια, αυτά που τις προσδοκίες των άλλων, όχι μόνο θα εκπλήρωναν, μα και που θα σκουντούσαν να φτάσουν πιότερο.

Κι όμως, πήραμε τη ζωή μας λάθος, σε μια από τις πολλές στροφές που κάναμε, ή και σε πολλές από τις δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε.

Τι έχουμε γίνει;

Τι είμαστε;

Ποιοι;

Ωρίμανση πάει να πει όλο και πιο προσδοκώμενος θάνατος.

Ο καημένος ο άνθρωπος, δεν είναι ούτε φυτό, ούτε ζώο απλά, έχει μνήμη και θυμάται, θυμάται τους προηγούμενους εαυτούς του, τις ζωές που έζησε, και νοσταλγεί τους χαμένους παραδείσους, τις αλησμόνητες πατρίδες, το πριν του, πονά.

Ωριμάζουμε, ετοιμαζόμαστε για το τέλος, κι αν κάτι κραυγάζει μέσα μας, ΖΩΗ! ΖΩΗ! ΖΩΗ! Κάτι παράλληλα ψιθυρίζει, θάνατος… θάνατος… θάνατος…

Παλιμπαιδίζουμε εν τέλει γιατί έχουμε ζωή μέσα μας που δε ζήσαμε, κι επιδιώκουμε να ξαναγίνουμε παιδιά, μήπως και προφτάσουμε να ζήσουμε τις μέρες και τις νύχτες εαυτών νεκρών, βαθιά χωμένων στο χωράφι της μνήμης μας, να νιώσουμε συναισθήματα που δε γνωρίσαμε ή δε χορτάσαμε, να δούμε ανθρώπους και μέρη που θέλαμε, να κυνηγήσουμε όνειρα φαντασματένια που κατοικούν μέσα μας.

Παλιμπαιδίζουμε γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε.

Δεν είμαστε έτοιμοι για το θάνατο, είτε χέρι μας κόψει από το δέντρο της ζωής, είτε το βάρος μας τραβήξει προς την ανυπαρξία, εμείς, ονειρευόμαστε να βγάλουμε φτερά και να πετάξουμε μακριά, μακριά, στα πέρα μέρη, σε κόσμους άγνωστους, παραμυθένιους. Μα δεν υπάρχει η παραμυθία, υπάρχει μόνο η άβυσσος εντός μας που μας τρομάζει μα ταυτόχρονα μας καλεί.

Έλα, έλα, έλα σε μένα.

Έλα, έλα, είμαι η φωνή σου.

Έλα, έλα, είμαι η φωνή του είδους σου.

Έλα, έλα, είμαι η φωνή της Ζωής.

Έλα, έλα, είμαι η φωνή του Παντός.

Κι εμείς, υπνωτισμένοι από τα καλέσματα, νυσταγμένοι κι αχόρταγοι από ζωή, σα ζόμπι κινούμαστε προς την ανυπαρξία, με ένα βαρύ, πολύ πολύ βαρύ αμάρτημα στην πλάτη.

Το αμάρτημα της μη βιώμενης ζωής.

Το να γεννηθείς και να πεθάνεις χωρίς να ζήσεις είναι η μεγαλύτερη αμαρτία που πληρώνουμε τώρα. Σε αυτή τη ζωή. Τώρα που μιλούμε.

Όσο έχεις ακόμη χρόνο, όσο το αίμα κυλά στις αρτηρίες σου και κουβαλά το πολυπόθητο οξυγόνο, σκέψου τι αξίζει να κυνηγήσεις και βγες εκεί έξω, σε αυτό το χάος της πραγματικότητας, και κυνήγα το μέχρι να κουραστείς, μέχρι να το πετύχεις ή να πεθάνεις.

Το παρελθόν πρέπει να’ναι η βάση μας, το παρόν το σώμα μας, το μέλλον, το άφταστο όνειρο. Ρίζα, κορμός, φτερά.

Κι αν νιώθει κανείς όπως εγώ, ένας φυλακισμένος έφηβος εαυτός μέσα σε ένα σώμα που δεν υπακούει γιατί μεγαλώνει, και συνεχώς ονειρεύεται για να ελπίζει και να καταπραΰνει τους πόνους του, ας δώσει ένα χαστούκι στον εαυτό του μήπως και ξυπνήσει από την ονειροπόληση, ας τον φτύσει για να πλυθεί, ας τον ρίξει με τη βία στον κόσμο, αφού πρώτα του ξεκλειδώσει τα φτερά, σπάζοντάς του τα δεσμά.

Γιατί όλοι οι φόβοι, είναι φόβοι πριν το πέταγμα. Φυσιολογικοί, μα πρέπει να τους ξεπεράσουμε.

Δεν το απαιτεί τίποτα άλλο από την ίδια τη ζωή, και μας το εμφανίζει με την ωρίμανση.

Ωριμάζω πάει να πει μεστώνω, και μεστώνω πάει να πει αποκτώ περισσότερη ουσία.

Ουσία σα σοφία, ουσία σα συμπυκνωμένη ζωή.

2 σκέψεις σχετικά με το “Ωρίμανση

  1. Συμπυκνωμένη ζωή ε; Μαρεσε αυτό. Πως όμως φτάνουμε σε αυτήν; Μέσω πολλών εμπειριών ή μέσω της κατάστασης του πραγματικά να ζούμε το πριν έντονα; Ή μήπως και τα δυο;

    Ο συμπυκνωμένος χυμός είναι τόση ουσία μαζεμένη μέσα σε ένα ποτήρι. Το συμπυκνωμένο είναι κάτι αφύσικο αν σκεφτούμε πως ένα ποτήρι «φυσικού μήλου» κομμένου σε κομματάκια χωράει μόνο δυο άντε τρία μήλα. Συμπυκνώνοντας το όμως, στην ουσία αφαιρούμε το νερό όποτε «προσθέτουμε» περισσότερο μήλο έτσι, περισσότερη ουσία. Άρα, η πολλή ουσία, είναι αφύσικη.

    Η άποψη μου είναι πως θα πρέπει να ζήσουμε συμπυκνωμένη ζωή, πέραν του φυσικού. Και αυτό διότι την ζωή μία την έχουμε, ας την φτάσουμε στα πιο ακορυφα της άκρα, έτσι ωστε λίγο πριν πεθάνουμε / αυτοκτονήσουμε, να φύγουμε με τέτοιο καμάρι.

    Ίσως λοιπόν αυτό να είναι και το κριτήριο, το μέτρο με το οποίο θα μετρήσουμε το τι ακριβώς είναι η συμπυκνωμενη ζωή. Το κριτήριο είναι το εξής: σε κάθε πράξη / όνειρο / στόχο / παρούσα εμπειρία, να κάνουμε επιλογές με το πρόσχημα ότι είναι οι τελευταίες μας, ότι ακριβώς μετά από την ολοκλήρωση αυτών των εμπειριών, θα είμαστε τόσο γεμάτοι, που το να αυτοκτονήσουμε δε θα ναι πια τρομακτικό. Ίσως αυτό λοιπόν, να ναι το μέτρο.

    Αρέσει σε 1 άτομο

    1. Φίλτατε Ελευθέριε, τι τον έχεις τον Λιαντίνη είπαμε;

      Χαχα, μου άρεσε πολύ το σχόλιό σου!

      Συμπυκνωμένη ζωή πέρα από τα όρια και με αφύσικο τρόπο!

      Αναζητώντας την ουσία στο εδώ και τώρα!

      Μου αρέσει!

Αφήστε απάντηση στον/στην Eleftherios Ακύρωση απάντησης