Λευκή σελίδα που περιμένει τις λέξεις.
Λέξεις κβαντικές ετοιμάζονται να πραγματωθούν.
Κι η σύνθεσή τους που θα δημιουργήσει ένα νόημα.
Λευκή σελίδα σε αναζήτηση νοήματος.
Κάθε φορά που ανοίγω αυτή τη λευκή σελίδα, πιάνω τον εαυτό μου να’ναι αμήχανος. Κοιτώντας την, αναρωτιέμαι τι μπορεί να προκύψει πάλι. Τι μπορεί να ειπωθεί, που δεν ειπώθηκε ως τώρα. Ποιον δρόμο θα πάρει ο νους μου, τι θα σκαρφιστεί, και τι θα μου δείξει τη φορά αυτή.
Έτσι νιώθω και τώρα. Είμαι αμήχανος, αυτή η λέξη, έρχεται για να μου πει ότι το κενό μπορεί να γεμίσει, και θα γεμίσει, όπως και θα γεμίζει πάντα.
Βλέπω τα δάχτυλά μου. Κινούνται ήρεμα τώρα. Σε λίγο που θα ανοίξω την πόρτα του υποσυνείδητου, θα αρχίσουν να πληκτρολογούν γρηγορότερα, μα τότε δε θα τα παρατηρώ. Τώρα τα κοιτάζω, λυγισμένα, μια πατάνε το ένα κουμπί, μια το άλλο, μια το διάστημα, να το . Το πάτησα αρκετές φορές.
Κοιτάζω τα γράμματα, και μου αρέσουν πολύ. Μου φαίνονται τόσο ωραία, σχεδόν ερωτικά. Το ένα δίπλα στο άλλο, δημιουργούν ήχους, λέξεις, νοήματα. Αυτά, τα ιερά αγγελάκια του πνεύματος, τα γράμματά μου. Ελληνικό αλφάβητο, τα αγγελάκια της ψυχής μου όλα μαζί. Τώρα αααααα, τώρα ββββββ, τώρα γγγγγγγ. Τα παρατηρώ, έρχομαι κοντά στην οθόνη του λάπτοπ, καμπύλες, γραμμές, πανομοιότυπα μα όμορφα με ξεχωριστό τρόπο. Ποιο να’ναι άραγε το αγαπημένο μου γράμμα της αλφαβήτου; Θυμάμαι μια φορά, ήμουν στη δευτέρα λυκείου, κάναμε γεωμετρία στο σχολείο, κι ο καθηγητής έγραψε ένα ωμέγα βαρβάτο, ήθελε να δώσει όνομα σε μια γωνία. Ωωωωωμεγα! Αυτό το ωμέγα του, ήταν τόσο όμορφο, με τόσο μεγάλα ημικύκλια, που μου θύμισε κάτι.
«Σαν κωλαράκι είναι!»
«Ποιος το είπε αυτό;»
«Εγώ κύριε, το ωμέγα σας είναι πολύ όμορφο!»
Γέλασε, μου είπε να μην ξαναπώ κάτι τέτοιο, ήταν αυθόρμητο.
Ο αυθορμητισμός κρύβει αλήθεια, κι ομορφιά, και ασχήμια ενίοτε, είναι πηγαίος όμως.
Ίσως το ωμέγα, το τελευταίο γράμμα της αλφαβήτου, που το συναντάμε στα ρήματα κυρίως, να’ναι το αγαπημένο μου. Όχι γιατί μου θυμίζει κάτι. Περισσότερο γιατί το βρίσκω πιο όμορφο.
Αλλά σκέφτομαι ότι και το θθθθθ μου αρέσει, ναι, είναι ωραίο το θήτα. Γιατί όμως μου αρέσει;
Θ γιατί με λένε Θανάση; Ή θ γιατί από αυτό ξεκινά ο θάνατος; Ή μήπως λόγω της θάλασσας;
Όλα αυτά, σαν λέξεις, σαν έννοιες, είναι τόσο χαραγμένα μέσα μου, που θα μπορούσα να μιλώ γι’αυτά μια ζωή.
Τι γίνεται με το αποψινό μου κείμενο; Που είναι οι βαθυστόχαστοι συλλογισμοί μου;
Τα γράμματα, τόσο σημαντική εφεύρεση, περασμένη από χέρια λαών ένα σωρό, ο καθένας κάνοντας τη δική του προσθήκη. Σκέφτομαι, πώς γίνεται οι αρχαίοι έλληνες, μέχρι να ξεκινήσουν να χρησιμοποιούν το αλφάβητο, να είχαν δημιουργήσει τέτοιο πλούτο γλώσσας; Τότε, δεν υπήρχαν λεξικά, ούτε γραμματικές. Πώς γίνεται να δουλευόταν η γλώσσα σε τέτοιο βαθμό που, μάλλον, δεν έχει ξεπεραστεί.
Ώρες ώρες νιώθω ότι έχουμε γίνει τόσο χαζοί, που δεν ξέρουμε ούτε τα βασικά της ζωής. Είναι λες κι ένας ιός, ή και περισσότεροι, μπήκαν στο μυαλό μας, και το χάκαραν. Λες και άλλαξαν τις εργοστασιακές ρυθμίσεις, και πλέον έχουμε γίνει τόσο λίγοι, και δυσλειτουργικοί, που άλλη λογική εξήγηση δε θα μπορούσε να δοθεί.
Αν υπήρχε ένας τέτοιος ιός, ποιος θα ήτανε;
Θα ήταν μια ιδέα; Ίσως μια ιδεολογία; Ή ακόμη και η κάθε ιδεολογία;
Ή ίσως έχει να κάνει με τον τρόπο σκέψης μας;
Ή με όσα κάνουμε καθημερινά, με τον τρόπο ζωής μας;
Ίσως η ευκολία που έχουμε με όλα πλέον, να έχει αποδυναμώσει τους μύες του νου μας, και καταλήξαμε νοητικά ανάπηροι, μη μπορώντας να δούμε ούτε λίγο παραπέρα.
Νιώθω πολύ χαζός κοιτώντας αυτό το λευκό σεντόνι που γεμίζω με γράμματα. Γράμματα και λέξεις που δημιουργούν νοήματα, νοήματα ανόητα, θολά, που ψάχνουν να βρουν ποιος ξέρει τι.
Νιώθω λες και επιτελώ έγκλημα κατά της γλώσσας, κατά της σκέψης, κατά της διανόησης, με κάθε μου χτύπο σε αυτά τα πλαστικά κουμπιά του πληκτρολογίου μου. Ο ήχος που βγάζει κάθε κουμπί με το χτύπημα, είναι σαν μια κραυγή του γράμματος που έρχεται στον κόσμο, σαν το κλάμα μωρού που μόλις γεννήθηκε, κι εγώ, γεννώντας το, το καταδικάζω να ζήσει, κι ίσως να επιβιώσει περισσότερο από εμένα. Κλάψε μωρό μου, κλάψε.
Αυτές οι σκέψεις, αυτοί οι στοχασμοί, είναι ανούσιες. Είναι άτοπες, καλύτερα να μην είχαν γεννηθεί, δε φανερώνουν τίποτα άλλο από την αδυναμία μου να γράψω κάτι με νόημα. Έρχονται ίσα ίσα για να μου υπενθυμίσουν ότι ο νους μου είναι προβληματικός, αν και λίγο παιχνιδιάρης. Γεννιούνται για να μου αποδείξουν την τρέλα που με χαρακτηρίζει. Κι αυτό το λευκό σεντόνι που λερώνω με την κάθε μου λέξη, είναι ο καταρράκτης της συνείδησής μου, που δε λέει να το βουλώσει.
Ακόμα αναμένω να ανοίξει η πόρτα του υποσυνείδητου. Σήμερα δεν τα κατάφερα, έμεινα να προσπαθώ, να’μαι πλήρης συνειδητός για το κάθε γράμμα, για την κάθε λέξη. Ξουτ! Ξουτ συνείδηση φύγε, άσε με ήσυχο, ας είναι ό,τι θέλουν αυτές οι σκέψεις, ας λερώνουν ό,τι είναι να λερώσουν τα γράμματα αυτά. Δεν είναι αυτό το νόημα. Το νόημα είναι ότι μιλώ στον εαυτό μου, και πως τον καλώ να μου απαντήσει, και να μου δειξει κάτι, κάτι που ίσως να μην παρατηρώ.
Λοιπόν, θα προσπαθήσω να γράφω όσο πιο γρήγορα μπορώ τώρα. Για να δούμε, σε άλλες ταχύτητες, πώς κυλά ο νους.
Κλείνω τα μάτια μου, ξέρω να πληκτρολογώ και χωρίς να κοιτάζω τα κουμπιά και την οθόνη. Βλέπω ένα σκοτάδι, ακούω τα κουμπιά. Η μουσική που ακούω με πλημμυρίζει χωρίς να ξέρω τι μου φέρνει. Μου δημιουργεί συναισθήματα, είναι ένα καλό ερέθισμα. Κι εγώ κάθομαι στην καρέκλα και γράφω. Είμαι σίγουρος ότι θα’χω πολλά λάθη στο κείμενο, θα τα διορθώσω όταν το ξαναδιαβάσω αργότερα.
Άλλη παράγραφος τώρα. Σκέφτομαι τη μέρα μου, τη ζωή μου. Τι γρήγορα που περνούν οι ώρες μου, κι ο χρόνος μου γενικά. Πότε ήμουν μικρό παιδί, πότε έφηβος, πότε νέος, πότε έκλεισα τα τριάντα. Πότε ξημέρωσε, πότε ξύπνησα, πότε έκανα τις χαζομάρες της ημέρας, για να φτάσω εδώ, μέσα στο βράδυ, και να αφεθώ, ή τουλάχιστον να προσπαθήσω να αφεθώ, ελεύθερος για να γράψω. Ακόμη έχω τα μάτια μου κλειστά. Η ακοή μου έχει γίνει πιο προσεκτική τώρα. Είμαι σαν ένας τυφλός που γράφει στο λάπτοπ. Αλήθεια, πώς διάολο να νιώθει ένας άνθρωπος που δε βλέπει μια ζωή, και πώς να βιώνει τη διαδικασία της γραφής, ή έστω, της πληκτρολόγησης;
Και πώς να νιώθουν άλλα πράγματα, πώς νιώθουν τη θάλασσα; Πώς φαντάζονται τον θάνατο; Τι θα μπορούσε να σχηματίζεται μέσα τους στην περιγραφή του ηλιοβασιλέματος; Απορώ.
Μα εγώ τα’χω γνωρίσει αυτά, κι απλά τα ανακαλώ. Κι αν τώρα γράφω έτσι, στα τυφλά, ξέρω παρόλα αυτά το σχήμα κάθε γράμματος. Μα ναι, είμαι χαζός ίσως, αφελής, αν και υπάρχουν δυο τουλάχιστον κατηγορίες στους τυφλούς, σε αυτούς που’ναι εκ γενετής και σε αυτούς που έχασαν την όραση τους μεγαλώνοντας, οι πρώτοι αντιλαμβάνονται τα γράμματα αλλιώς, για αυτούς σχηματίζονται μέσω της αφής, έτσι τα νιώθουν. Η δεύτερη κατηγορία, τα θυμάται από την πρώτη ζωή. Γι’αυτούς τα γράμματα υπήρξαν και σε άλλη διάσταση, σε αυτή που τα γνωρίζουμε οι περισσότεροι. Πώς να τα βιώνουν όμως καθώς έχασαν το φως τους;
Κι αλήθεια, αν κάποιος μπορεί να χάσει την όρασή του, κι αν αλλάξει ως άνθρωπος, τους τρόπους που νιώθει, που σκέφτεται, που ζει. Τι γίνεται με όσους χάνουν ένα άλλο φως, ή που δεν το γνώρισαν ποτέ; Τι γίνεται με όσους κι όσες από εμάς είμαστε τυφλοί, αδυνατώντας να δούμε το φως του πνεύματος που κατοικεί και βασιλεύει στον ανθρώπινο νου;
Τι είδους τύφλωση είναι αυτή άραγε; Πνευματική τύφλωση;
Δεν μάθαμε να βλέπουμε καλά καλά, και χάσαμε και το φως μας πριν διακρίνουμε τα αληθινά χρώματα , τα χρώματα των συναισθημάτων, των σκέψεων και των ιδεών, και μείναμε να βλέπουμε μόνο την πεζότητα της ζωής με τα θολά χρώματα, τα θολά συναισθήματα, τις θολές σκέψεις και ιδέες.
Ίσως γι’αυτό ο κόσμος μας να’ναι έτσι, γιατί υπάρχει μια πνευματική τύφλωση. Επειδή δεν μπορούμε να δούμε καθαρά το τι σημαίνει να’σαι άνθρωπος, το πόσο σημαντικό είναι πως είσαι ζωντανός, και μοιράζεσαι αυτό το θαύμα της ζωής με άλλους σου αδερφούς κι αδερφές.
Πώς να γράφουν οι τυφλοί του πνεύματος άραγε;
Με μάτια του σώματος ορθάνοιχτα, αλλά με αυτά της ψυχής ερμητικά κλειστά. Ίσως να κάνουν λάθη όπως εγώ κάνω τώρα, μα δεν μπορούν να ανοίξουν τα μάτια τους και να διορθώσουν μετά το γραπτό της ζωής.
Τι γίνεται με δαύτους;
Είναι ώρα να ανοίξω τα μάτια μου και πάλι και να δω τι διάολο έγραψα, κι αν συνεχίζω όντως να γράφω, ή αν κόλλησε κάπου ο λόγος.
Μα δε θέλω, μου αρέσει τώρα που’χω κλειστά τα μάτια, ακούω περισσότερο τη μελωδία απ’το ηχείο μου, σχεδόν ακούω και τις σκέψεις μου που ξεπηδούν απ’το μυαλό μου.
Μα φτάνει, φτάνει για σήμερα.
Τα άνοιξα, και τελικά το γραπτό υπάρχει, έχει προκύψει κάτι, αναρωτιέμαι τι.
Άνοιξε άραγε η πολυπόθητη πορτούλα του βαθύτερου νου;
Θα το καταλάβω διαβάζοντας ό,τι έγραψα ως τώρα.
Κάθε φορά που καλώ τον εαυτό μου να βγει προς τα έξω και να εκφραστεί, είναι μια πρόσκληση προς αναμέτρηση με τις λέξεις και τα γράμματα.
Σήμερα αναμετρήθηκα πάλι. Πάλι δεν κέρδισα, μα δεν έχασα επίσης. Ήρθαμε ισόπαλοι, όπως πάντα άλλωστε.
Η αναμέτρηση έλαβε τέλος.

Θανάση, φίλε μου, λέω να επανέλθουμε στο «ω» και στο …σχήμα του μήπως και ανέβει λίγο το ηθικό και η διάθεση. Να είσαι καλά.
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Όλα στο πρόγραμμα είναι!
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο