Τ’ολόγιομο φεγγάρι με βλέπει και μου χαμογελά απόψε.
Γυρνώ και του ρίχνω μια ματιά από το παράθυρό μου.
Τώρα κιτρινίζει και σε λίγο θα’ναι σχεδόν λευκό μα πριν κανά δυο ώρες χάζευα από την ταράτσα μου τη σχεδόν κόκκινη απόχρωσή του.
Έχω λίγο καιρό να γράψω, είχα να κανονίσω πράγματα. Η καμπάνα σήμανε δώδεκα κι έτσι αυτές οι πληκτρολογημένες λέξεις είναι οι πρώτες σκέψεις μιας μέρας που μόλις ξεκίνησε. Αναρωτιόμουν προηγουμένως για ποιο πράγμα να γράψω. Δεν κατέληξα κάπου. Έχω μια διαίσθηση μονάχα για το που θα με οδηγήσει το αποψινό γράψιμο, μα δε μου φανερώνεται μπροστά-μπροστά στο μυαλό τίποτα ακόμη. Το ακούω να έρχεται με βήμα αργό από τα πίσω μέρη του εγκεφάλου, βαθιά, στο κάτω κέντρο που οι φάπες που έτρωγα άλλοτε ταρακουνούσαν. Μου δίνω ο ίδιος μια φάπα τώρα για να σκουντήσω τη σκέψη. Φαπ!
Τι έχει περισσότερο ανάγκη ο άνθρωπος;
Τι είναι αυτό που μας οδηγεί μέσα σε αυτό το ταξίδι που λέμε ζωή;
Τι μας κάνει να λέμε ότι οι πόνοι αξίζουν;
Ποιος ο απώτερος στόχος του ανθρώπου ως αυτόβουλου όντος;
Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ να δώσω απάντηση σε κανένα από αυτά τα ερωτήματα που λίγο-πολύ κάθε άνθρωπος θέτει στον εαυτό του, έστω και ασύνειδα σε χρόνους νεκρούς, συχνότερα ή σπανιότερα.
Γιατί ο άνθρωπος να’ναι ένα ερώτημα όπως και η ζωή η ίδια;
Και γιατί δεν μπορούμε να δώσουμε απαντήσεις που να μας καλύπτουν όλους, για να πάμε παρακάτω;
Γιατί προβληματιζόμαστε; Τι ψάχνουμε; Που αποβλέπουμε ως υπάρξεις;
Το μόνο που νιώθω παραθέτοντας αυτά τα ερωτήματα, είναι μια ακατάληπτη πείνα για γνώση. Και γνώση όχι ότι κι ότι, γνώση που φτάνει στο μεδούλι. Με καίει να μάθω την αλήθεια. Την αλήθεια τη δική μου, την αλήθεια του κόσμου.
Κάτι με ωθεί να προβληματίζομαι, άρα να πονώ, από μέσα μου. Δε μου βάζει κανείς το μαχαίρι στο λαιμό. Κι αν έχω κάποιες φορές το κεφάλι κάτω απ’το νερό, κι αν νιώθω να πνίγομαι, είναι επειδή ο ίδιος με ρίχνω μέσα του και δε με αφήνω να βγω και να πάρω ανάσα. Ίσως όταν ερχόμαστε κοντά στην ανυπαρξία, λόγω πίεσης και πόνου, να ξεκλειδώνουμε ένα σεντούκι μέσα μας που κρύβει τα μυστικά που’χουμε ανάγκη περισσότερο απ’οτιδήποτε άλλο να μάθουμε.
Μεγαλώνοντας ο άνθρωπος, αποκτά γνώσεις κι εμπειρίες, απόψεις και ιδέες, που’ρχονται και τον ντύνουν καλά καλά με στρώσεις, και τον κάνουν να μοιάζει σαν κρεμμύδι. Όσο πιο πολύ μεγαλώνουμε, τόσο περισσότερο απομακρύνεται η όψη μας από τον πυρήνα του εαυτού μας. Πίσω από κάτι κουρασμένα μάτια που παίρνουν να θολώνουν, κρύβονται πάντα δυο παιδικά, πεντακάθαρα κι όλο απορία μάτια. Ίσως τα ερωτήματα που θέτουμε να΄ναι ένας τρόπος για να προσανατολιστούμε μέσα μας και να αναζητήσουμε την άποψη του πρότερου εαυτού, του πλέον αληθινού, αυτού που δεν έμαθε να’ναι διπλωμάτης για να κερδίζει, παρά μονάχα έκλαιγε όταν δεν έπαιρνε αυτό που ήθελε και κοπανούσε όποιον κι όποια δεν κάθονταν καλά. Τώρα, κοινωνικά κατασκευάσματα σαν είμαστε, έχουμε αυξημένες στρώσεις εαυτών, που είναι και δεν είναι εμείς οι ίδιοι.
Μα υπάρχουν κάποια ερωτήματα, που αναλόγως τις συνθήκες, μπορούν σαν κοφτερά μαχαίρια να κόψουν με μια κίνηση όλες τις στρώσεις του κρεμμυδιού, ακόμη και τον πυρήνα του είναι μας, βγάζοντάς το στην επιφάνεια της προσοχής.
Από την άλλη σκέφτομαι, ίσως να μην είναι ο πρώτος άνθρωπος το μικρό παιδί, σχεδόν μωρό, που υπήρξαμε. Ίσως πέρα και πίσω απ’όλα να κρύβεται η τεράστια πληροφορία που κουβαλά το γονίδιό μας. Ίσως αυτή να αναζητούμε. Ίσως αυτή να μας οδηγεί σε ασυνείδητο και βαθύ επίπεδο, κι ό,τι σκαρφιζόμαστε συνειδητά να’ναι σχεδόν ένα τίποτα από όσα συμβαίνουν μέσα στον καθένα και την καθεμιά μας.
Ίσως πάλι, να μην ξέρω τι λέω, που είναι και το πιθανότερο. Ούτε ψυχολόγος είμαι, ούτε βιολόγος. Ούτε φιλόσοφος, ούτε και ποιητής. Με το ζόρι καταφέρνω να’μαι ένας άνθρωπος σαν όλους τους άλλους και με τα ερασιτεχνικά εργαλεία της σκέψης μου επιδιώκω να με μάθω καλύτερα, άρα να μάθω καλύτερα και τον καθένα. Δεν ξέρω πώς προέκυψε η ιδέα αυτή, μα πιστεύω ότι ο άνθρωπος, επί της ουσίας, δε διαφέρει. Γι’αυτό, και για να μάθουμε τον λεγόμενο άλλο, δε χρειάζεται να τον εξετάσουμε εξονυχιστικά, μα πρώτα και κύρια να βυθιστούμε μέσα μας, ειδικά κάτι τέτοιες ζεστές και φεγγαρόλουστες νύχτες.
Κάθε άνθρωπος, αποτελεί έναν κόσμο ολόκληρο. Το ίδιο και κάθε μορφή ζωής. Αν η ζωή κατοικεί μέσα μας, και είναι η κυριότερη, αν όχι η μόνη, δύναμη που μας χαρακτηρίζει, τότε η ζωή κατοικεί σε αμέτρητα σύμπαντα που το κάθε ένα έχει το δικό του μάτι, τη δική του καρδιά και ψυχή.
Κάθομαι και γράφω, πρώτα και κύρια για να βγάλω έστω και μια σκέψη από μέσα μου που δεν κατάφερε να αγκυροβολήσει στη συνείδησή μου. Ο ποταμός των σκέψεων καθημερινά εκβάλλει στη θάλασσα της συνείδησης αμέτρητα μικροκύματα, ροές πνεύματος που έρχονται για να γεμίσουν το κεφάλι. Μα μόνο σα γράφω, καταφέρνω να ψαρεύω με το καλάμι των γραμμάτων, σκέψεις που ίσως κάτι να’χουν να μου πουν, που διαφορετικά μπορεί και να χανόντουσαν εντός μου.
Το γράψιμο, γίνεται έτσι και μια μορφή διαλογισμού που κάνει το μάτι να στραφεί εντός του.
Κάπως, κάπου, κάποτε, ήρθα σε αυτό τον κόσμο. Από την ανυπαρξία, στην ύπαρξη, και αισίως στην ανυπαρξία και πάλι. Κι όμως, ερχόμενος, βλέποντας και ετοιμάζοντας να φύγω κάποια στιγμή στο μέλλον, τι θα είναι αυτό που κατάλαβα από αυτή τη διαδρομή που λέμε ζωή; Το να αφήσω κάτι πίσω, ίσως να’ναι η μέγιστη κίνηση για μια κάποια λύτρωση. Ένα παιδί, ένα βιβλίο, ένα έργο που θα ευνοήσει τους άλλους. Μπορεί αυτό να’ναι όλο κι όλο το παιχνίδι;
Από την άλλη σκέφτομαι επίσης ότι είμαστε χωμάτινοι, και λίγο σκατένιοι, άνθρωποι και πως είμαστε το κατεξοχήν παράδειγμα πως η ύλη μπορεί να μετατραπεί σε πνεύμα. Τρώω κάτι αντλώντας ενέργεια για να συνεχίσει το σώμα να υφίσταται, όχι για να επιβιώσω απλά, να αναπαραχθώ και να κυριαρχήσω. Όχι, αυτά είναι τα πρώτα στάδια, που μοιραζόμαστε με όλα τα ζώα. Μα ο άνθρωπος, με ανεπτυγμένη τη συνείδησή του, ξεκλειδώνει κι άλλες δυνατότητες ύπαρξης, ας πούμε τη φιλοσοφική και την πνευματική. Έχουμε την τάση να προβληματιζόμαστε και καταλήγουμε στη φιλοσοφία, όπως επίσης έχουμε και την τάση να παράγουμε λόγο, κατασκευάζοντας εκ του μηδενός πνεύμα. Είμαστε ύλη που δημιουργεί πνεύμα.
Ελπίζω, όπως και πιστεύω, ότι με τον θάνατο όλα τελειώνουν, όλα ησυχάζουν. Ό,τι μας τριβελίζει το μυαλό πάει μια για πάντα στο βρόντο, κι αν και δεν είμαστε εκεί ή εδώ για να χαρούμε με τη γαλήνη του νου, τουλάχιστον σταματούμε να πονούμε. Ναι, σταματούμε και να χαιρόμαστε επίσης. Αλλά το να ζεις σημαίνει κατά κύριο λόγο να πονάς. Οι στιγμές ευτυχίας που έχουμε την τύχη να βιώνουμε μια στο τόσο, είναι οι ντόπες για να συνεχίζουμε να υπάρχουμε. Δεν πιστεύω όμως ότι το κύριο στη ζωή είναι η ευτυχία. Η ευτυχία, όπως και ο πόνος, δεν είναι άλλο παρά μέσο. Μέσο που μας συντηρεί στη ζωή. Αν μένουμε στη ζωή, τότε είναι γιατί κάτι μέσα μας μας ωθεί σε κάτι ανώτερο, ή καλύτερα ευγενικότερο, από την ευτυχία.
Εκεί που έχω καταλήξει είναι ότι ο άνθρωπος θέλει να γνωρίζει. Και θέλει να γνωρίζει την αλήθεια, όχι τα ψέματα. Ίσως μόνο τότε να μπορούμε πραγματικά να κατακτήσουμε τον κόσμο, όταν φτάνουμε κοντύτερα στο να τον καταλάβουμε. Καταλαβαίνοντας τον κόσμο, φωτίζεται το πνεύμα μέσα μας και η αίσθηση που αποκτούμε, δεν είναι ευτυχία βασισμένη στην ντοπαμίνη, αλλά γαλήνη απέναντι στην αγωνία της ύπαρξης. Ο μεγαλύτερος φόβος, αυτός του θανάτου, καταπραΰνεται, κι εμείς, σε ασυνείδητο επίπεδο, καθησυχαζόμαστε και γαληνεύουμε. Ίσως σοφία στη ζωή του ανθρώπου να’ναι η απόκτηση αυτής της γνώσης, όχι με διανοητικό τρόπο, που τείνει να αναβοσβήνει μέσα μας κάνοντάς μας μια να τη θυμόμαστε, μια να την ξεχνούμε. Όχι, η γνώση αυτή πρέπει να αποκτάται μόνο μέσω της βιωμένης ζωής, της ζωής που περπατήσαμε μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Το κακό είναι ότι ο άνθρωπος δεν έχει τόσες ευκαιρίες όσες θα έπρεπε για περισυλλογή κι αναστοχασμό, κι άρα, την εμπειρία της ζωής που μπορεί να τον εξυψώσει, την αφήνει να πάει στράφι, αφήνοντας το πνεύμα του στα κάτω-κάτω, χαμηλά ράφια του πνεύματος.
Ποιο είναι εν τέλει το κρίμα της ζωής;
Το να μην τη ζήσεις;
Το να μην την καταλάβεις;
Το να μην αφήσεις κάτι πίσω σου, έστω και μια υπογραφή πάνω σ’έναν βράχο που χτυπιέται αλύπητα απ’τα κύματα;
Το κρίμα της ζωής είναι να μη ζήσεις καταλαβαίνοντας τον εαυτό σου, φτάνοντας στον πυρήνα της ύπαρξής σου κι αφήνοντας εκεί ένα στίγμα με το αρχικό άλφα από την λέξη Άνθρωπος, που είναι η απάντηση για κάθε ερώτημα, όσο χαζό ή περίπλοκο κι αν είναι αυτό.
Αφιερώνω αυτές τις σκέψεις στο φεγγάρι που φώτισε όσο μπορούσε μέσα μου για να με δω λίγο καλύτερα, έστω και μέσα στα σκοτάδια.

Την ώρα του φεγγαριού, το παιχνίδι με το ασημένιο του φως, δίνει μια σειρά από σκέψεις, που κατεβαίνουν αργά και βαθιά στο λογισμό και στην καρδιά μας.
Σε απολαμβάνω με αυτούς τους στοχασμούς, Θανάση, είναι ένας θησαυρός αλλά και μια σπάνια διαδικασία για σημερινούς ανθρώπους.
Την καλησπέρα μου.
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Χαίρομαι που σου άρεσε αυτό το βύθισμα Γιάννη!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!