Στέκεσαι δίπλα στον Βεζούβιο
Χτισμένη πάνω στους βράχους της λάβας του
Καις κι εσύ όπως αυτός
Έτοιμη να σκάσεις
Με μια έκρηξη ζωής
Λαζάνια οι στρώσεις της πόλης σου
Θα σκορπιστούν στον αέρα
Τι να κάνει τους Ναπολιτάνους αυτό που είναι; Ένας λαός που ζει στα άκρα, δεν μένει όπως άλλοι κι άλλοι στο απλά υπάρχω. Πήγα τουρίστας στην Νάπολη, ή Νεάπολη, για λίγες μέρες, κι έμεινα άναυδος από το τι θα μπορούσε να σήμαινε το ρήμα ζω. Ξέρω ότι παλιότερα ήταν πιο έντονη η ζωή και στην Ελλάδα, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ να’ναι τόσο ζωηρή. Η απόλυτη σύνδεση που φαίνεται να’χουν οι Ναπολιτάνοι με το συναίσθημα, τους κάνει πιο φυσικούς στην κίνηση, στην έκφραση, στην εκδήλωση του είναι μέσα τους. Κι αυτή η διαπίστωση με έκανε να σκεφτώ, πόσο πολύ έχει εκλείψει η ζωή μέσα σε εμένα και σε πολύ κόσμο που αντικρίζω καθημερινά.
Αλλά και πάλι, τι κάνει τους Ναπολιτάνους τρελούς;
Να’ναι η ζωή δίπλα σε ένα ηφαίστειο; Η υποσυνείδητη σκέψη ότι μια μέρα μπορεί να γίνουμε Πομπηία; Να ξυπνήσουμε μέσα στον θάνατο που θα μας φέρει η τέφρα; Παράξενη κατάσταση. Τελικά, σε τι βαθμό επηρεάζει τον άνθρωπο η εκάστοτε κατάσταση με τις εκάστοτε συνθήκες της;
Είμαι σίγουρος ότι δεν μπορείς να βάλεις Ναπολιτάνο να ζήσει και να ζήσει χαρούμενα εκτός Νάπολης, κι αντίστοιχα, δεν μπορείς να βάλεις μη Ναπολιτάνο να ζήσει στην Νάπολη και να αντέξει εύκολα. Οι άνθρωποι είμαστε σπόροι που φυτρώνουν, μεγαλώνουν και προσαρμόζονται στις συνθήκες του περιβάλλοντός τους. Αν μεγαλώσεις στην Νάπολη, είσαι ένα σπάνιο ηφαιστειακό φυτό που δύσκολα θα πιάσει αλλού. Έτσι κι όλοι εμείς, οι μη Ναπολιτάνοι που μεγαλώσαμε σε άλλα περιβάλλοντα, δεν είμαστε ανθεκτικοί για τη ζωή πάνω στην τέφρα.
Μόνο αν κάποιος επισκεφθεί την Νάπολη, και βιώσει τον εαυτό του εκεί πέρα, θα καταφέρει να καταλάβει αυτό που λέω. Με λέξεις άλλωστε λίγα πράγματα μπορούμε να επικοινωνήσουμε. Σαν το βίωμα, δεν έχει. Οι λέξεις απλά μας ενημερώνουν για κάτι, κι ίσως μας καλούν σε πράξεις. Στην καλύτερη.
Πήγα και στην Πομπηία, είδα πώς είναι να περπατάς με το ταίρι σου στα δρομάκια μιας αρχαίας πόλης. Θάφτηκε κάποτε, είκοσι αιώνες πριν, κάτω από τη στάχτη του Βεζούβιου. Την βρήκανε, την καθάρισαν και μας την έδωσαν πιάτο να τη γευτούμε. Είναι τόσο παράξενο να βλέπεις τρισδιάστατα αυτά για τα οποία έχεις διαβάσει, τα κτίρια, τις τοιχογραφίες, τα χρώματα, τους κήπους, την αγορά και το αμφιθέατρο. Μα είναι ακόμη πιο παράξενο να έχεις μπροστά σου, στο ένα μέτρο, σώματα που έγιναν πέτρες, ανθρώπων που κάποτε είχανε ζωή, αίμα και πνεύμα να κυλά μέσα τους. Πώς είναι άραγε να σε βρίσκει έτσι ο θάνατος; Μέσα στον ύπνο; Μέσα στην αγκαλιά του αγαπημένου σου ανθρώπου; Καλύτερα να μη μάθουμε ποτέ.
Τουρίστας για άλλη μια φορά. Ή τουλάχιστον με άλλα ρούχα και διάθεση, γιατί στο τέλος της μέρας, όλοι τουρίστες είμαστε στη ζωή. Γιατί μας αρέσει τόσο ο τουρισμός; Γιατί τον έχουμε ανάγκη; Πίτσα και καφέ μπορούμε να πιούμε και στη χώρα μας, και στο σπίτι μας, αλλά εμείς μπαίνουμε στη διαδικασία να κλείσουμε εισιτήρια, δωμάτιο, να πάρουμε άδεια για να πάμε κάπου. Γιατί τόση τρέλα με τον τουρισμό;
Πάνω στο αεροπλάνο, την ώρα του βουητού, κάτι μέσα μας βαθιά λέει, επιτέλους. Επιτέλους να πάρουμε μια ανάσα, να αλλάξουμε παραστάσεις, να νιώσουμε ζωντανοί, ζωντανότατοι. Να ξεφύγουμε από τις υποχρεώσεις μας, τους ανθρώπους μας, τη ζωούλα μας, και να βρεθούμε ξένοι ανάμεσα σε ξένους, με μόνο στόχο να αντλήσουμε ερεθίσματα, να ξοδέψουμε όσο περισσότερα χρήματα γίνεται, κάτι σαν να λέμε τη ζωή μας, σε πράγματα που’χουν νόημα, ή μπορεί και όχι. Τι κάνει τον άνθρωπο μέσα στην καθημερινότητά του να ονειρεύεται μια στάση απ΄τη ζωή του; Γιατί υπάρχει αυτή η ανάγκη;
Είναι ωραίο να γίνεσαι τουρίστας, έστω και λίγο παραπάνω, μια στο τόσο. Είναι τόσο αναζωογονητικό. Αλλά γιατί;
Γιατί νιώθουμε να μας πνίγει η καθημερινότητα;
Να’ναι οι πολλές ώρες που δουλεύουμε; Να’ναι οι μετακινήσεις; Οι μικροδουλειές που καταπίνουν το χρόνο μας; Στο τέλος χάνουμε τη δύναμή μας για αυτοέλεγχο, ξοδεύουμε τον ελάχιστο χρόνο που αγοράζουμε για εμάς, σε χαζομάρες κάθε λογής. Δεν περνούμε χρόνο με το μέσα μας, ατροφεί η σύνδεση και χάνεται η ευκαιρία να μάθουμε ποιοι είμαστε και ποιοι δεν είμαστε. Και χάνοντας την ευκαιρία αυτή, μας βάζουμε για τα καλά τη θηλιά, γιατί έπειτα δυσκολευόμαστε να είμαστε αυτόνομοι άνθρωποι, με συναισθήματα και σκέψεις, με ζωή, απέναντι στον κόσμο.
Η καθημερινότητα ρουφά όλο μας το είναι κι αφήνει ένα κουφάρι μόνο, ένα κουφάρι που σέρνεται δεξιά κι αριστερά, νομίζοντας πως κάπου πάει, αλλά στο τέλος πουθενά δεν καταλήγει. Στοχεύουμε στα δέκα χιλιάδες βήματα γύρω από ένα τίποτα. Σκάβουμε με τα δόντια μας τον λάκκο στον οποίο θα θαφτούμε. Βάζουμε στο ναό του σώματος και του πνεύματός μας όλα τα σκουπίδια, άκριτα, αστόχαστα, ξεδιάντροπα.
Και μέσα στην ζάλη μας, στην παραζάλη μας, διαβάζουμε, στην καλύτερη, ένα τέτοιο ποστ και λέμε, ναι ε!, πόσο πάνε τα εισιτήρια για Νάπολη;
Θα ήθελα η ζωή να’ναι κάτι τελείως διαφορετικό, μου φαίνεται τόσο ανούσιο όλο αυτό το κυνήγι του τίποτα, του μηδενός. Είναι σαν να αυτοκτονούμε όλοι μαζί, λίγο λίγο κάθε μέρα. Στο τέλος, την ύστατη στιγμή, δεν έχει μείνει τίποτα για να πεθάνει, γιατί όλη η ζωή μέσα στον άνθρωπο χάνεται στην πορεία. Μόνο το σώμα του αποσυνδέεται μια για πάντα, φτου ξελευθερία!, από την ύπαρξη.
Αυτοκτονούμε συλλογικά, πετσοκόβοντας το είναι μας κάθε μέρα, κι ενώ όλοι το νιώθουν και το διαισθάνονται, λίγοι έχουν τη δύναμη να ανοίξουν τα μάτια και να δουν την πραγματικότητα καθαρότερα, όπως αυτή είναι, και να βάλουν τις σωστές λέξεις στη σωστή σειρά για να φτάσουν στην κατανόηση. Την κατανόηση που λέει ότι ζούμε τη ζωή μας λάθος, ότι υπεύθυνοι είμαστε εμείς, ότι φτιάξαμε συστήματα που μας τρώνε ολόκληρους, ότι απέχουμε τόσο από τη φύση μας.
Στο ταξίδι ξεκίνησα το Homo Educandus του Λιαντίνη. Είναι βιβλίο που μου δώρισε ένας αδερφικός φίλος. Έγραψε μέσα, ευαγγέλιο. Είχα δει βίντεο, σχεδόν όλα, από τις ομιλίες του Λιαντίνη στο YouTube, αλλά όταν έπιασα για πλάκα την Γκέμμα, την άφησα κάτω κι έκανα σαν να μη συνέβη τίποτα. Διαβάζοντας τον Λιαντίνη, απορώ τι γλώσσα μιλάω. Είναι άραγε ελληνικά όλα αυτά; Όλα τα γράμματα κι λέξεις, τα νοήματα, είναι όντως στα ελληνικά; Νιώθω ότι το επίπεδό μου στην μητρική μου γλώσσα είναι το Β2. Άντε το πολύ πολύ να’ναι Γ1. Η γλώσσα του Λιαντίνη βέβαια, δεν είναι ελληνική απλά, αλλά είναι μια άλλη, δική του, είναι τα ελληνικά του Λιαντίνη, όπως υπάρχουν και τα ελληνικά του Καζαντζάκη. Ο μόνος τρόπος να τα καταλάβεις, είναι να τους δοθείς, αν διαβάζεις τα κείμενά τους, μια, δυο, τρεις φορές, κι ό,τι καταλάβεις. Και στα αγγλικά άλλωστε το ίδιο κάνω. Διαβάζω και προσπαθώ να πιάσω το νόημα. Είμαστε εμείς πολύ χαζοί; Είναι αυτοί πολύ έξυπνοι; Ισχύουν και τα δυο; Καθώς ξεκίνησα να γράφω, προσπαθούσα να βάλω την καταλληλότερη, πιο ωραία, πιο διανοουμενίστικη λέξη που μπορούσα στις προτάσεις μου για να τους ανεβάσω το επίπεδο. Μέχρι που, ευτυχώς, μια μέρα, διάβασα στον Τολστόι την προτροπή του να γράφεις απλά για να σε καταλαβαίνει ο λαός. Κι όντας λαϊκός κι αγράμματος, αμόρφωτος ο ίδιος, ακολούθησα τη συμβουλή του. Το είναι μπορεί να εκφράζεται και με χίλιες λέξεις, και πάλι να καταφέρνει να φτάνει σε βαθύτατα νοήματα, τίποτα δεν το σταματά. Σοφή η σκέψη του να κάνεις την αδυναμία σου δύναμη. Αφού δεν μπορώ να γράψω υψηλά, εκφράζομαι ρηχά, για να φτάσω βαθιά. Του ύψους και του βάθους ακρότατα και κάπου εκεί, ανάμεσα, αναμασώ τα λόγια μου.
Ο Λιαντίνης, από τα λίγα που σκαμπάζω, δεν έχει αναγνωριστεί από τους υψηλούς κύκλους όσο θα έπρεπε. Μόνο εμείς, οι αμόρφωτοι φτωχούληδες του Θεού τον αγαπάμε τόσο. Κι ας μην καταλαβαίνουμε τι μας λέει ακριβώς, φτάνει που μας μίλησε με το ηχόχρωμα της φωνής του και με τις πράξεις του. Γιατί, όσο καλός φιλόσοφος κι αν είσαι, όταν πεθαίνεις στη σάπια πολυθρόνα σου, μην έχεις κι απαιτήσεις να σε σεβαστούμε το ίδιο. Το να αυτοκτονεί ο άνθρωπος, αρκεί να’ναι φιλοσοφημένος, είναι η ύψιστη κίνηση ελευθερίας. Μια πράξη που βάζει στάμπα στα όσα πιστεύει. Ποιος έχει τη δύναμη να κάνει κάτι τέτοιο; Εγώ πάντως, όχι.
Μιλά στο βιβλίο ο Λιαντίνης για το ιδεώδες του εσθλού ανθρώπου. Εσθλός είναι ο άνθρωπος που ζει στο είναι του. Ο αληθινός, πραγματικός άνθρωπος, αυτός που ζει τη ζωή του, με τρόπο φυσικό, όσο περισσότερο γίνεται. Άμεση επαφή συναισθήματος και σκέψης, άμεση επαφή με τους νόμους της φύσης, κι ισορροπία ανάμεσα σε όλα. Κάποτε η αγωγή του εσθλού υπήρξε, ήταν στις αρχές του πέμπτου αιώνα π.Χ., αποτέλεσμα αυτού ήταν τα κύματα πνεύματος που προέκυψαν αργότερα, όλο τον πέμπτο και τέταρτο αιώνα. Από εκεί και πέρα το χάος. Ήρθε κι ο χριστιανισμός κι αναποδογύρισε το σύστημα αξιών, και πάρ’τον εσθλό κάτω. Εμείς τώρα είμαστε απλά εργάτες ή στην καλύτερη εργαζόμενοι. Καταναλωτές, μια στο τόσο ψηφοφόροι. Που και που εραστές, κι αν γίνουμε γονείς είμαστε σκάρτοι. Που χρόνος, που δύναμη, που σοφία, για τον άνθρωπο να’ναι άνθρωπος. Κι όμως, όταν με ρωτούσαν μικρό τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις, ήταν ένα διάστημα που έλεγα ότι θέλω να γίνω άνθρωπος. Τι να εννοούσα άραγε;
Μια άλλη ιδέα για την οποία νιώθω παράξενα είναι η ισότητα. Ο Λιαντίνης αφήνει να εννοηθεί ότι δεν πιστεύει στην ισότητα. Να το ερμηνεύω άραγε λάθος; Εγώ πάντως που νιώθω αδύναμος, μια χαρά μου αρέσει η ισότητα. Αν ήμουν δυνατός, ίσως και μην την ήθελα. Τι δείχνει κι αυτή η θέση μου για μένα πάλι; Είναι τόσο αφύσικη η ισότητα; Κι όμως, είμαστε όλοι άνθρωποι. Εκτός κι αν κάποιοι είναι λιγότερο ανθρώπινοι από άλλους.
Το κείμενο αυτό δε γράφτηκε για την Νάπολη, αλλά με αφορμή την Νάπολη. Οι Ναπολιτάνοι είναι πιο ζωντανοί από εμάς. Κακά τα ψέματα. Ίσως είναι πιο φυσικοί. Ίσως δε δίνουν σημασία σε όσα δίνουμε εμείς. Είναι πιο ξένοιαστοι, ζούνε στη στιγμή, αφήνουν το συναίσθημα να τους συνεπάρει. Εμάς μας έχουν φάει οι σκέψεις, για το παρελθόν, για το μέλλον, και μένουμε με το χέρι άδειο, έχει φύγει η άμμος, στο τέλος της μέρας. Αν οι Ναπολιτάνοι είναι πιο φυσικοί, κι άρα πιο ζωώδεις, μήπως γίνονται και πιο θεϊκοί ταυτόχρονα; Μήπως η λογική που έχει επικρατήσει τους τελευταίους αιώνες, έχει απλά επιβληθεί στο συναίσθημα; Γιατί τη βλέπουμε όμως ως το ύψιστο καλό, όταν στο τέλος τέλος κι αυτή στρέφεται εναντίον μας;
Είμαστε το σώμα της ανθρωπότητας
Δισεκατομμύρια κύτταρα-άνθρωποι
Συνεισφέρουμε με τη ζωή μας
Έχουμε απειροελάχιστο, μα μετρήσιμο αποτύπωμα
Νιώθουμε ταυτόχρονα μηδενικά μα και μονάδες
Μηδέν και άπειρο
Είναι και μη-είναι
Εμείς, σαν άλλο εκκρεμές
Μια στο εδώ
Μια στο εκεί
Ταλαντευόμαστε στο παρόν μας
