10 Χρόνια Γραφής

Νερό που κυλά ο χρόνος
Κυλά γάργαρος, μελωδικός
Με μελωδία φυσική
Φυσικός κι ο χρόνος
Χρόνος, ο ωκεανός που πάνω του επιπλέει η ύπαρξη
Ύπαρξη που χτενίζει το είναι της
Ένα είναι που πάει κόντρα σε όλες τις πιθανότητες
Κόντρα σε όλα τα βάρη
Σε όλες τις δυνάμεις
Όλα τα αδιέξοδα

Ήμουν ένα μελαγχολικό παιδί που ένιωθε το θυμό και την οργή μέσα του να σιγοβράζουν. Ζούσα σε έναν κενό χώρο, εσωτερικό, κενό νοήματος, κι έψαχνα για κάτι, έψαχνα κάτι να πιαστώ, να τραβήξω τον εαυτό μου στην επιφάνεια της ζωής, να αντικρίσω τον ήλιο, να ζεσταθώ, να νιώσω κι άλλες δυνάμεις μέσα μου να θεριεύουν.

Ήθελα να είμαι κάτι, να είμαι κάποιος, να γίνομαι. Ήθελα να εκφράζομαι, να μιλώ, να διεκδικώ τον χώρο μου. Θυμάμαι πόσο μου άρεσε στις παρέες να είμαι το επίκεντρο της προσοχής, να’χα τις συνειδήσεις των άλλων προσανατολισμένες πάνω μου, και μέσα από το χρόνο που τους έκλεβα, κάπως, να νιώθω ότι αξίζω κάτι.

Ποτέ δεν αναγνώρισε κανείς αυτό που ήμουν, αυτό που μπορούσα να γίνω. Πάντα ένιωθα μόνος, κι ας μην ήμουν τόσο μόνος όσο νόμιζα. Δεν ξέρω γιατί, ακόμη ψάχνω να το μάθω, έτσι μεγάλωσα.

Ήθελα να διεκδικώ τα αυτιά των άλλων, μα όσο μεγάλωνα, τόσο καταλάβαινα πως έπρεπε κάτι καλό να έχω να πω, όχι μπούρδες, όχι αστεία, όχι καφριλίκια, κι έτσι, λόγω αυτού του κινήτρου, οδηγήθηκα στον κόσμο της διανόησης, τον κόσμο της σκέψης.

Στην αρχή διάβαζα άρθρα, έπαιρνα ιδέες, πήγαινα και τις ξεφούρνιζα στους άλλους κι έκανα τον έξυπνο. Ήμουν, κι ίσως είμαι ακόμη, πολύ εγωιστής. Δίχως να ξέρω γιατί, είχα ένα πολύ μεγάλο Εγώ να ταΐζω. Διάβαζα άρθρα, με τις ώρες, είχα βρει σελίδες που με τροφοδοτούσαν για τα καλά. Ξεκίνησα στην πορεία και τα βιβλία, εκεί μέσα βρήκα ακόμη περισσότερη σοφία, ώριμες και μεστές ιδέες από τις οποίες μπορούσα να αντλήσω πληροφορία, που πολλές φορές ανεπεξέργαστη, έτρεχα με γεμάτα χέρια να τη μοιραστώ με τον κόσμο.

Κι όσο διάβαζα, κι όσο μίλαγα, τόσο άρχιζε να μεγαλώνει μια φωνή μέσα μου, διαφορετική από αυτή που είχα στις κοινές ομιλίες. Είχε ξεκινήσει μια διαδικασία αφύπνισης, μια συνειδητοποίηση, η οποία δεν άργησε να εκδηλωθεί. Στην αρχή, έγραφα προτάσεις δεξιά κι αριστερά, μικρές παραγράφους, ενώ με βοηθούσανε και τα μηνύματα, ίσως αυτά με την πρώτη μου κοπέλα περισσότερο, γιατί εκεί έμαθα να εκφράζω και τα συναισθήματα.

Σα χωράφι, μέσα από ασύνειδες κινήσεις, με όργωνα και με έσπερνα. Κι ώσπου μια μέρα, σαν σήμερα, στις 30 Αυγούστου του ’14, κάτι μέσα μου με πρόσταξε στο να πειραματιστώ. Διάβαζα θυμάμαι πολλά άρθρα από έναν ιστότοπο, και έτυχε κάποιες φορές μερικά από αυτά να είναι άρθρα απλών ανθρώπων, σαν κι εμένα, κι έτσι σκέφτηκα ότι θα ήθελα κι εγώ να δω τις σκέψεις που με κατέκλυζαν διατυπωμένες με αυτόν τον τρόπο. Κι έτσι κάθισα κι έγραψα.

Δέκα χρόνια, λοιπόν, συμπληρώνονται σήμερα από το πρώτο μου κείμενο. Ένα κείμενο στο οποίο δεν καταλάβαινα τι έκανα, που δεν ήξερα καν τι τίτλο να του δώσω, κι έτσι το ονόμασα Ό,τι του φανεί. Το έγραψα στα γρήγορα και το έστειλα στον ιστότοπο. Και οι διαχειριστές το δημοσίευσαν. Κι εγώ ένιωσα μια ευφορία που δεν είχα νιώσει ως τότε. Ήταν η πρώτη μου δημιουργία. Τόσο εύκολο, τόσο απλό, έγραφες κάτι, το δημοσίευες και ένιωθες μια χαρά διαφορετική από τις άλλες. Έκφραση. Μοίρασμα. Επαφή. Και στο βάθος;

Μετά άρχισα να πειραματίζομαι ακόμη περισσότερο. Έγραφα όποτε το είχα ανάγκη. Δεν ξανάστειλα στον ιστότοπο. Πλέον μοιραζόμουν τα κείμενα και τις σκέψεις μου στο facebook. Ήξερα ότι δεν ήταν το καταλληλότερο μέσο για κάτι τέτοιο. Κάθε κείμενο χανόταν σιγά σιγά στο προφίλ μου. Ήθελα για χρόνια να φτιάξω ένα μπλογκ για να τα φιλοξενώ όλα μέσα. Έγραφα, με μάθαινα. Πέρασαν τα χρόνια. Μετά από ένα κείμενο με τίτλο Οδύσσεια Φύση, με επισκέφθηκε για πρώτη φορά ο θάνατος, παίρνοντας τον θείο μου. Σταμάτησα να γράφω και δεν ήξερα αν θα το ξανακάνω ποτέ. Έπειτα από ενάμιση χρόνο επανήλθα πιο σοβαρός. Έκανα το πρώτο μου μπλογκ, τον Ρέμπελο, το δούλεψα λίγο, δε μου άρεσε τόσο κι έτσι σταμάτησα. Έκανα και δεύτερο διάλειμμα, πάλι αρκετά μεγάλο, για ένα χρόνο μέχρι που επανήλθα με δυο κείμενα στο facebook. Ξανάνιωσα τη χαρά της έκφρασης και δημιουργίας, κι έτσι δεν άργησε να προκύψει το παρόν μπλογκ, ο Στοχαστής, με ένα κείμενο που ακούει στον τίτλο Ανάσταση Προσωπική.

Δέκα χρόνια τώρα γράφω, και είναι φορές που νιώθω τρελός. Ένας τρελός που πατάει κουμπιά στην τύχη. Τις περισσότερες φορές είμαι χαμένος μέσα στο κεφάλι μου. Τα κείμενα είναι μακροβούτια στα απύθμενα νερά της ψυχής μου. Πάντα έχω μια αίσθηση για το θέμα, έναν στόχο να φτάσω κάπου στο τέλος, μα ποτέ δεν ξέρω τι θα βγει από μέσα μου, τι θα μου φέρει η βουτιά μου. Είναι σαν να΄μαι ψαροντουφεκάς. Βουτώ, δίνω χεριές, πάω βαθιά, όσο αντέχουν τα πνευμόνια μου κι όχι οι μπουκάλες, και ψάχνω εκεί κάτω να βρω όλα όσα δεν ξέρω πως υπάρχουν. Επιστρέφω πίσω, πότε με ένα-δυο πράγματα, πότε με γεμάτα τα χέρια, ποτέ μα ποτέ με άδεια. Και αντικρίζω όλος έκσταση τα νέα μου ευρήματα. Τι μαγεία!

Όσο έγραφα, τόσο έβλεπα ότι η ανάγκη μου να κάνω πραξικόπημα στα αυτιά των άλλων μειωνόταν. Αφού τα έλεγα κάπου, δεν υπήρχε λόγος να πρήζω τον κόσμο. Πλέον, προσπαθώ να πρήζω μόνο όσους θέλουν να πάρουν μια γεύση του να βρίσκεσαι στο κεφάλι μου διαβάζοντας αυτά τα γραπτά. Επίσης, τον τελευταίο χρόνο κάνω συνεδρίες με ψυχολόγο, οπότε έχω βρει έναν άνθρωπο που αντέχει να τον πρήζω κι ας μου στοιχίζει λίγο.

Τι παράξενοι που είμαστε οι άνθρωποι! Τι παράξενα συστήματα!

Έχω γράψει σχεδόν 240 κείμενα, άλλα μεγαλύτερα, άλλα μικρότερα, αρκετά από αυτά είναι απλά ποιήματα, τις ώρες που βαριέμαι. Είναι γύρω στις 290 χιλιάδες λέξεις, νομίζω. Ας πούμε έναν τόμο χιλίων σελίδων. Τι λέω μέσα σε όλες αυτές τις σελίδες;

Λέω τον πόνο μου, μοιράζομαι συναισθήματα, σκέψεις, ιδέες, όνειρα, εφιάλτες, οράματα, ουτοπικά και δυστοπικά. Και τι καταλαβαίνω;

Ο άνθρωπος φοβάται περισσότερο απ’όλα τον θάνατο. Υπάρχει ένα ανοιχτό παράθυρο στο λογισμικό του κεφαλιού μας που δεν κλείνει ποτέ, κι έχει στόχο να μας κρατήσει στη ζωή. Δεν τρώει τόση ενέργεια, υπάρχει αλλά δε βαραίνει αισθητά το σύστημα. Όταν κάνουμε έρωτα, όταν εκφράζουμε το είναι μας, φτάνουμε κοντά στην αυτοπραγμάτωση. Τότε είναι που το παράθυρο αυτό, έρχεται μπροστά στην προσοχή μας, όχι τη συνειδητή μα την υποσυνείδητη και βλέπουμε άλλη μια γραμμή να προστίθεται στο loading που κάνει ο θάνατος.

Όταν γράφω, όπως όταν κάνω έρωτα, νιώθω καλά γιατί νομίζω πως ξεγελώ τον θάνατο. Ξέρω ότι θα πεθάνω, ναι. Μα το να δημιουργεί ο άνθρωπος, είναι το αντίδοτο στο φόβο του θανάτου. Με κάθε μου κείμενο, νιώθω καλύτερα, γιατί μέσα σε όλα, νιώθω ότι είμαι πιο έτοιμος να πεθάνω. Τα κείμενα αυτά στα οποία εντυπώνεται η ψυχή μου δε λένε τίποτα άλλο από το ότι έζησα. Ήρθα εδώ στην ύπαρξη, μεγάλωσα, μέστωσα σα σωστός καρπός, κι ετοιμάζομαι για το κόψιμο. Με τα γραπτά μου αποδεικνύω ότι υπήρξα. Αυτό με ηρεμεί. Με κάθε κείμενο, έρχομαι κοντύτερα στον θάνατο, τον φοβάμαι λιγότερο, νιώθω πιο έτοιμος να πω το αντίο.

Κι έμαθα τόσα πολλά! Δέκα χρόνια γραφής, με τόσες προσπάθειες να εκφράσω το ανείπωτο, πόσες φορές δε βρέθηκα προ εκπλήξεως! Όσοι με ξέρουν, γνωρίζουν ότι δεν μπορώ από κοντά να εκφραστώ με τον τρόπο που το κάνω στα γραπτά. Πραγματικά, παίρνει τη σκυτάλη μια άλλη φωνή, η οικουμενική, η πανανθρώπινη, η φωνή της ίδιας της ζωής, το υπερεγώ, αν το αντιλαμβάνομαι σωστά. Ανοίγω το μυαλό μου και βρίσκει πόρτες ξεκλείδωτες για να βγει το υποσυνείδητο και να μου πει κάτι. Ο βαθύτερος εαυτός μου μου επικοινωνεί πράγματα που’χω πραγματικά ανάγκη να ακούσω.

Η γραφή, είναι ένα δώρο.

Ακόμη κι αν γράφει κάποιος απλά στο ημερολόγιό του, δίνει στον εαυτό του τη δυνατότητα να εκφραστεί με τρόπο που είναι δύσκολο να το κάνει αλλιώς.

Γράφω, γράφω, γράφω, νιώθω ότι η ψυχή μου δεν έχει πάτο. Βαθιά ψυχή, ψυχή βαθιά. Όπως όλων των ανθρώπων. Γράφω, γράφω, γράφω, δεν ξέρω τι ακριβώς κάνω, μα βρίσκω τη δύναμη να πω πράγματα που φοβάμαι, τα φοβάμαι πραγματικά. Διαβάζοντάς με κανείς, πέρα από τρελό, μπορεί να με πει και αφελή, που κάθομαι και μοιράζομαι τόσο ενδόμυχες σκέψεις. Πώς γίνεται κανείς να βγάζει την ψυχή του και να την ξεψειρίζει σε κοινή θέα;

Κι όμως, μέσα στην τρέλα μου, υπάρχουν στιγμές διαύγειας του νου, μέσα στην αφέλειά μου, υπάρχουν στιγμές θάρρους. Αυτές αναζητώ. Δε γράφω για όλο το κείμενο. Γράφω για αυτές τις λίγες, τις ελάχιστες στιγμές. Τότε είναι που τρομάζω κανονικά, σχεδόν πανικοβάλλομαι. Και σκέφτομαι, αναρωτιέμαι, είμαι μόνο ένας μέσα στο κεφάλι μου; Μήπως υπάρχουν δυο;

Από την άλλη, υπάρχει περίπτωση η τρέλα και η διαύγεια να’ναι οι δυο όψεις ενός νομίσματος; Ενός νομίσματος που το ρίχνω κάθε τόσο στον αέρα για να πέσει και να μου δώσει κάτι; Υπάρχει περίπτωση κάτι τέτοιο να ισχύει και για την αφέλεια και το θάρρος; Δεν έχω ιδέα.

Δέκα χρόνια γραφής. Θυμάμαι κάποια κείμενα πιο έντονα από άλλα. Κάποια με εκπλήσσουν όποτε τύχει να τα διαβάσω. Αναρωτιέμαι, πώς είναι δυνατόν να τα έγραψα εγώ. Ύστερα πάλι, λέω στον εαυτό μου, πόσο χαζός είσαι που γοητεύεσαι από εσένα τον ίδιο; Κανονικός βαυκαλισμός.

Πόσα κείμενα θα γραφούν ακόμη;

Πόσες φορές θα νιώσω την ανάγκη να το ανοίξω;

Το μόνο σίγουρο είναι ότι γράφοντας κανείς μαθαίνει τον εαυτό του, μα επειδή ο εαυτός μας αλλάζει συνεχώς, αν κι όχι στον πυρήνα του, κάθε φορά, με κάθε νέο κείμενο, νιώθω να με γνωρίζω και πάλι. Κάθε νέο κείμενο είναι μια νέα γνωριμία με τον παλιό, καλό εαυτό μου.

Δέκα χρόνια γραφής, μπορεί να μη με έκαναν οπωσδήποτε πιο σοφό, μα με έφεραν με τον τρόπο τους κοντά στη Σοφία.

Πρέπει να κλείσω με κάτι σαν ποίημα.

Ωκεάνιο ποτάμι ο εαυτός
Στην επιφάνεια, η συνείδηση
Στα ρηχά, το υποσυνείδητο
Στα απύθμενα βάθη, το ασυνείδητο
Ο εαυτός, ένας κατεργάρης σπόρος που φύτρωσε
Μιλά, κάτι λέει
Λέει λέει, μα τίποτα δε λέει
Κι όμως κάτι σημαίνουν τα λόγια του
Στα ακρότατα τού λόγου του βγάζει σπίθες
Σπίθες που πυροδοτούν το είναι της ύπαρξης
Της ίδιας της ζωής

Σκέφτομαι και γράφω
Γράφω και σκέφτομαι
Μιλώ σε εμένα
Μα με ακούει κι ο κόσμος
Γιατί είμαι ο κόσμος
Όπως είσαι κι εσύ

Σχολιάστε