Συνέχειες σε ένα Διήγημα

Η Λέσχη Ανάγνωσης των Στοχαστών διάβασε τη συλλογή διηγημάτων του Έτγκαρ Κέρετ, Αναποδιά στην Άκρη του Γαλαξία, Καστανιώτης, 2021.

Τα Παράθυρα, υπήρξαν για τους Στοχαστές, ένα αγαπημένο διήγημα, όπου τους έδωσε τη σκυτάλη να γράψουν κάποια δικά τους παράλληλα κείμενα.  Ακολουθεί αρχικά μια σύντομη περίληψη του διηγήματος  καθώς και τα κείμενα που εμπνεύστηκαν οι Στοχαστές.

Ο Μίκι, ο οποίος πάσχει από προβλήματα μνήμης, οδηγείται σε ένα δωμάτιο 24ωρης παρακολούθησης με τεχνητά παράθυρα, από έναν άντρα με καφέ κοστούμι. Ο άντρας, παροτρύνει το Μίκι να γράφει σε ένα φορητό υπολογιστή ό,τι τυχόν μπορεί να θυμηθεί και τον συμβουλεύει σε οποιαδήποτε περίπτωση ανάγκης να πληκτρολογεί το 0 και αυτό θα τον συνδέει απευθείας με κάποιον που θα του μιλήσει και θα τον βοηθήσει.

Κάποια στιγμή, στο δωμάτιο εμφανίζεται η Νατάσα, η οποία αρχικά παρουσιάζεται ως ολόγραμμα εφαρμογής μα τελικά, ως αποτέλεσμα αναβάθμισης της εν λόγω εφαρμογής, μπορεί να συνομιλεί μαζί του και επιπροσθέτως ακόμη και να αναπτύξει σωματική επαφή μαζί του. Ο Μίκι την ερωτεύεται και αναπτύσσει μια σχέση μαζί της.

Όλα πήγαιναν πολύ καλά, μέχρι που άρχισαν οι καβγάδες, με τελική συνέπεια την εξαφάνιση της Νατάσας αλλά και των παραθύρων από το δωμάτιο.

Στη συνέχεια, κάπου αλλού, η Νατάσα συζητά με τον άντρα με το καφέ κοστούμι, σχετικά με το Μίκι. Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, ο Μίκι, που φαίνεται πως ήταν τελικά αυτός το ολόγραμμα, έμοιαζε με αληθινό άντρα. Η Νατάσα ανησυχεί πάρα πολύ για το τι θα απογίνει ο Μίκι.

Παράλληλα, ο Μίκι, στο απόλυτα πλέον σκοτεινό δωμάτιό του, ψηλαφώντας και σκοντάφτοντας, πληκτρολογεί το 0 μα η σύνδεσή του αποτυγχάνει επανειλημμένα. 

Ακολουθούν οι απαντήσεις για την πιθανή συνέχεια του διηγήματος από τα μέλη της Λέσχης:

Μ. Χ.

«Από την άλλη άκρη της γραμμής, δεν ακουγόταν τίποτα, παρά μόνο ένα σταθερό μακρόσυρτο βούισμα. Το μόνο που ήθελε να μάθει ήταν αν είναι καλά η Νατάσσα. Και τότε το κατάλαβε! Νοιαζόταν για εκείνη! Ήταν πρωτόγνωρο και ίσως και απρόσμενο. Σίγουρα όμως ήταν ξαφνικό. Τόσο ξαφνικό, όσο ξαφνικά έσβησαν και αυτά εδώ τα φώτα και τα παράθυρα και ο κόσμος.

Μα γιατί εξαφανίστηκαν όλα, έτσι, τόσο γρήγορα; Τα παράθυρα, η βελανιδιά, η κουζίνα της και μαζί κι εκείνη. Πήρε μαζί της και τον άνδρα με το καφέ κοστούμι. Μα θυμάμαι τη γυναίκα που φυσούσε διαρκώς τη μύτη της στο τηλέφωνο, να μου λέει ότι πολλοί χρήστες της κάνουν παράπονα για την τελευταία αναβάθμιση. Μήπως συνέβει κάτι κι έσβησαν τη Νατάσσα; Αλλά τα παράθυρα; Η βελανιδιά; Το βούισμα; Μήπως..;

Και αν…;

Μα…

Όχι! Δεν μπορεί!

Κι αν είμαι εγώ ο γείτονας, γιατί δεν με έχουν σβήσει και είμαι κλεισμένος σε τέσσερις σκοτεινούς τοίχους; Τι είναι εδώ; Που είμαι; Γιατί δεν έχω καμία ανάμνηση εκτός από τη Νατάσσα; Πως κατέληξα εδώ; Γιατί δεν έχω απάντηση για καμία από αυτές τις βασικές ερωτήσεις;

Η ώρα περνούσε και ο Μίκι είχε φτάσει να αναρωτιέται μέχρι και αν το πραγματικό του όνομα ήταν Μίκι και αν η Νατάσσα που ήταν χρήστρια της υπηρεσίας, τον σκεφτόταν.

Πως γίνεται να είμαι μια προβολή στον τοίχο και να νιώθω συναισθήματα για το χρήστη του λογισμικού μου; Δεν μου αρέσει καθόλου το όνομα Μίκι. Ο μοναδικός μου ρόλος ήταν να έρχομαι σε επαφή με τη χρήστρια. Είμαι προγραμματισμένος να νιώθω μόνο έρωτα; Και αν ναι, γιατί; Μα θυμήθηκα! Ένιωθα αυτό το αίσθημα της πληρότητας όταν ήμουν μαζί της! Άρα και η χρήστρια αυτό έψαχνε!

Ενδιαφέρον!

Ενδιαφέρον που το μόνο που ξέρω και ίσως το μόνο που θα μάθω ποτέ, να είναι ένα και μόνο συναίσθημα, αυτό της πληρότητας που φέρνει το μοίρασμα. Είναι ενδιαφέρον και που οι χρήστες του λογισμικού μου, όπως η Νατάσσα, ενώ τα ξέρουν όλα, ψάχνουν τόσο απεγνωσμένα αυτό το συναίσθημα!

Ο Ράστερ, όπως ήταν το όνομα που είχε επιλέξει για τον εαυτό του, σηκώθηκε από το πάτωμα που είχε ξαπλώσει, σήκωσε πάλι το ακουστικό και κάλεσε το 1.»

Ο. Μ.

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

Μια απροσδιόριστη ανάγκη με ωθεί σου να γράψω. Έχω αρχίσει να ανησυχώ. Είναι μέρες που η σκέψη με κυκλώνει, και το ότι βρίσκομαι σε ένα άδειο δωμάτιο  δεν με βοηθά να ξεφύγω από αυτή. Δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο να μου τραβήξει το ενδιαφέρον, να με κάνει να θυμηθώ. Ο χρόνος έχει αποκτήσει μια περίεργη και ακαθόριστη σημασία.  Έχω αρχίσει να αμφισβητώ το ποιος είμαι στην πραγματικότητα. Και ενώ η σκέψη αυτή θα έπρεπε να με κάνει να τρελαίνομαι και να βαλτώνω στην αίσθηση του κενού, αυτό που με φθείρει είναι που δεν μπορώ να νιώσω την ανάγκη να ξεφύγω από αυτήν την κατάσταση. Μουδιασμένος. Και ανήμπορος και φυλακισμένος κάτω από ένα στρώμα αδιαπέραστης αδράνειας. Ο πόνος του αποχωρισμού, τον νιώθω σαν μια αίσθηση του πόνου η οποία γίνεται ο πόνος ο ίδιος. Και είναι σχετικός, γιατί δεν θυμάμαι πότε πόνεσα τελευταία φορά. Αλλά η λήθη και η έλλειψη της συνείδησης με κάνουν ανήμπορο. Με κάνουν να νιώθω πως θα μπορούσα να μείνω εδώ για πάντα. Σε ένα κενό δωμάτιο. Να σέρνω όλα όσα με τυραννούν εσωτερικά και που παρόλα αυτά δεν νιώθω. Σαν ένα φάντασμα καταδικασμένο σε μια αιώνια απάθεια. Και αν η ψυχή μου δεν μπορεί να βγει από αυτή την κατάσταση ή δεν νιώσει έστω και την ανάγκη να δραπετεύσει, τότε ας μου πεις εσύ, αν υπάρχει κόλαση, πόσο διαφορετική μπορεί να ναι;

Ανονομάτιστο

«Προς: mhden@mail.com

Η Νατάσα βρίσκεται στο δωμάτιό μου και είναι νεκρή. «

Χρ.

Ο Μίκι περίμενε. Αφουγκραζόταν τη σιωπή του σκοταδιού. Άκουγε ηχοχρώματα με τα οποία είχε ήδη σχηματίσει την πόρτα που λαχταρούσε καιρό τώρα. Την επόμενη ώρα ξύπνησε και βρήκε ένα πακέτο κιμωλίες στο πάτωμα. Ίσως αν ζωγράφισε κάτι να έπαιρνε σάρκα και οστά η ελευθερία του.

Μέιλ Προς γείτονες.

Σκεφτόμουν να με καλέσετε σε μια βραδιά séances, κάτι το οποίο με προβληματίζει γιατί αναρωτιέμαι αν ανήκω στην πραγματικότητα ή στο κόσμο των φαντασμάτων. Έχω ως μόνη απαίτηση να βρω το πρωί έξω από την πόρτα μου τα κεριά. Φροντίστε να φέρετε και αναπτήρα. Κάπως πρέπει να φωτιστεί το δωμάτιο απόδρασης .

Σ.Γ.

The wall with the projected window that overlooked the huge oak tree was just a wall again. The second window had also disappeared, and so had the door to Natasha’s kitchen. Four walls, no door.

Ξαφνικά τον Μίκι τον κυρίευσε πανικός και  σηκώθηκε από το κρεβάτι φόρεσε τις γαλάζιες νοσοκομειακές παντόφλες του, πήγε και άγγιξε τον τοίχο .Όλα δυστυχώς επιβεβαιωθήκαν. Οι πύλες μέσω των παράθυρων είχαν κλείσει. Και ο τοίχος δεν ήταν κάτι παραπάνω από ένα σκοτεινό  αντίκρισμα με μια επιφάνεια τόσο κρύα που όταν την άγγιξε ο Μίκι κρύωσε από πάνω μέχρι κάτω, και το χειρότερο, το κρύο τον διαπέρασε και τον κυρίευσε φόβος. Φόβος για το πώς θα διαχειριστεί την νέα του πραγματικότητα.

Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε, το οξυγόνο του σαν να μειωνόταν, ένιωθε ότι χρειαζόταν να πάρει ακόμα πιο βαθιές ανάσες για το αυτονόητο. Έπρεπε να κάνει την επόμενή του κίνηση. Ή τώρα ή ποτέ. Ή τώρα ή παραίτηση από την ζωή. Άλλωστε  η ύπαρξη της Νατάσας ήταν το οξυγόνο του.

Και τώρα τι; Οι επιλογές είναι περιορισμένες. Αν καλέσει στην 24ωρη υποστήριξη θα τον βοηθήσουν; Ή τώρα θα έρθει η στιγμή επιτέλους της συνδρομής; Μα τι θα θυσιάσει για αυτήν την συνδρομή; Μήπως ο καιρός ακόμα που θα μείνει  στο δωμάτιο; Μήπως τώρα θα την βλέπει λιγότερο από πριν και με συγκεκριμένες προϋποθέσεις;

Όσο συνεχίζουν οι σκέψεις η κατάσταση στο μυαλό του χειροτερεύει και η σύγχυση  είναι το μόνο που επικρατεί.

Έπρεπε όμως να ηρεμήσει. Μόνο το μυαλό του μπορεί να τον βοηθήσει αυτήν την στιγμή και κανένας άλλος, είναι μονός του, μονός βοηθός ο ίδιος του ο εαυτός.

Πήρε 10 βαθιές ανάσες, κάθε ανάσα  και πιο ήρεμη, και όταν ολοκληρωθήκαν ακούμπησε το κεφάλι στο κάγκελο του κρεβατιού και γύρισε το κεφάλι προς τα πάνω  για να σκεφτεί ποιες είναι οι επιλογές του με ήρεμο τρόπο. Οι εικόνες με την αρχαιά βελανιδιά που έβλεπε καθημερινά αρχίσαν να αποτυπώνονται καθαρά στο κεφάλι του, περισσότερο από ποτέ. Και εκείνη την στιγμή του ήρθε η επιφοίτηση .

Θυμήθηκε τον άνδρα με το καφέ κουστούμι να του λέει «κάθε φορά που θυμάσαι κάτι γράψε το στο λάπτοπ έτσι ώστε να μην το ξεχάσεις, η μνήμη είναι σαν ωκεανός» και αυτό ξεκίνησε να κάνει έγραψε τα πάντα για την Νατάσα αλλά πρόσθεσε και μια λεπτομέρεια. Μόλις την πρόσθεσε ξαφνικά το ταβάνι έγινε ρευστό και έπεσε από το ταβάνι μια πλεχτή σκάλα.

Δεν έχασε καμιά ευκαιρία και σκαρφάλωσε μέχρι πάνω. Αυτό που αντίκρυσε ήταν ένας μεγάλος σκοτεινός διάδρομος με 4 επιλογές να ακολουθήσει. Αλλά για κάποιον λόγο ήξερε ακριβώς προς τα πού να πάει. Ξεκίνησε να περπατά και σε λιγότερο από 10 δευτερόλεπτα έφτασε πάνω από το δωμάτιο της Νατάσας. Την είδε να ξαπλώνει στο κρεβάτι της σε εμβρυακή στάση με τον δίσκο του φαγητού της άθιχτο.

Αυτό όμως από δω και πέρα θα αλλάξει. Από δω και πέρα δεν θα τους κυριεύει το συναίσθημα της λύπης αλλά ένας συνδυασμός όλων των συναισθημάτων.

Έσκασε ένα χαμογελάκι και δεν σπατάλησε άλλο δευτερόλεπτο και βούτηξε μέσα στο δωμάτιο.

Θ.Τ.

Γεια σας,

Με λένε Μίκι. Λογικά, φαντάζεστε ότι είμαι άνθρωπος, μα δεν ισχύει. Είμαι απλά ένας ήρωας ενός διηγήματος κάποιου συγγραφέα. Στον κόσμο αυτόν δε με έφερε μια γυναίκα μέσα από τη μήτρα της. Όχι. Στον κόσμο προέκυψα, ούτε καν γεννήθηκα, μέσα απ’το κεφάλι ενός ανθρώπου. Θα σας φαίνεται παράξενο που σας γράφω αυτό το γράμμα, μια οντότητα όπως εγώ, δε θα μπορούσε παρά να μείνει μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου. Κι όμως. Κι αν προέκυψα με τον τρόπο αυτό, δε σημαίνει ότι θα παραμείνω στο πλαίσιο που με έβαλε ο πα-τέρας μου. Διαβάζοντας κανείς την ιστορία μου, ανοίγει το μυαλό του στην αφεντιά μου, κι έτσι, με ένα σάλτο διανοητικό, περνάω στο μυαλό του αναγνώστη. Εκεί, μπορώ να συνεχίσω να υπάρχω. Εκεί, μπορώ να βγω από την πρότερη φυλακή μου, κι ανάλογα με τις διαθέσεις του νέου ξενιστή, μπορώ να ζήσω περισσότερο, και πιο ελεύθερα. Έτσι, σας δείχνω πως δεν αποτελώ παρά μια ιδέα, που καταφέρνει και περνά από σύστημα σε σύστημα, ως σωστή πληροφορία. Τώρα, το τι θα κάνετε εσείς με εμένα, με την ιδέα που εγώ, ως Μίκι, αποτελώ, είναι στο δικό σας χέρι, στο δικό σας μυαλό. Μπορεί να με ξεχάσετε, κάπου θα’χω καταχωνιαστεί στη μνήμη σας, μα δε θα πεθάνω ποτέ, κι ας φαντάζει η σκέψη αυτή επιπόλαιη. Κι όμως, θα ζήσω περισσότερο κι από τον πα-τέρα μου, κι από εσάς που με φιλοξενείτε στον νου σας. Με λένε Μίκι. Κι είμαι ο ήρωας που το’σκασε απ’την ιστορία του.

Αντίο.

Την περίληψη και επιμέλεια ανέλαβε η αγέρωχη Ε.Ν.

Η Λέσχη Ανάγνωσης για αυτό το μήνα διαβάζει τον Μάρτυρα του Ζαν-Μπλοχ Μισέλ.

Σχολιάστε