Γράφει η Μαρία Χριστοπούλου
Μία λέξη εκατομμύρια ερμηνείες, εκατομμύρια προσεγγίσεις και γιατί.
Μια έννοια που μπορεί να επεκτείνεται από τις πιο ενδόμυχες αλήθειες, μέχρι τις πιο απλές
όπως ένα παιδί στοχάζεται ρωτώντας γιατί ρέει το νερό στο ποτάμι
και γιατί, -ένας ενήλικας θα πεί-
ρέει έτσι η ζώη
μέσα μας ή στη διπλανή αυλή.
Μια ερώτηση που προέρχεται, όπως όλα τα άβολα,
από την άρνηση.
Την άρνηση της δοσμένης πραγματικότητας.
Και αφού επέλθει η άρνηση, τον κενό χώρο καλείται να καλύψει μια άλλη κατάσταση, μια άλλη πραγματικότητα.
Η διαφορά του στοχαστή από ένα μη στοχαστή είναι το πως θα γεμίσει το κενό της άρνησης.
Ο ένας θα περπατήσει στα σίγουρα, στα γνωστά μονοπάτια του μυαλού
και θα ανακυκλώσει το ήδη υπάρχον υλικό, με ήδη υπάρχον υλικό.
Κι ο άλλος θα κινήσει για άλλα μονοπάτια, καινούρια, άβολα, ανεξήγητα.
Θα υπομένει το κενό μέχρι να βρεί κάτι ικανοποιητικά να το γεμίσει
ή και όχι.
Θα το υπομείνει με καρτερικότητα και θα το παρατηρεί με στωικότητα μέχρι να γίνει φίλος μαζί του και να μη δεχτεί να το γεμίσει με τίποτα λιγότερο από αυτό που θα έρθει να το συμπληρώσει ιδανικά.
Θα το υπομείνει μέχρι να ξεχάσει το σκοπό του, τον στόχο του, την ερμηνεία του.
Γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει να το δει.
Όταν σταματήσει να θέλει να το ερμηνεύσει με τις λέξεις.
Γιατί οι λέξεις δεν είναι πάντα αρκετές να αποδώσουν τη μεγαλειότητα του βιώματος, στην ολότητα του, στην ενότητα του.
Καμιά φορά αρκεί να κοιτάξεις ευθεία και να ακούσεις
για να βρεις την απάντηση στο γιατί.
Καμιά φορά μια τόσο απλή κίνηση, όπως το να κοιτάξεις ευθεία και να ακούσεις ανοιχτά,
μπορεί να δώσει απάντηση στα πιο περίπλοκα, στα πιο ενδόμυχα.
Σ’ αυτά που βλέπεις να καθρεφτίζονται απέναντί σου
στους άλλους ανθρώπους, στη φύση, στη ζωή.
Αρκεί απλώς να θέλεις ν’ αρνηθείς, να θέλεις να κοιτάξεις και να θέλεις ν’ ακούσεις.
