Πώς θα ήθελα να ζω

Γράφει ο Ραφαήλ Μάστορας

Ήταν αργά, την επόμενη μέρα έπρεπε να ξυπνήσει νωρίς για ένα μακρινό ταξίδι σε κάποιο καταφύγιο στο βουνό. Παρόλα αυτά καθόταν στο κιτρινισμένο από τον χαμηλό φωτισμό δωμάτιο και διάβαζε ένα εγχειρίδιο, αρνούμενος να ξεκουραστεί. Πώς να φτιάξεις τη δυστυχία σου μόνος σου. Μα τι ευφυέστατο θέμα! Σε μια εποχή που όλοι έχουν κάτι να προτείνουν, για το πώς πρέπει να ζεις τη ζωή σου ώστε να είσαι ευτυχής, ο συγγραφέας διασχίζει τον δρόμο ανάποδα. Χωρίς να το έχει διαβάσει ολόκληρο το βιβλίο ήδη έχει μπει σε σκέψεις. Φαντάζεται πώς θα ήθελε να ζει τη ζωή του.

Βρίσκεται σε ένα μπαρ, απολαμβάνει τη συζήτηση με ένα πρόσωπο όχι τόσο γνώριμο αλλά παρόλα αυτά οικείο. Του έχει ήδη εκμυστηρευτεί κάποιες σκέψεις που την ενοχλούν. Αισθάνεται ικανοποίηση, του αρέσει άλλωστε να νιώθει πως συνδέεται με το άτομο απέναντι του. Η συζήτηση τώρα στρέφεται προς τον ίδιο.

– Πολλά είπαμε όμως για μένα, πες μου τώρα εσύ τι σε απασχολεί.

Ή ερώτηση αυτή τον πιάνει εξαπίνης, του αρέσει να δείχνει ενδιαφέρον αλλά ώρες ώρες φοβάται να μοιραστεί, πόσο μάλλον όταν υπάρχει ενδιαφέρον για το άτομο απέναντι του. Σκέψεις κατακλύζουν το μυαλό του. Θυμάται πως πρόσφατα τον είχε εξιτάρει το ερώτημα «πώς θα ήθελε να ζει».

Και η συζήτηση κάπως έτσι ξεκινάει με αυτόν το στοχασμό. Αρχικά θέλει να ζει με παρατηρητικότητα λέει, δεν υπάρχει άσχημη γειτονιά όταν προσέχεις μια γλάστρα ορχιδέας σε ένα τυχαίο παράθυρο. Η περιέργεια επίσης υποστηρίζει είναι απαραίτητη. Μια συνομιλία με έναν άστεγο ίσως σου αλλάξει το κόσμο. Μια παράσταση μπαλέτου ίσως σε κάνει να δακρύσεις και να αγαπήσεις το χορό και την τέχνη. Συνεχίζει παραδεχόμενος ότι ίσως παραείναι ρομαντικός. Η συζήτηση σταδιακά φτάνει στις σχέσεις. Περιγράφει την αξία της ικανότητας ενός ατόμου να ζει ανά πάσα στιγμή ελεύθερος, να μπορεί να αποτινάξει δηλαδή την άνεση και την ασφάλεια μιας σχέση όταν αυτή πια δεν τον ικανοποιεί, εξελίσσει και γεμίζει ή ακόμα χειρότερα όταν τον αδειάζει. Αντίστοιχα επιθυμεί να γνωρίζει και να νιώθει το ίδιο ενδεχόμενο για το άτομο που επιλέγει στη ζωή του. Μόνο με αυτόν τρόπο μπορείς να ζεις ελεύθερος και να μη βαλτώνεις μέσα στα πλαίσια μιας σχέσης καταλήγει. Η συζήτηση έχει φύγει από το μπαρ καθώς ήδη περπατάνε σε ένα πλακόστρωτο, χαμένοι κάπου στα Αναφιώτικα. Ακούγεται μουσική από έναν μουσικό του δρόμου. Παίζει χριστουγεννιάτικα και ας είναι ακόμα Σεπτέμβρης. Το σχολιάζουν και τους φαίνεται αστείο, άλλωστε πριν δυο μέρες έκαναν ακόμα μπάνιο στη θάλασσα. Γελάνε και αμέσως μετά επικρατεί μια στιγμή σιωπής. Σταματάνε και οι δύο και πλησιάζει ο ένας τον άλλο.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, σαν να σε ξυπνάει η μάνα σου για να πας σχολείο και σου χαλάει το πιο λαχταριστό όνειρο, επανέρχεται. Είναι ακόμα στο μπαρ και ήδη συζητάνε χλιαρά για κάτι άλλο αδιάφορο. Είχε διστάσει να ξεκινήσει μια συζήτηση για το τι πραγματικά τον απασχολεί. Τι κρίμα να σου χαλάς το όνειρο και εσύ να σε αφήνεις, ξεστόμισε και ξεκίνησε να εξηγεί τη σκέψη του δίνοντας μια δεύτερη ευκαιρία να συζητήσει όσα προηγουμένως είχε διστάσει.

Σχολιάστε