Το κείμενο αυτό αποτελεί συνδημιουργία εφτά αιώνιων μαθητών.
Μια στάλα βροχής.
Με δρόσισε.
Κάθομαι εδώ, σωστός Στοχαστής, κρατώ το πηγούνι μου και με βλέμμα μετέωρο χάνομαι στο πράσινο της χλόης μπρος μου.
Μάτια ανοιχτά, μα η σκέψη μου ταξιδεύει.
Πηδάει από εδώ κι από εκεί, πότε μια εικόνα του παρελθόντος, πότε μια του μέλλοντος, έρχονται να μου υπενθυμίσουν όσα είμαι.
Μα τι είμαι;
Τι είμαι άραγε;
Φορώ το σώμα αυτό, τη συνείδηση εσώρουχο έχω, ένα ζευγάρι μάτια μ’ είδε ως αρσενικό, εν’ άλλο ως θηλυκό.
Δεν είμαι τίποτα απ’ αυτά.
Γιατί είμαι η Ζωή η ίδια.
Ζωή ζώσα που κατοικεί σε μια μορφή που στοχάζεται.
Ο νους μου τρέχει από εδώ κι από εκεί.
Η σκέψη, σα σκέψη, δίνει και παίρνει τη σκυτάλη.
Φωνή στη φωνή, μια συμβαδίζει, μια αντιφάσκει, κύτταρό μου είναι κι αυτή.
Είμαι η Ζωή που κατοικεί σε ένα είδος με ανεπτυγμένη νοημοσύνη.
Με μια απειροελάχιστη κίνησή μου, σα φλόγα η σκέψη μου θα μεταλαμπαδεύσει τον εαυτό της σ’ έν’ άλλο μου κύτταρο.
Είμαι εγώ, και δεν είμαι, είμαι εμείς και δεν είμαι, είμαι τα πάντα και το τίποτα μαζί.
Μαζί μου κάψε σκέψη.
~
Θυμήσου… Ανάσταση. Μπορείς; Ήταν τότε που ήμουν εκεί. Μαζί με τον ήχο από τις καμπάνες. Και τη φλόγα των κεριών. Μην ακούς για θάνατο. Πάντα η ζωή νικά το θάνατο. Τα καρφιά, αιώνια ηττημένα, στροβιλίζονται σε μια όαση φωτός.
Καμπάνες μέσα μου. Το σώμα μου ήταν μόνο το όργανο για να περάσει η φωνή τους. “Νικάμε! Ζούμε”, είπαν. Και η άνοιξη… αυτή η σιωπηλή συνοδοιπόρος… να προσθέτει αρώματα… Εγώ την προίκησα. Και κοίταξα τον ουρανό. Μέχρι πού μπορώ να φτάσω; Είμαι εγώ που γεννήθηκα και γεννάω. Συμπαντική σιωπή, αδυνατώ να την κάνω λογισμό. Πόσο αγαπώ τον άνθρωπο! Άραγε, θα το καταλάβει ποτέ;
~
Άραγε θα μάθει ποτέ πως είναι ο ίδιος που βλέπει μέσα απ’ τα μάτια των άλλων, γεύεται μέσα από την χαρά τους και αναπτύσσεται μέσα από την ευτυχία τους; Άραγε θα αντιληφθεί ποτέ, πως όλα όσα είναι ο ίδιος είναι όλα αυτά μέσα στα οποία κατοικεί; Αφού όλα όσα αισθάνεται και αντιλαμβάνεται εισπνέουν τον ίδιο αέρα και πατούν το ίδιο χώμα που θα συνθέσει στο αύριο του μέλλοντος μια νέα έμβια ύπαρξη σε μια μορφή οικεία. Τα ίδια κύτταρα σε μια νέα γέννα. Είναι άραγε αυτά που ανασταίνουν το πνεύμα που κληροδότησες στον κόσμο αυτό; Η συνείδηση μπορεί να λησμονήσει αλλά η ψυχή και το πνεύμα ξέρουν. Ό,τι γνώρισαν για μένα δεν είναι άσκοπο. Μα καρπερό. Θα φυτρώσει αναγεννώντας μια νέα ελπίδα στη λιακάδα ενός κόσμου που κινείται διαρκώς.
~
Περίεργο, μα νιώθω απών, όταν όλα τριγύρω φυτρώνουν και εγώ καλούμαι να ποτίσω τις σκέψεις του κόσμου. Μήπως είναι η δική μου λαιμαργία για τροφή να δώσω μια ώθηση στα στόματα που πεινούν; Παρουσιάζονται νέα οράματα στα ανοιχτά μου μάτια και νιώθω τα βλέφαρα των ανθρώπων γύρω μου να ανοίγουν, να μεγαλώνουν έξω από δω, ψάχνοντας έναν ήλιο που ρίχνει ακτίνα να κάψει και να ανάψει αυτούς που ζητούν να φανερωθεί η μορφή μου.
Απών με παρουσία,
γεμίζω με απορία…
~
Και σκέφτομαι πάλι. Τελικά ποιος είμαι εγώ, ν’ αναστηθώ και ν’ αναστήσω; Ουρλιάζουν οι δικοί μου δαίμονες κι εγώ τους ακούω. Μ’ έχουν κατατροπώσει και δεν ξέρω ούτε αν θα καταφέρω να μείνω ζωντανός. Αναζητώ εκείνο το “Μεσσία” που δε θα ‘ρθει ποτέ… γιατί κι Αυτός είμαι εγώ.
~
Θέλω να ξεφύγω από τον ίδιο μου τον εαυτό. Αυτή η λαιμαργία μου, νιώθω ότι με κατατροπώνει. Γιατί με παγιδεύουν οι δαίμονές μου ενισχύοντας την ασημαντότητα της ύπαρξής μου, κρατώντας με δέσμιο μέσα στο κλουβί των σκέψεών μου;
Θέλω να σπάσω τις αλυσίδες μου, που σαν άλλο Προμηθέα, με παγιδεύουν σε μια αιώνια αυτοτιμωρία.
Θέλω να πετάξω. Αυτές οι καμπάνες που ηχούν τόσο λυτρωτικά μέσα μου, να με κάνουν να αρχίσω να τρέχω προς τον γκρεμό της ελευθερίας με θάρρος και με ένα μεγάλο άλμα να πετάξω με Δαιδάλεια φτερά, με τη σκέψη στο παρόν. Έτσι, στιγμή – στιγμή να φτάνω στη θέωση. Μα αλήθεια αυτή είναι η κατάλληλη λέξη;
~
Γιατί παγιδεύομαι;
Είναι απλό, δεν υπάρχει λόγος! Ποτέ δεν υπήρξε! Όλα αυτά είναι μέσα μου. Μπορεί να είναι κι έξω μου, αλλά τι είναι και το έξω μου; Μια αντανάκλαση του μέσα μου. Όλοι τόσο διαφορετικοί και τόσο ίδιοι. Χωρίς να το ξέρουμε. Πολλές φορές το αρνούμαστε κιόλας. Κάτι νούμερα μπαίνουν μπροστά και μας κάνουν να κοιταζόμαστε από ψηλά. Μα, εγώ είμαι εδώ! Και βλέπω κι εσένα. Κι όλους και κανέναν. Βλέπω ακόμα τη χλόη, μα αυτή τη φορά μοιάζει να ‘ναι μακρινή. Μακρινή, όσο και μια σκέψη. Κοιτώ ψηλά, για άλλη μια φορά. Θέλω να φέρω τον ουρανό πιο κοντά. Θέλω να μπω μέσα του και να ηχήσω στα πέρατά του το σκοπό και το ρυθμό μου. Το ρυθμό σου. Το ρυθμό της ζωής που κελαηδάει στο κλαδί, όταν σπάσει το κλουβί της και τη σκέψη αυτή. Την αυτοτιμωρητική. Και βρει την άλλη. Την απελευθερωτική. Μπορεί;
~
Κι όμως, όλα τα μπορεί, η σκέψη, το Πνεύμα.
Η Ζωή φωτίζεται από τα κύτταρά της που καίγονται.
Καίγονται στην ουσία τους καθώς σκέφτονται.
Ω, Ζωή, Ζωή, εγώ είμαι εσύ, κι εσύ εγώ.
Εγώ εδώ, στοχαζόμενος, αποσβολωμένος, σκέψεις γεννιούνται και πεθαίνουν μέσα μου.
Φέρνουν εικόνες, φέρνουν θύμισες, φαντασίες.
Μαζεύω την άγκυρα της σκέψης.
Την τελευταία σκυτάλη τώρα κρατώ.
Το αερόστατο κατεβαίνει κι από τελεία στον ουρανό, γίνεται τελεία επί γης.
Κάπου εδώ, Δαίδαλος Μεσσίας, λαίμαργα αναστημένος, σπάω το κλουβί μου και βγάζω μια τελευταία σκέψη, μια τελευταία ανάσα, την κάνω χάρτινο καράβι, και τη φυσώ στον άνεμο.
Η χλόη κι αν μάκρυνε, έγινε σωστός ωκεανός.
Κι ο ουρανός μου έδειξε εμένα, της Ζωής το Στοχαστή, τι είναι η θέωση.
Μια τέλεια τελεία επί γης.
Μια στάλα.
Στο κείμενο συμμετείχαν οι:
Μυρτώ
Χρυσοφίλλης
Μαρία Χριστοπούλου
Σταύρος Γραίκας
Πασχάλης
Ε.Ν.
Θανάσης Τσακαλίδης
Το κείμενο επιμελήθηκε η Ε.Ν.
Υ.Γ. Μπορείτε να βρείτε ποιο κομμάτι προέκυψε από τον/την καθένα/καθεμιά μας;
