23:45.
Και ο αντίστροφος χρόνος ξεκινά.
Από καιρό ήθελα να γράψω ένα κείμενο με τίτλο «Μαραθώνιος». Τουλάχιστον δυο χρόνια. Θυμάμαι και που ήμουν ακριβώς όταν μου ήρθε η ιδέα. Πήγαινα στο βιβλιοπωλείο που δούλευα, θα’ταν δέκα παρά. Ήμουν μέσα στο λεωφορείο από Λαγκαδά για Θεσσαλονίκη. Εκείνη την ώρα περνούσαμε το Βαρδάρη, μετά κόπων και βασάνων. Πρέπει να’ταν Σάββατο. Ένα Σάββατο του Μάρτη. Από τις τελευταίες μου μέρες στη δουλειά. Στην αρχή ήθελα να γράψω ένα κείμενο με 42 χιλιάδες και τόσες λέξεις, όσα είναι και τα μέτρα του Μαραθωνίου, μα μόλις κατάλαβα ότι θα επρόκειτο για ολόκληρη νουβέλα, άλλαξα τον στόχο κι έθεσα το ρεκόρ χρόνου του Μαραθωνίου ως το μέτρο. Έτσι, ξεκινώντας πριν πέντε κιόλας λεπτά, μετράμε αντίστροφα.
Ψάχνοντας να βρω το ρεκόρ του Μαραθωνίου, διαπίστωσα ότι ο χρόνος που πέτυχε ο Κέλβιν Κίπτουμ ήταν 2 ώρες και 35 δευτερόλεπτα, καταρρίπτοντας το προηγούμενο, πάλι δικό του ρεκόρ, των 2 ωρών, 1 λεπτού και 53 δευτερολέπτων. Άρα, έβαλα ξυπνητήρι στο κινητό μου για μετά από δυο ώρες ακριβώς. Οι τελευταίες λέξεις του κειμένου αυτού, θα αντιστοιχούν στα 35 δευτερόλεπτα, τις τελευταίες ανάσες, τα τελευταία μέτρα του Κέλβιν. Ψάχνοντας όμως για το ρεκόρ, διαπίστωσα επίσης, ότι ο αθλητής που πέτυχε τους χρόνους αυτούς, σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό μαζί με τον προπονητή του, μόλις στα 24 του χρόνια. Αφιερώνω λοιπόν ως ένδειξη σεβασμού το παρόν κείμενο στον Κέλβιν.
Πέρασαν κιόλας δέκα λεπτά. Κάθε μισάωρο το κινητό μου θα χτυπάει για να μου υπενθυμίζει τα 10 χιλιόμετρα που έτρεξε η σκέψη μου. Ας πούμε ότι τρέχω, πνευματικά, τον δικό μου Μαραθώνιο.
Τι θα σκεφτόμουν άραγε αν ήμουν κι εγώ τρεχαντήρι; Τι μπορεί να σκέφτεται ο μαραθωνοδρόμος;
Έχω μια φίλη που ετοιμάζεται να τρέξει στη Στοκχόλμη αν δεν κάνω λάθος τον δεύτερό της Μαραθώνιο. Πώς μπορεί να νιώθει;
Έχω ξαναγράψει για δυο ώρες συνεχόμενα, δεν μου είναι ξένο. Είμαι ήδη μαραθωνοδρόμος της σκέψης. Άλλωστε, δυο ώρες δε μου φαίνονται και τόσο πολλές. Αναρωτιέμαι τι θα βγει σ’αυτό το λευκό πανί της οθόνης μέσα σε δυο ώρες.
Ο μαραθωνοδρόμος της σκέψης αντιμέτωπος με τον εαυτό του.
Αυτό το κείμενο, ίσως είναι για λίγους. Ίσως είναι μόνο για εμένα. Ίσως δεν είναι ούτε καν για εμένα. Ίσως είναι για τον κανένα. Ίσως είναι για τον καθένα που νιώθει κανένας. Για όλους δηλαδή, γρηγορότερα ή αργότερα. Δεν έχει και τόσο σημασία. Εγώ συνεχίζω να κάνω τα βήματα που θα με φέρουν κοντά στο τέλος.
Από που να πιαστεί η σκέψη για να δρασκελίσει μπρος;
Αυτή την εβδομάδα πέθανε η θεία μας η Λ., η τελευταία παρηγοριά της γιαγιάς μου. Κάθε βράδυ τα λέγανε τηλεφωνικώς πριν κοιμηθούνε. Ποιος ξέρει τι λέγανε, κουτσομπολιά κυρίως, μα πάνω απ’όλα μοιράζονταν τους πόνους που βιώνει κανείς στα γεράματα. Είχαν η μια την άλλη αποκούμπι. Κατάφεραν να φτάσουν τα 80+, έθαψαν πολλούς μέχρι τώρα, αδέρφια, συζύγους, και δυστυχώς, παιδιά. Τώρα έμεινε μόνη δίπλα στο τηλέφωνο η γιαγιά μου, μην ξέροντας τι να το κάνει πλέον. Έχει μια αδερφή στην Αυστραλία, την θεία Μ. που στα 91 της αν δεν κάνω λάθος, τίμησε για ακόμη μια φορά την πατρίδα της, παίρνοντας μαζί της όπως σχεδόν κάθε χρόνο τον θείο Δ. και ταξίδεψε στην Ελλάδα. 93 χρονών ο θείος. Εγώ θέλω στα 93 μου να’μαι ήδη 3-4 δεκαετίες φαγωμένος απ’τα σκουλήκια. Οι θείοι αυτοί όμως είναι νεότεροι στο πνεύμα κι από εμένα. Τους το αναγνωρίζω.
Λοιπόν, τι είναι χειρότερο από τον πόνο; Χειρότερο από τον πόνο είναι η μοναξιά. Αν έχεις έναν άνθρωπο να μιλήσεις, να μοιραστείς τον πόνο σου, ο πόνος αντέχεται, είναι λες και διχοτομείται στα δυο. Η μοναξιά όμως, ειδικά για ανθρώπους που έμαθαν να ζουν μαζί με άλλους μια ζωή, ισοδυναμεί με ταφόπλακα. Μέχρι τώρα η γιαγιά είχε ανθρώπους να μιλήσει. Ανθρώπους κοντινούς της, όχι παιδιά κι εγγόνια, ή και ανίψια. Ανθρώπους των χρόνων της. Τώρα έμεινε η θεία Μ. η οποία κάποια στιγμή θα επιστρέψει στην πραγματική της πατρίδα μετά από εφτά δεκαετίες που ζει εκεί, στην Αυστραλία. Τώρα θα αντέξει λίγο η γιαγιά θέλει δε θέλει, μετά όμως;
Εγώ τρομάζω στην ιδέα ότι μεγαλώνω. Τρομάζω γιατί νιώθω πως όλο κάτι πρέπει να κάνω, κι όλο ξεχνώ να το κάνω. Τι να’ναι αυτό; Ε, να, που τα χρόνια στο σώμα περνούν αλλά στην ψυχή όχι και τόσο. Δεν είναι κάτι καινούριο, δεν είμαι κι ο μόνος, λίγο πολύ έτσι νιώθουν οι περισσότεροι. Κλείνεις τα μάτια κι αισθάνεσαι πάλι νέος. Και πιο νέος, κι ακόμη νεότερος. Μα τα ανοίγεις, και τσουπ, πετάγεσαι στην πραγματικότητα που μοιάζει με δυστοπία με σάρκα κι οστά.
Τι να πω. Καλώς ήρθες γιαγιά στη χώρα μας. Δεν το κρύβω, φαίνεται και μέσα από τα γραπτά μου, νιώθω πιο μόνος κι από το τελευταίο πλάσμα στο είδος του. Είμαι σίγουρος πως κι άλλοι νιώθουν έτσι. Μα είμαστε τα τελευταία πλάσματα του είδους μας, ο καθένας και η καθεμιά με τον τρόπο του, κι όσο κι αν έρθουμε κοντά, δεν καταφέρνουμε να συνδεθούμε πραγματικά. Είμαστε υπ’αυτή την έννοια καταδικασμένοι, έχοντας βγει στην απ’έξω από αυτό που ονομάζουμε ανθρωπότητα.
Χτύπησε το κινητό πρώτη φορά. Πιάσαμε τα δέκα χιλιόμετρα σκέψης. Και συνεχίζουμε.
Πιάνω τον εαυτό μου που και που να’χει όρεξη για συναναστροφή. Συνήθως πάω και κοντοστέκομαι κάπου, προσπαθώντας να βρω μια γωνιά που δε φαίνομαι, ίσα για να ακούσω φωνές που λένε πράγματα αδιάφορα. Δεν ακούω καν τα λόγια, η μελωδία είναι αυτό που που φαίνεται δελεαστικό. Κάθομαι για λίγο. Πέντε δέκα λεπτά. Αν τύχει να ανέβω στα ηχητικά τους κύματα, κάθομαι και για μισή και για μια ώρα. Αν τύχει να βρω πιθανό στόχο, κάθομαι μέχρι να στραγγίξουν οι ελπίδες μου. Ναι, το καλύτερό μου είναι όταν βλέπω μια όμορφη κοπέλα και νιώθω τη φωτίτσα μέσα μου να δυναμώνει. Μπαίνω σε κατάσταση εγρήγορσης τότε, σκέφτομαι, παρατηρώ, νομίζω ότι επιδιώκω κιόλας. Θα μιλήσω, κάτι να πω, κάτι που να με κάνει να φανώ ότι δεν έχω άχυρο μέσα στο κεφάλι μου, λες κι έχω και τίποτα άλλο…
Ναι, μου λένε ότι υπονομεύω τον εαυτό μου συνεχώς. Εγώ τους απαντώ ότι αυτοπεριορίζομαι, ότι είμαι εγωίσταρος, ότι υπήρξα αλαζόνας κτλ κτλ. Και τι μ’αυτό; Άνθρωπος δεν είμαι, ή έστω ήμουν, κι εγώ;
Αυτό που μου λείπει περισσότερο από την τελευταία μου σχέση, από τα θετικά δηλαδή για να μου υπενθυμίσω ότι έζησα κι αρκετά αρνητικά που γύρισαν το ζύγι από την άλλη, είναι η αίσθηση του σπιτιού. Η αγκαλιά μετά τον χορτασμένο μας οργασμό. Μετά τον έρωτα που δεν επιθυμείς τίποτα άλλο, που αν σου έλεγαν ότι πάει τελείωσε, ο κόσμος σταματά να υπάρχει, δε θα σε πείραζε. Η αίσθηση του οικείου, η βαθιά αίσθηση της πληρότητας, το να μοιράζεσαι μια από τις πιο όμορφες στιγμές της ζωής με έναν άνθρωπο που πραγματικά αγαπάς και που πραγματικά σε νοιάζει. Μα αρκετά με αυτά. Έτσι κι αλλιώς, όλα είναι περαστικά στη ζωή. Ακόμη κι αυτή η ίδια.
Παλιότερα ήθελα να δείχνω μόνο τα θετικά μου στοιχεία στον κόσμο. Ήθελα να παίζω κρυφτό και να αφήνω την αλήθεια να αναδύεται μόνο στα πονηρά μυαλά που καταλαβαίνουν περισσότερα. Τώρα θέλω να είμαι διάφανος σαν κρύσταλλο, καθαρός σαν τον ουρανό, άδειος όσο και γεμάτος με ουσία μονάχα.
Τώρα έχω το καταφύγιό μου. Το σπίτι αποτελείται από δυο και παραπάνω άτομα που αγαπιούνται και νοιάζονται το ένα για το άλλο. Ο χώρος που κοιμάσαι, ξυπνάς, τρως, διαβάζεις, δουλεύεις, ονειρεύεσαι, μπορεί να’ναι τα πάντα, μα δεν είναι σπίτι αν περνάς όλο το χρόνο μόνος σου. Είναι καταφύγιο. Μπορεί να’ναι και φυλακή. Σημασία δεν έχει. Είναι ο χώρος στον οποίο μπορείς να’σαι άνετος, να εκδηλώνεις το είναι σου δίχως να σε νοιάζει τίποτα και κανένας.
Καλό το καταφύγιο, μα σαν το σπίτι, δεν έχει.
Άρχισα να λαχανιάζω από το τρέξιμο της σκέψης. Νιώθω σαν να κάνω ζέσταμα τόση ώρα, μα όχι, όχι, κάτι συμβαίνει, τα μέτρα γράφουν, ο χρόνος εξατμίζεται, οι λέξεις εμφανίζονται από το πουθενά μπρος στα μάτια μου. Μια στιγμή για μια γουλιά νερό.
Το αριστερό μου χέρι μούδιασε. Ας είναι. Σήμερα έφυγα νωρίτερα από τη δουλειά. Τις τελευταίες ώρες ζαλιζόμουν λίγο. Τρέχω σαν το σκύλο να κουβαλάω κούτες για να πιάσω το productivity rate που μας ζητούν. 150 προϊόντα την ώρα. Βρε δε γαμιέστε; Άκουσα διάφορα podcasts. Έγινε το κεφάλι μου καζάνι πάλι. Νιώθω δυνατός τις τελευταίες μέρες, σαν να ξεκλείδωσα το μυστικό του γυμναστηρίου αισθάνομαι. Τι σημασία έχει σκέφτομαι αν βάλω και κανένα κιλό, κι αν σηκώσω παραπάνω βάρη; Σαν να ζητάω από το ποντικάκι που τρέχει στον τροχό να’ναι πιο γυμνασμένο για να αντέχει περισσότερες γύρες, πιο γρήγορες γύρες. Βλακείες.
Ασχολούμαι με τη διπλωματική μου τους τελευταίους μήνες. Ή τουλάχιστον αυτή τη δικαιολογία χρησιμοποιώ στον εαυτό μου για να δικαιολογώ την αναβλητικότητά μου σε όλα. Ποια διπλωματική δηλαδή, μόνη της γράφεται, εγώ απλά κοιτάζω τον κέρσορα. Κυρίως διαβάζω βιβλία, πάλι για να αποφύγω την πραγματικότητα. Κι όμως, είναι απίστευτο μαγικό τρικ. Δε θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που ένιωσα ότι βαριέμαι. Από την εφηβεία και μετά, όλο κάτι κάνω. Ακόμη κι όταν κάθομαι να κάνω ταβανοθεραπεία, το κάνω γιατί είναι στο πρόγραμμα. Στα μάτια του κόσμου μπορεί να δείχνω για αργόσχολος, εγώ όμως είμαι τόσο κουρασμένος από τις δουλειές και τις έγνοιες που δεν τον ακούω καν. Μπορεί να μη βγάζω χρήματα, μπορεί να μην είμαι υγιής, σωματικά, πνευματικά, ψυχολογικά, μπορεί να αυτοκτονώ σιγά σιγά, γλυκά, μα δεν έχει σημασία, εγώ κουράζομαι. Πώς το ξέρω; Το ξέρω γιατί το νιώθω. Νιώθω τόσο κουρασμένος που δεν κάνω πλάκα όταν λέω για πλάκα, έλα χάρε πάρε μας κι εμάς.
Έλα χάρε, πάρε μας κι εμάς.
Έλα χάρε, πάρε μας κι εμάς.
Χάρε, έλα, κι εμάς, πάρε μας.
Χαζομάρες πάλι.
Όλα καλά.
Μαραθώνιος είπατε;
Μαραθώνιο θέλατε;
Μαραθώνιο θα έχετε.
Νιώθω να κοντεύω τα είκοσι χιλιόμετρα.
Αλήθεια, πώς αντέχουν οι μαραθωνοδρόμοι; Τι μπορεί να σκέφτονται; Ακόμη λίγο, ακόμη λίγο, ακόμη λίγο; Δυο ώρες έκανε ο άνθρωπος που κατέχει/κατείχε το ρεκόρ. Οι περισσότεροι κάνουν 2,5 ή 3 ή 3,5 ώρες. Τι διάολο μπορεί να σκέφτονται; Ξέρω ότι δε θα μάθω ποτέ, γιατί ποτέ δε θα γίνω πραγματικός μαραθωνοδρόμος. Μπορεί να μην ξέρω ποιος και τι είμαι, μα σίγουρα ξέρω τι δεν είμαι και τι δε θα γίνω ποτέ, μάλλον. Ή τουλάχιστον έτσι λέω στον εαυτό μου. Ας απαντήσουν οι αρμόδιοι όταν τους δοθεί ο λόγος.
Προς το παρόν, συνεχίζω τον αγώνα με τον δικό μου τρόπο.
Κι όμως, το κείμενο αυτό θα διαβαστεί τουλάχιστον από εμένα, άντε κι από κανά δυο άλλες μυστήριες ψυχές που για κάποιο λόγο με συμπαθούν, αξίζει άραγε να γραφτεί;
Τις τελευταίες μέρες σκέφτομαι αν αξίζει το οτιδήποτε, γενικότερα και ειδικότερα. Έχω πιάσει πάλι με την ψυχολόγο να αναλύω κάτι πράγματα που με φέρνουν μέχρι εδώ, μέχρι τον λαιμό. Το παιδί μέσα μου. Τον αυθεντικό εαυτό.
Πάλι χτύπησε το κινητό. Πιάσαμε τα είκοσι και κάτι χιλιόμετρα, ή αλλιώς την μια ώρα γραφής, ή σωστότερα καταγραφής των αηδιών μου.
Το παιδί μέσα σου άκουγέ το. Τον αυθεντικό εαυτό, ψάξε βρες τον. Οι φωνές που ακούς, δεν είναι όλες δικές σου, ξεχώρισέ τες, κατονόμασέ τες. Λόγω έλλειψης γονεϊκού προτύπου, δημιούργησες έναν προσωπικό γονέα που επισκιάζει τους άλλους. Η ελευθερία που είχες, είναι αποτέλεσμα της αδιαφορίας αυτών που σε είχαν υπό την ευθύνη τους. Μεγάλωσες σε ανασφαλές περιβάλλον. Φοβάσαι να συνδεθείς με τον κόσμο. Όταν το κάνεις ψάχνεις τρόπο να διαφύγεις. Σε τρομοκρατεί μια ζωή κανονική. Δραματοποιείς τον εαυτό σου για να δώσεις νόημα στον πόνο που νιώθεις. Γράφεις γιατί δεν έχεις σε κάποιον να μιλήσεις. Είσαι μόνος, γιατί μεγάλωσες έτσι. Θα πεθάνεις μόνος, γιατί έζησες μόνος. Η σύγκρουση μέσα σου, είναι η σύγκρουση του παιδιού που υπήρξες, με τον γονιό που έχτισες για να σε μεγαλώσει. Η σύγκρουση συναισθήματος και λογικής. Ο αυτοπεριορισμός σου, οι υψηλοί στόχοι, η μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου, η επιθυμία να σώσεις τον κόσμο, είναι μέσα για να προσδώσεις αξία σε σένα, για να διεκδικήσεις την προσοχή των άλλων, να δουν ότι υπάρχεις, ότι είσαι εδώ, ότι αξίζεις, ότι ίσως μπορείς να αγαπηθείς. Να σώσεις τον κόσμο; Ποιος; Εσύ; Το φτερό στον άνεμο; Ο πιο αδύναμος; Να σώσεις τον κόσμο λέει, ποιος, εσύ; Να γίνεις λέει ο κρίκος της ζωής που θα ενώσει όλους τους άλλους; Ξέρεις τι δύναμη απαιτείται για να το κάνεις αυτό; Ποιος είσαι; Ο Θεός; Μα δεν υπάρχει Θεός. Κι αν υπήρχε, δε θα ήσουν εσύ. Ηλιθιότητες.
Πίσω στη σαβούρα της σκέψης. Μαραθώνιο φρικασέ είχε σήμερα το πρόγραμμα. Η σκέψη πετάει σαν πεταλούδα από εδώ κι από εκεί. Πριν κάτσω να γράψω, έβαλα να φάω. Τους τελευταίους μήνες όταν τρώω, πάντα κάθομαι και βλέπω βιντεάκια με θέμα την ιστορία. Στην πλατφόρμα του mathesis υπάρχουν αρκετά. Βλέπω την Μαρία Ευθυμίου που μου αρέσει πολύ. Τόσους μήνες έχω δει πόσα και πόσα. Μα σήμερα, καθώς έτρωγα κι άκουγα για την ιστορία της Ινδίας, μου έδειξε μια εικόνα που με άφησε με το στόμα που’ταν γεμάτο μαρούλι ανοιχτό. Όχι, τελικά δεν είναι όλοι ινδουιστές ή βουδιστές στην Ινδία. Υπάρχουν και πολλοί Ινδοί που είναι μουσουλμάνοι. Πιο συγκεκριμένα, το σημερινό Πακιστάν στα δυτικά και το Μπαγκλαντές στα ανατολικά, ανέκαθεν αποτελούσαν κομμάτια της Ινδίας. Μα στον εικοστό αιώνα, παράλληλα με το αίτημα των Ινδών για ανεξαρτησία από την Αγγλία και το Στέμμα, πολεμούσαν οι ινδουιστές Ινδοί τους μουσουλμάνους Ινδούς. Ήξερα ότι μοιάζουν όλοι μεταξύ τους, αλλά τελικά είναι το ίδιο πράγμα, όσο ίδιοι μπορεί να είναι όπως αντίστοιχά όσο ίδιοι μπορεί να’ναι και οι Κινέζοι μεταξύ τους. Τα πολυλογώ όμως και σπαταλώ μέτρα άδικα. Πολλές σφαγές υπήρξαν μεταξύ αυτών των δυο ινδικών ομάδων. Η Ευθυμίου έδειξε μια εικόνα ενός στενού γεμάτο πτώματα με έναν και δυο γύπες πάνω απ’το καθένα. Αυτό. Τέλος.
Ο άνθρωπος είναι ικανός για τα καλύτερα, και τα πράττει. Μα είναι ικανός και για τα χειρότερα, και τα πράττει κι αυτά. Κι άνθρωποι είμαστε όλοι μας. Μαντέψτε όσο δεν καταλαβαίνετε τη συλλογιστική. Ναι, είμαστε ικανοί για τα καλύτερα και τα χειρότερα. Ο ίδιος άνθρωπος, ανάλογα με τις συνθήκες μέσα στις οποίες θα μεγαλώσει, ανάλογα με τις προδιαθέσεις με τις οποίες θα τον προικίσει και η φύση, είναι ικανός για όλα. Δεν είμαστε εμείς οι καλοί, κι οι άλλοι οι κακοί. Αυτό είναι υπεραπλούστευση υπέρ μας. Κι αν τύχαινε να γεννηθούμε στην άλλη πλευρά, τα ίδια θα πιστεύαμε, τα ίδια θα λέγαμε. Αυτά, είναι, αηδίες.
Ο Καμύ είναι ο αγαπημένος μου. Από αυτόν κρατάω κυρίως τη σημασία που έδωσε στην αγάπη. Την πάλη ενάντια στον μηδενισμό. Είχε πει ότι ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να κρίνει, αλλά να κατανοεί. Εγώ δεν είμαι τέτοιος, μα έτσι θέλω να κάνω. Θέλω να κατανοώ. Άλλοι επιθυμούν τη δύναμη, την εξουσία, τις γυναίκες και τα λεφτά. Εγώ θέλω να ρίξω το μάτι μου σε όλο τον κόσμο, να τον γευτώ για λίγο, να τον καταλάβω, να τον κατανοήσω, σαν να λύνω το μεγαλύτερο μυστήριο της ύπαρξης. Είναι σαν να καταλαμβάνω μια νέα χώρα, όταν καταλαβαίνω το πώς και το γιατί πίσω από κάθε τι. Μου αρκεί να το διαπιστώσω μια φορά, για να δημιουργηθεί μέσα μου η αίσθηση, κι ας είναι να ξεχάσω μετά το κομμάτι της λογικής, της γνώσης, μου αρκεί η συναισθηματική εμπειρία, η αίσθηση ότι κάπως, για κάποιον παράξενο λόγο, κατάλαβα τι διακυβεύεται. Έτσι κάνω και με τον κόσμο. Έτσι κάνω και με την ζωή. Έτσι κάνω και με τον εαυτό. Άντε γεια!
Γράφω μέτρα απόψε, όχι αστεία. Με έχω βάλει κάτω και με κοπανάω μπουνιές. Μια στιγμή, λίγο νερό.
Lazy haze λέγεται το κομμάτι που ακούω τώρα. Σαν υπότιτλος της ύπαρξής μου ακούγεται. Μια τεμπέλικη ομίχλη είμαι κι εγώ, ή σε εναλλακτική μετάφραση, μια σκοτοδίνη. Σαν πνεύμα άυλο που στροβιλίζεται γύρω γύρω από τον εαυτό του. Πετάω εδώ κι εκεί, περνώ μέσα από άλλες υπάρξεις, διαπερνώ όλες τις διαστάσεις του χώρου και του χρόνου. Σβίιιου! Και συνεχίζω αυτό το ανέμελο ταξίδι παρέα, με ποιον άλλο, παρά με εμένα τον ίδιο. Ξέρω ότι κάποιοι αν τυχόν διαβάσουν αυτό το κείμενο θα σκεφτούν είτε το ένα είτε το άλλο, μα μην τους το πείτε που βάζω τις γνώμες τους. Ο καθένας ζει τη ζωή του με τον τρόπο του, βιώνει τον εαυτό του με τον τρόπο του, δεν υπάρχει σωστό και λάθος, ακόμη κι αν στέκεσαι μια ζωή κάτω από τη λαιμητόμο με πρόσωπο στραμμένο προς τον ουρανό. Μάντεψε τι βλέπεις.
Τρίτη φορά που χτύπησε το κινητό. Τριάντα και κάτι χιλιάδες μέτρα σκέψης. Οδεύουμε προς το τέλος.
Τελικά, δεν ήταν όπως το φανταζόμουν το να τρέχεις Μαραθώνιο. Μάλλον έχω τρέξει τέτοιους, Μαραθώνιους σκέψης, μπόλικες φορές μέχρι τώρα. Το πώς περνάει μισή ώρα γραφής, δεν μπορώ καν να το καταλάβω. Καταλαβαίνω άλλα πράγματα όμως. Ας μην είμαι αχάριστος.
Λοιπόν, γιατί να είναι τόσο δύσκολο το να ζει κανείς;
Γιατί να είναι τόσο δύσκολο να πούμε αυτά που νιώθουμε στους ανθρώπους που θα θέλαμε να μιλήσουμε;
Γιατί να μας αφήνουν με την ιδέα πως ό,τι κι αν πούμε, με ό,τι τρόπο, σε ό,τι τόνο, θα πάει στράφι, σαν να μιλάμε του αέρα, και να του αραδιάζουμε μύριες κοφτές ανάσες που ψύχονται την επόμενη κιόλας στιγμή;
Βαρέθηκα, όχι με το γράψιμο, όχι, αυτό είναι από τα λίγα πράγματα που μου δίνουν δύναμη. Βαρέθηκα να θέλω να αποδείξω πράγματα στους άλλους, στον κόσμο γενικά, σε μένα ειδικά. Τι νόημα έχει όλο αυτό; Τι νόημα έχουν τα όνειρα; Το μόνο που κάνουν είναι να με σηκώνουν πρωί πρωί, στις 10 για την ακρίβεια, και να με ρίχνουν στην κόλαση της ζωής, για να κυνηγήσω μια φανταστική, ιδεατή κατάσταση. Να κυνηγάω μέσα στο νου μου την πιθανότητα να ανοίξω μια πόρτα, να μπω μέσα της, και να νιώσω ζωντανός εκεί; Ζωντανός στη φαντασία; Και τι θα γίνει με την πραγματικότητα; Με την πραγματικότητα που σε μασουλάει στα δόντια της όσο εσύ ονειροπολείς; Τι αποφυγή είναι αυτή η ονειροπόληση και τι είδους αρρώστια; Πώς θα την ονομάζαμε; Γιατί παρακινούμε τους άλλους να ονειρευτούν μια καλύτερη ζωή δίνοντάς τους τη συνταγή για μια εύκολα μαγειρεμένη κόλαση, σκοτεινό δρόμο στρωμένο με τριαντάφυλλα, μαζί με τα αγκάθια, που πρέπει να διαβούν, για να βγουν που;!
Τέλος πάντων, είκοσι λεπτά μου απομένουν. Ξέρω ότι δεν είναι ό,τι καλύτερο αυτό το κείμενο. Μη φοβάστε, η αυτοκτονία δεν αποτελεί λύση στο λυσάρι μου. Μια ζωή έψαχνα τις εύκολες λύσεις, στα εύκολα, αυτά με τα οποία ασχολούνται όλοι, μα στα δύσκολα, έψαχνα όχι για λύσεις, αλλά για μεγαλύτερα προβλήματα, γιατί; Μα γιατί έτσι τραβούσα την προσοχή μου από αυτό που δεν μπορούσα να λύσω, ή που έτσι νόμιζα, για να επικεντρωθώ σε κάτι που κανείς, ποτέ, δεν έλυσε.
Το μυστήριο της ζωής δεν χρειάζεται να το λύσουμε, αλλά να το ζήσουμε. Η ζωή βρέχει προβλήματα αλλά εμείς, σωστοί μαλάκες, κουβαλάμε ομπρέλα, λες και θα αποφύγουμε το μουσκίδι, λες και θα αποφύγουμε τον θάνατο. Ε, λοιπόν, ζω θα πει περιδιαβαίνω την κόλαση με ανοιχτή καρδιά και μυαλό, αφήνω τις σταγόνες να με βρουν στο κεφάλι, τα χτυπήματα δέχομαι, να δω τις γρατζουνιές τους επιθυμώ, θέλω να την νιώσω, ποιος τον γαμάει τον στοχασμό, στοχάζονται οι ζωντανόνεκροι, ή καλύτερα, νεκροζώντανοι, κι ας ψοφήσω στο παραπέντε, αντί για το και πέντε, ουσία έχει η ουσία και τίποτα έξω από αυτή, ουσία έχει το βίωμα και καμιά σκέψη δεν μπορεί να πάρει τη θέση της σημασίας του, ζω θα πει πονώ με τέχνη, είτε μόνος, είτε με παρέα, μέσα σε αυτό το σκηνικό πλάκας που μας έχει στήσει η ίδια η ζωή.
Δράμα είν’η ζωή; Μήπως είναι τραγωδία; Μήπως εν τέλει κωμωδία να’ναι; Τα πάντα είναι η ζωή και τίποτα. Ανάλογα την οπτική γωνιά, ανάλογα τον παρατηρητή, ανάλογα το τέλος. Η ζωή είναι η παράσταση που δίνουμε ενόσω νομίζουμε πως κάνουμε πρόβα, είναι αυτή η αμήχανη στιγμή πριν ανεβούμε στη σκηνή, πριν περπατήσουμε, πριν πούμε έναν λόγο. Συμβαίνει στα παρασκήνια, χωρίς θεατές, χωρίς τα κατάλληλα ρούχα και τις διαθέσεις. Τα λάθος λόγια, αποδεικνύονται τα σωστά, όταν έχουν ειπωθεί δίχως πολλή σκέψη, κι ας μην τα ακούει κανείς, κι ας μην είναι κανείς εκεί για να τα ακούσει.
Φύγε μαλάκα Σαίξπηρ απ΄το κεφάλι μου, εγώ δεν είμαι θεατράνθρωπος, εγώ είμαι μια διάσταση, όχι πάνω, όχι κάτω, μα έξω από τον άνθρωπο. Μια αντικρύζω τον κόσμο από την ταράτσα μου, μια από το υπόγειο της ψυχής μου, μια τον παρατηρώ στις γωνιές των αγορών και μιας τυχαίας παρέας που δεν με αντιλαμβάνεται καν, μια τον ζω για λίγο στις χαρές του έρωτα, της συζήτησης, του βλέμματος, μια συνδέομαι, μια αποσυνδέομαι, μια φεύγω, μια έρχομαι, εγώ που βρίσκω ό,τι δεν ψάχνω και ψάχνοντας το χάνω, όταν επιθυμώ τη ζωή αυτή φεύγει, όταν σβήνω αυτή έρχεται, σαν το μαύρο που επιθυμεί το λευκό γιατί μέσα του ενυπάρχουν όλα τα χρώματα, που ερωτεύεται ό,τι του λείπει, απλά για να διαπιστώσει πόσο μόνο είναι, παρέα με τον εαυτό του, δίχως κανένα άλλο χρώμα να μπορέσει να το αγγίξει, καταδικασμένο για πάντα να ζει μόνο του, πότε πότε, στις καλές μέρες, να νιώθει μονάχο αντί για μόνο, αφήνοντας στις λέξεις αυτές μια ακόμη κρυφή αλήθεια, φανερή στα μάτια όσων νιώθουν έτσι κι όχι αλλιώς, αυτές, τις καλές, μα σπάνιες μέρες τους.
Χτύπησε για τελευταία φορά το κινητό. Μείνανε 35 δευτερόλεπτα. Θα έλεγα κάτι σοφό αν ήξερα κάτι τέτοιο. Σαράντα χιλιάδες και κάτι μέτρα σκέψης μέσα σε δυο γεμάτες ώρες. Ήταν ο δικός μου Μαραθώνιος.
Θ.Λ. έχε γεια.
