Τραβώντας με η ζωή απ’τ’αυτιά,
Μου’μαθε τον πόνο.
Μα σαν τινάχτηκα,
Είδα πως το χέρι της με άφησε έτσι απλά.
Την παρατήρησα καλά καλά,
Κι είδα πως το χέρι της ήταν το δικό μου χέρι.
Το άτιμο το μυαλουδάκι μας, μετά κόπων και βασάνων προσπαθεί να καταλάβει τι του συμβαίνει καθώς μεγαλώνουμε παρέα. Χτίζει τον εαυτό, με ό,τι τούβλο βρει στο πέρασμα του χρόνου. Με εμπειρίες που θα γίνουν αναμνήσεις, με πληροφορίες που θα γίνουν γνώσεις, με αισθήσεις και σκέψεις, συναισθήματα κι ιδέες, χτίζει, χτίζει, χτίζει.
Το μυστρί στο ένα χέρι, στο άλλο κρατά κι ένα μολύβι, χτίζει και γράφει, γράφει, γράφει.
Τι γράφει το μυαλό μας;
Γράφει τις ιστορίες της ζωής μας. Γράφει και διαβάζει, διαβάζει, διαβάζει.
Και τι διαβάζει άραγε;
Διαβάζει όσα γράφει, ξαναγράφοντάς τα, ξαναδιαβάζοντάς τα.
Κι έτσι, πολλές μικρές ιστορίες, δημιουργούν μια μεγάλη, την ιστορία που μαθαίνουμε να λέμε στον εαυτό μας, για το άτομό μας, για τους άλλους, για τον κόσμο μας.
Μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς, υπάρχει περίπτωση το μυαλό να μην πέσει σε παγίδες; Σε παγίδες που, εν πολλοίς, μόνο του δημιουργεί;
Αν γίνει μια λάθος εγγραφή, αν γίνει μια λάθος ανάγνωση, πώς να μην επηρεάσει το σύνολο της ιστορίας;
Καταλήγουμε κάπως έτσι, να φτιάχνουμε ιστορίες μέσα μας, πότε σωστές, και πότε λανθασμένες. Κι επειδή, τις πιο πολλές από αυτές τις δημιουργούμε όταν είμαστε μικροί σε ηλικία, τείνουμε να πιστεύουμε στις ιστορίες των μικρότερων εαυτών μας, εαυτών που έχουν κάθε λόγο να κάνουν λάθη.
Σκεφτείτε το. Το πώς αντιλαμβανόμαστε την ιστορία της ζωής μας, τον ίδιο μας τον εαυτό, τους ανθρώπους γύρω μας, την κοινωνία, τα συστήματα, τις ιδέες, μπορεί να μας κάνει να πιστεύουμε σε φαντάσματα. Φαντάσματα που οι ίδιοι, ίσως με την βοήθεια των άλλων, να δημιουργούμε.
Έφτασα στο σημείο ως άνθρωπος να ανοίξω ακόμη μια πορτούλα μέσα μου, μια πορτούλα που το άνοιγμά της με έφερε αντιμέτωπο με όλα αυτά τα φαντάσματα. Γιατί τι άλλο είναι όλες αυτές οι αναγνώσεις μου στα πράγματα, αν όχι κακές ιδέες που με ταλαιπωρούν χρόνια τώρα.
Συνήθως οι άνθρωποι λειτουργούν ασυναίσθητα κι ασυνείδητα, σα σε αυτόματο πιλότο. Επίσης, έχουν στο νου τους τα δικά τους ζητήματα. Τα προσωπικά τους, τις επιθυμίες τους, τις επιδιώξεις και τα όνειρά τους. Αν βλέπεις κάποιον να τραβά στο δρόμο του, και να μιλά στον εαυτό του, καλύτερα είναι να μην τον ενοχλήσεις, να μην του μιλήσεις καλά καλά. Αν τύχει και μπεις μπρος του, θα σε απωθήσει, όχι γιατί εσύ είσαι εσύ, όχι γιατί σε μισεί και θέλει το κακό σου, απλά τον ενοχλείς να πάει προς το μέρος που καλώς ή κακώς επέλεξε, ή νομίζει πως επέλεξε.
Μα οι δρόμοι των ανθρώπων συνεχώς μπλέκουν μεταξύ τους, και βρίσκεσαι στα καλά καθούμενα στο δρόμο του άλλου και δέχεσαι την απώθησή του, κι έτσι συμβαίνει με όλους. Όλοι, κινούμαστε βάσει προσωπικού συμφέροντος, ή ας πω καλύτερα ενδιαφέροντος. Το να ζεις μέσα στον κόσμο, σημαίνει να έρχεσαι αντιμέτωπος με όλους, μια να απωθείσαι, μια να απωθείς. Κάτι σπάνιες φορές, οι δρόμοι μας παραλληλίζονται με τους δρόμους των άλλων, χωρίς ποτέ να ταυτίζονται πλήρως, και καταλήγουμε να έχουμε φίλους και συνοδοιπόρους.
Το μυαλό μας όμως, δεν κρατά αυτή τη σκέψη πρόχειρη κάπου, σκέψη που μπορεί να εξηγήσει αρκετούς από τους λόγους των πόνων μας, μα αρέσκεται στο να βλέπει παντού εχθρούς, παντού νιώθει την πίεση, την απόρριψη, την κακία. Υπάρχει τόση κακία άραγε;
Πιστεύω ότι υπάρχει κυρίως βλακεία. Κι η βλακεία δεν μπορεί να αποφευχθεί, γιατί ο άνθρωπος είναι τόσο ατελής. Γιατί είναι κυρίως συναισθηματικό ον, κι όχι λογικό.
Άνοιξε η πόρτα, και βγήκαν τα φαντάσματα. Και είδα ότι πίστευα σε χαζομάρες, κι ακόμη το κάνω. Μα τώρα, πλέον, παλεύω για να δω την αλήθεια κατάματα. Την μεγάλη αλήθεια που’ναι φτιαγμένη από μικρότερες, την αλήθεια που μου λέει ότι εγώ ο ίδιος, χωρίς να το θέλω, μου προξενώ το μεγαλύτερο κακό, γιατί τείνω να ερμηνεύω με λάθος τρόπο τη ζωή, τείνω να δημιουργώ ιστορίες μέσα μου που δίνουν δίκιο στον εκάστοτε πόνο. Το μικρό παιδί που νιώθει παραμελημένο, ο έφηβος που κολυμπά στην μοναξιά, ο νέος που φωτίζεται καιόμενος και μια ύπαρξη που στο σύνολό της είναι καταδικασμένη να ρωτά συνεχώς γιατί, γιατί, γιατί.
Κι όμως, το παραμελημένο παιδί είναι μια ανάγνωση του παιδικού παρελθόντος, το ίδιο και με την περίοδο του εφήβου, ακόμη και του νέου, κι εν τέλει της ίδιας μου της ύπαρξης. Δεν είναι ότι όλα αυτά δεν είναι κοντά στην αλήθεια, πως όλα τους είναι ψέματα κι απέχουν, αλλά δεν είναι απόλυτα. Υπήρξε και η απαιτούμενη προσοχή κι αγάπη, κι άνθρωποι γύρω μου που νοιάζονταν, και φίλοι, και κοπέλες. Εγώ είμαι που τους απωθούσα, γιατί δεν κολλούσαν καλά με την ιστορία της ζωής μου, όπως αυτή διαμορφωνόταν. Είμαστε αυτοκαταστροφικοί.
Είμαι, αυτοκαταστροφικός, νους.
Κάτι άνθρωποι σαν εμένα, που έμαθαν να βάζουν δύσκολα στον εαυτό τους, νιώθουν θύματα. Κι ίσως να υπήρξαν όντως θύματα, κι ίσως ακόμη να’ναι. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορούν να πάψουν να είναι τέτοια, πως δεν έχουν τη δύναμη να ξεφύγουν από την πλεκτάνη της ζωής, είτε υφίσταται αυτή είτε όχι.
Κι εδώ είναι το ζουμί της υπόθεσης που άνοιξα με αυτό το κείμενο. Ο άνθρωπος, μέσα στις ατέλειές του που οδηγούν σε λάθη, παραμένει όμορφος και δυνατός. Αρκεί να το πάρει απόφαση. Είμαστε όσο ελεύθεροι θέλουμε να είμαστε, γιατί όλα είναι στο μυαλό μας. Όλα! Τα πάντα!
Τα πάντα είναι γραψίματά μας, διαβάσματα κι ερμηνείες που τους δίνουμε.
Κι εδώ φέρνω μια ακόμη ιδέα.
Αν τείνουμε να λέμε ψέματα στον εαυτό μας για να δικαιολογήσουμε τις αδυναμίες μας. Κι αν αποφεύγουμε σχεδόν εκ φύσεως τις αλήθειες που’ναι μπρος στα μάτια μας. Τότε γιατί να μην αρχίσουμε να λέμε συνειδητά άλλου είδους ψέματα; Γιατί να μην αρχίσουμε να λέμε για παράδειγμα πως είμαστε δυνατοί, πως θα ζήσουμε τη ζωή όπως τη θέλουμε, δίχως περιορισμούς που θα μας βάζει ο νους μας; Όλα μοιάζει να’ναι αυτοεκπληρούμενες προφητείες. Γιατί να μην πούμε ψέματα στο μυαλό, αλλά αυτά να’ναι θετικά ψέματα;
Υπάρχει, αναρωτιέμαι επίσης, κάτι σταθερό στον κόσμο; Υπάρχει κάτι αναλλοίωτο; Υπάρχει η αλήθεια, ή τα πάντα είναι σχετικά;
Δεν έχω απαντήσεις, ή τουλάχιστον δε μου εμφανίζονται.
Κι όμως, κάτι μπορεί ο άνθρωπος να πετυχαίνει παραπάνω από αυτό που η ζωή η ίδια τον κάνει να πετυχαίνει.
Δεν είναι ντετερμινιστική η ζωή, ή αν είναι, τότε είναι στα μικρά κι απλά.
Η ζωή μας φαίνεται να’ναι κβαντική, με άπειρα ενδεχόμενα που υπακούουν σε πιθανότητες απίθανες, κι όμως κάποια πραγματώνονται, γιατί δε γίνεται κι αλλιώς.
Γιατί να μη στοχαστεί ο άνθρωπος τη ζωή του, τις επιλογές του, γιατί να μη δει μέσα στα σκοτάδια του, να καταλάβει λίγο παραπάνω τον ίδιο, το ζουμί της ύπαρξής του, γιατί να μην κατανοήσει, γιατί να μην πράξει;
Στοχαζόμενος, έρχομαι αντιμέτωπος με τις επιλογές μου, επιλογές της καθημερινότητας αλλά κι όλων όσων με διαμόρφωσαν, κοιτάζω στα σκοτάδια μου ανοίγοντας πόρτες και κάνοντας βαθιές βουτιές στο είναι μου, με καταλαβαίνω λίγο περισσότερο κι αυτό με βοηθά και στην κατανόηση του κόσμου, κι έτσι, αλλάζω το μυαλό μου και με ωθώ στις πράξεις, τις πράξεις που’ναι η πεμπτουσία της σκέψης και του στοχασμού.
Η αλήθεια θα έπρεπε να’ναι το ζητούμενο, μα δεν απαιτείται στην ζωή.
Αν κάτι με ωθεί στη μιζέρια, στην θυματοποίησή μου, εγώ πλέον το απωθώ πίσω, και διεκδικώ πατώντας γερά στα πόδια μου την ίδια τη ζωή, έχοντας πρώτα αποθυματοποιήσει τον εαυτό μου απ’όλες τις αρνητικές ερμηνείες.
Και πιστεύω ότι αυτό είναι το μόνο χρέος του ανθρώπου, το να κρατά το κεφάλι όρθιο, κόντρα σε όλες τις δυσκολίες, και να συνεχίζει να περπατά προς το άπειρο.
Το χέρι που τα’ταν το δικό μου και που πρώτα μου τράβαγε τ’αυτιά,
Τώρα το νιώθω να με σκουντά εμπρός στο άγνωστο.
Το χέρι μου χέρι της ζωής,
Μ’ένα του σκούντημα μου μαθαίνει τη λαχτάρα της δύναμης.
