Τι ωραία που’ναι να ταξιδεύεις και να μη σε νοιάζει τίποτα.
Να επισκέπτεσαι τόπους κι ανθρώπους, μέρη που τα οφέλη τους έχουν άμεσο αντίκτυπο μέσα σου.
Εμπειρίες που σε κάνουν να νιώθεις πιο ζωντανός, και που’χουν συνήθως σημαντικό οικονομικό τίμημα.
Επέστρεψα στην Ελλάδα για δυο εβδομάδες, κάνοντας ένα πέρασμα από την Αθήνα η οποία με ενθουσίασε κι αυτό ήταν έκπληξη για’μενα επειδή την είχα πολύ χαμηλά. Είδα ένα σωρό φίλους, χωρίς να μπορέσω να τους δω όλους, είδα την οικογένεια, επισκέφθηκα αρχαιολογικούς χώρους, την Ακρόπολη που πάντα λαχταρώ να δω μαζί και το μουσείο της. Κι αν κι ακούγονται αρκετές οι δυο εβδομάδες, εννοείται ότι δεν ήταν. Ειδικά όταν είσαι τουρίστας, χωρίς δουλειές κι υποχρεώσεις.
Τον τελευταίο χρόνο, όποτε επισκέπτομαι την Ελλάδα, δε μου βάζω όρια στο τι κάνω, πού πάω και τι ξοδεύω, κι αυτό είναι πρωτόγνωρο. Πρωτόγνωρο μιας και τόσα χρόνια συνήθισα στην αυτάρκεια στην οποία με ανάγκαζε η οικονομική δυσχέρεια αλλά και η μιζέρια που με διακατείχε.
Τώρα πλέον, πάω και για φαγητό έξω, παρακολουθώ θέατρο, πηγαίνω σε συναυλίες κι αγοράζω τα βιβλία με το κιλό, ενώ μπορώ και να κερνώ τους φίλους και τις φίλες μου δίχως να νιώθω βάρος.
Κι ενώ χαίρομαι με όλη αυτή την κατάσταση, παράλληλα νιώθω μια τρομάρα, γιατί ξέρω, ότι κάποτε το καλό θα σταματήσει, κι αυτό γιατί θα επιστρέψω για να ζήσω στην Ελλάδα, και τότε, ίσως χρειαστεί, το πιθανότερο νομίζω, να ξαναμετρώ τα χρήματα στην τσέπη, και να διπλοσκέφτομαι για το πώς θα τα ξοδεύω.
Προς το παρόν όμως, το να ζω στην Ολλανδία, έχει και τα θετικά του, τα οποία είναι αρκετά. Έρχομαι στην Ελλάδα για να νιώσω πιο ζωντανός, κι ας το παρακάνω.
Πάντως διαπιστώνω από πρώτο χέρι ότι αν δε δουλεύεις κι έχεις χρήματα να ξοδέψεις, τότε δε σου φτάνουν οι ώρες της μέρας, μιας κι υπάρχουν άπειρα ευχάριστα και σημαντικά που μπορείς να κάνεις. Αν μπορούσα να αποφύγω το να εργάζομαι, με χαρά θα το’κανα δίχως να νιώθω καθόλου άσχημα, κι ας πάθαιναν χολή όσοι έχουν εξυψώσει την εργασία ως το υπέρτατο αγαθό. Εγώ απεναντίας ονειρεύομαι να βρω τρόπο ώστε η εργασία μου να’ναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το πνεύμα και τον πολιτισμό, για να πετύχω μ’ένα σμπάρο δυο τρυγόνια.
Κατεβαίνοντας στην Αθήνα, έπειτα από πέντε χρόνια, είδα την πόλη με άλλο μάτι. Λίγο που τώρα είχα χρήματα. Λίγο που μεγάλωσα και έχοντας διαβάσει περισσότερα κατανοώ την ιστορική σημασία της πόλης. Λίγο που ήμουν πραγματικά τουρίστας. Όλα αυτά με έκαναν να την χαρώ.
Λογικό που οι τουρίστες απ’όλο τον κόσμο την επισκέπτονται. Πώς να μην υπάρχει υπερτουρισμός σε έναν τέτοιο τόπο όπως η Αθήνα μα και η Ελλάδα γενικότερα; Η ομορφιά, η ποικιλομορφία, η ιστορία, οι άνθρωποι και τα ερειπωμένα μάρμαρα μαγνητίζουν ενώ το κλίμα κι ο ήλιος αποχαυνώνουν τις αισθήσεις.
Τι ωραία που’ναι όλα, λοιπόν, αν είσαι τουρίστας στην Αθήνα και την Ελλάδα.
Έλα όμως που δεν είναι τόσο ωραία αν είσαι κάτοικος αυτής της πόλης και της χώρας.
Ναι, το κλείσιμο της εθνικής οδού ανάγκασε το ΚΤΕΛ να κατέβει από την Ιόνια Οδό, την οποία πρώτη φορά διάβηκα. Και είναι όντως πολύ όμορφη διαδρομή την οποία θα χαιρόμουν ακόμη περισσότερο αν ο λόγος που την πήρα δεν ήταν οι πλημμύρες στη Θεσσαλία. Γιατί, πώς να χαρείς με κάτι που πηγάζει από την καταστροφή και που συνεπάγεται ανείπωτο πόνο τόσων και τόσων ανθρώπων, άμεσα ή έμμεσα; Πώς να χαρείς με την καταστροφή τόσων ζωών, σπιτιών, μονάδων και χωραφιών, δρόμων, φραγμάτων;
Στην επιστροφή για Θεσσαλονίκη, ο δρόμος είχε ανοίξει, μα δεν μπόρεσα να δω την καταστροφή γιατί γύρω μας ήταν όλα σκοτεινά.
Από την άλλη, τι καλά να μπορείς να βγαίνεις και να ξοδεύεις, να περνάς καλά, αλλά αυτό το κάνουν μόνο οι τουρίστες, και μια μικρή μερίδα του πληθυσμού που’ναι καλά αμειβόμενη, ενώ οι περισσότεροι δεινοπαθούν.
Τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, η εποχή του κορωνοϊού, τα ελληνοτουρκικά που φέραν στην επιφάνεια τη σημασία της ασφάλειας της χώρας, ο πόλεμος του καθεστώτος Πούτιν στην Ουκρανία, οι ξεκάθαρες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με μια χώρα που πτώχευσε οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά και αξιακά, που μας έχει όλους πάνω στο σάπιο καράβι της ενώ αυτή βολοδέρνει δεξιά κι αριστερά μέσα στις φουρτούνες, πώς να αφήσουν τον άνθρωπο που κατοικεί στην Ελλάδα, Έλληνας είναι αυτός είτε μετανάστης, να κρατήσει σηκωμένο κεφάλι στη ζωή του, να’χει κούτελο καθαρό, και να ελπίζει; Και πώς να το κάνει αυτό πλέον, όταν σε ολόκληρο τον πλανήτη τα πράγματα δυσχεραίνουν ακόμη περισσότερο;
Η Ελλάδα που κατοικεί μέσα στα μνημόνια, κατάφερε να αφήσει στο παρελθόν τον έλεγχο των δανειστών-εκβιαστών, είναι μια Ελλάδα πετσοκομμένη σε όλες τις πλευρές της. Μια χώρα που’ναι φάντασμα αυτού που ήτανε τις προηγούμενες δεκαετίες, και που ετοιμάζεται τώρα να βγει ακόμη πιο δυνατά στις αγορές του χρήματος, αυτού του αδυσώπητου εκμεταλλευτή χωρών σαν και τη δική μας, τι θα πρέπει να αναμένει;
Το Ε.Σ.Υ. διαλυμένο που υπολειτουργεί χρόνια τώρα. Ο στρατός πιο δυσκίνητος και παράλογος κι από ήρωα του Μπέκετ. Η μανία των αδίστακτων του κόσμου. Η μανία της φύσης την οποία δε σεβόμαστε. Τόσοι λόγοι για να απελπιστεί κανείς, μοιάζει με θαύμα αν κάποιοι αποφεύγουν ακόμη τον κυνισμό στις μέρες μας.
Κι όμως, ο άνθρωπος αν θέλει να λέγεται άνθρωπος οφείλει να βρίσκει λόγους για να ελπίζει σε κάτι καλύτερο. Να βρίσκει λόγους ώστε να παρακινηθεί, να περάσει στο κομμάτι της πράξης, και να απαιτήσει από τον εαυτό του αποτελέσματα, κι ας πάει κόντρα σε κάθε πιθανότητα.
Ο κόσμος γκρεμίζεται.
Εμείς όμως, έχουμε μια ζωή να ζήσουμε.
Κι αν θέλει να γκρεμιστεί, ας το κάνει.
Εμείς θα τον ξαναχτίσουμε εκ νέου.
Απλά, ευχόμαστε από καρδιάς, να συνεχίσει να υπάρχει και μετά την πτώση του.
Φαίνεται τα πράγματα να στρώνουν για τους έχοντες. Τι συμβαίνει όμως για όσους ζουν, ή καλύτερα επιβιώνουν, μέσα στην ανασφάλεια; Τι συμβαίνει με ανθρώπους νέους που οι παλιότεροι έζησαν εις βάρος τους;
Η δική μου η γενιά, εδώ και χρόνια πληρώνει τα λάθη της προηγούμενης, έχοντας θυσιαστεί σε έναν άτυπο βωμό, από τους πατεράδες της. Απορίας άξιο είναι που δε γίνεται ιδιαίτερα λόγος για αυτόν τον πόλεμο, τον μοναδικό ίσως που θα έπρεπε να δώσουμε ως γενιά, μα που δεν ξεκίνησε ποτέ του. Κι όμως, ακόμη κι αν δεν ξεκίνησε, είμαστε τα θύματα γυρασκόμενων κυττάρων που με τα δανεικά τους έκαψαν τις ζωές μας και που τώρα περιμένουν πώς και πώς από εμάς να βγάλουμε το φίδι από την τρύπα, την ίδια στιγμή που συνεχίζουν να κρατούν μετά βίας τη θεσούλα τους, την όποια θεσούλα, στην εργασία, στην κοινωνία, στην οικογένεια.
Κατέστρεψαν τη χώρα, σε όλα τα επίπεδα, και η παρακαταθήκη που μας άφησαν είναι το χάος το ίδιο.
Μας πήραν τα βιβλία κατηγορώντας μας πως μείναμε απαίδευτοι.
Μας στέρεψαν το αίμα με τα τόσα δανεικά που έγιναν καλοπέραση αντί για επενδύσεις.
Μας φλόμωσαν στο ψέμα υποσχόμενοι πως θα μας βγάλουν απ’την πορεία ανυπαρξίας, οι ίδιοι που μας οδήγησαν εδώ.
Μας έχωσαν δακρυσμένους σ’αεροπλάνα για τα ξένα και την μετανάστευση.
Μας έριξαν στα κάτεργα της εργασίας, στον ελληνικό μεσαίωνα, αυτοί που δεν εργάστηκαν ποτέ τους με τον τρόπο που απαιτούν από εμάς.
Μας κοροϊδεύουν χρόνια τώρα πως η κατάσταση θα αλλάξει προς το καλύτερο, ενώ ολόκληρο το δάσος της ανθρωπότητας καίγεται απ’άκρη σ’άκρη.
Κάποτε, θα μας καλέσουν να υπερασπιστούμε την πατρίδα, ενώ θα εννοούν πως θέλουν να προστατέψουμε τα συμφέροντά τους.
Τουρίστας πλέον στη χώρα σου πας μόνο αν έχεις γίνει μετανάστης, ή αν είσαι προγραμματιστής και πιάνεις δυο βασικούς μισθούς, ή αν δουλεύεις στα μαύρα και κλέβεις το κράτος.
Για να πάει ένα παλικάρι ή μια κοπέλα σε ένα νησί σήμερα, θα πρέπει να δουλέψει εκεί σε κάποιο beach-bar, ή εστιατόριο, ή ξενοδοχείο, ή σε όλα αυτά μαζί την ίδια ώρα, τύφλα να’χεις Άδωνι.
Για να επισκεφτεί ένα παλικάρι ή μια κοπέλα την Ακρόπολη και το μουσείο της θα πρέπει να ξοδέψει 35 ευρώ συνολικά, το ένα εικοστό του βασικού μισθού, ο οποίος δε φτάνει για να επιβιώσεις καν.
Να γιατί δεν υπάρχουν Έλληνες στους χώρους αυτούς, γιατί δεν μπορούν να τους επισκεφθούν, κι αν γλυτώσουν ένα 35αρι, θα προτιμήσουν να το ρίξουν σε βενζίνη για να το σκάσουν για μια μέρα από την τσιμεντούπολή που’ναι η Αθήνα και να αράξουν σε καμιά παραλία με μπύρες και βιβλία.
Είμαστε τόσο σάπια ως χώρα οικονομικά, που βασίζουμε όλες μας τις ελπίδες στον τουρισμό, καταλήγοντας να’χουμε υπερτουρισμό σε πολλά μέρη, ενώ όλοι οι άλλοι τομείς πάνε πίσω, κι αν φαίνεται κάποιοι να’ναι ψηλά, αυτό συμβαίνει λόγω πληθωρισμού που δεν λέει να πέσει.
Κι έχουμε κάτι εμετικούς πολιτικούς με τα εκάστοτε παπαγαλάκια τους να προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο, λες και το βίωμα παύει να’ναι ίδιο όταν το ντύνεις με λόγια του αέρα.
Ναι, η Ελλάδα οφείλει να στηριχτεί σε μεγάλο βαθμό στον τουρισμό, ο οποίος αξιοποιεί την ιστορία και τον πολιτισμό της, μαζί με τις φυσικές ομορφιές της, αλλά δεν πρέπει να μείνει μόνο εκεί.
Στον τουρισμό, όπως σε κάθε τομέα θα πρέπει να υπάρχουν κανόνες που να ευνοούν το σύνολο κι όχι τα λαμόγια που συνήθως είναι οι επιχειρηματίες του χώρου. Δε γίνεται να θεωρείται φυσιολογικό να εργάζεται ένας νέος άνθρωπος εφτά φορές την εβδομάδα, για τρεις έως πέντε μήνες, περισσότερες από δέκα ώρες ημερησίως και υπό επικίνδυνες συνθήκες, μέσα στον ήλιο και την κάψα, μέσα στην τοξικότητα του περιβάλλοντος που τους βλέπει όλους κι όλα ως χρήμα. Αυτό είναι απάνθρωπο, γι’αυτό και τώρα που πολλοί νέοι προτιμούν να μην πάνε για σεζόν, η ελληνική κυβέρνηση ψάχνει για μετανάστες από άλλες χώρες που φτάνουν μέχρι τα βάθη της Ασίας, από Αίγυπτο μέχρι Μπαγκλαντές, ανθρώπους που η μοίρα ρίχνει στην ανάγκη, να καλύψουν τα ελληνικά, καλοκαιρινά, κάτεργα.
Τι γίνεται με τους άλλους τομείς της οικονομίας;
Στη Θεσσαλονίκη, ολόκληρος δήμαρχος εκλεγμένος από τους πολίτες, καλωσορίζει τα κρουαζιερόπλοια με κουλούρια και συρτάκι, ενώ η πόλη έχει παραδοθεί στη μαφία της εστίασης, μη κάνοντας κανένα έργο για τον πολίτη παρά μόνο θυσιάζοντας την πόλη στο βωμό του κέρδους των λίγων οικονομικά ισχυρών.
Τι γίνεται με την επαρχία που δεινοπαθεί, με τους ανθρώπους που ζουν σαν ακρίτες κι ας απέχουν λίγα χιλιόμετρα μακριά από τα αστικά κέντρα;
Κάνοντας τη βόλτα μου μέσα στο μουσείο της Ακρόπολης, δεν άκουσα παρά δυο ή τρεις οικογένειες να μιλούν ελληνικά. Τρεις ώρες αφιέρωσα μπροστά στα απομεινάρια και στο νου μου έρχονταν αμέτρητες εικόνες, σκέψεις και συναισθήματα. Τρεις φορές βούρκωσα και με το ζόρι δε με έπιασαν τα κλάματα για όλα αυτά που θα μπορούσαμε να είμαστε, γιατί κάποτε ήμασταν. Τώρα, έχουμε γίνει η σκιά της σκιάς μας. Οι αρχαίοι Έλληνες, Αθηναίοι, Σπαρτιάτες, Μακεδόνες, θα μας έφτυναν κατάμουτρα και θα μας αποκαλούσαν βαρβάρους για αυτό που είμαστε σήμερα.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει εκπαίδευση που να μορφώνει, κι η παιδεία έχει κατρακυλήσει σε ιστορικά χαμηλά.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει δημοκρατία γιατί όσοι εκλέγονται είναι οι χειρότεροι των χειροτέρων.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει οικονομία παρά μονάχα μια μαφία που μοιράζει την πίτα όπως της αρέσει.
Στην Ελλάδα δεν είμαστε πολίτες αλλά υπήκοοι και σύγχρονοι σκλάβοι.
Στην Ελλάδα είναι αδύνατον να ζήσεις, κι όμως το κάνεις, και θα το κάνεις.
Κάθε μέρα είναι ένας αγώνας κι εμείς, οι νεότεροι, είμαστε αναγκασμένοι, όχι στην επιτυχία, αλλά στην προσπάθεια.
Κανείς δεν μπορεί να μας στερήσει τη δύναμη, κανείς την ελπίδα, όσο κι αν βαρούν οι καμπάνες πένθιμα για εμάς.
Είμαστε ο ανθός του σύγχρονου ελληνισμού, αυτού του νοθευμένου κρασιού που’χασε την μυρωδιά του.
Κι όμως, λίγη ακόμη γεύση την έχει, κι αυτή φτάνει για να μας κάνει μοναδικούς μέσα στην τραγική μας μοίρα.
Χαίρομαι, που νιώθω στη χώρα μου, κάτι να σιγοβράζει.

Το κείμενό σου, Θανάση, είναι ένας στοχασμός, δοκίμιο, πάνω στη σημερινή Ελλάδα. Πάνω στην παρακμή της και στη νοσηρή εικόνα της.
Προβάλεις την αλήθεια ωμή, ρεαλιστική, όπως περίπου είναι.
Και για εκείνο, το οποίο χαίρομαι περισσότερο είναι ακριβώς η τελευταία σου φράση:
«Χαίρομαι που νιώθω στη χώρα μου κάτι να σιγοβράζει».
Ναι, στα χέρια μας είναι να απαιτήσουμε και να παλέψουμε για την ανάταση αυτής της κοινωνίας.
Μάς αξίζει, ειδικά για σάς τους νέους.
Την καλησπέρα μου.
Μου αρέσει!Αρέσει σε 2 άτομα
Χαίρομαι που σου άρεσε το κείμενο Γιάννη, να’σαι καλά!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!