Κύματα

Σαν τους φελλούς μέσα στον ωκεανό της ζωής, μια πάνω, μια κάτω, κολυμπάμε στα κύματα.

Πότε πότε τα νερά ηρεμούν, κι εμείς χαλαρώνουμε, ξεχνιόμαστε, νομίζουμε πως αυτή είναι η φυσική μας κατάσταση.

Μα με μια καταιγίδα, βρίσκουμε πάλι τους εαυτούς μας να παλεύουν με υδάτινα βουνά, μια πάνω, μια κάτω.

Ζω πάει να πει παλεύω. Παλεύω έναντι του κόσμου.

Παλεύω έναντι της φύσης. Παλεύω έναντι της κοινωνίας. Παλεύω με τα κύματα. Παλεύω με την αλήθεια. Παλεύω με τον εαυτό μου. Παλεύω ακόμη και με τον εαυτό του εαυτού μου.

Η ζωή είναι απαιτητική, κι εμείς, αν θέλουμε να την αξιοποιήσουμε, θα πρέπει να την πιάσουμε από τα μαλλιά, και να της ασκήσουμε βία. Δυστυχώς, μόνο με την καλοσύνη, ο άνθρωπος δεν μπορεί να πάει μακριά. Άλλωστε, για να’χει κανείς ευγενική ψυχή, θα πρέπει να είχε την τύχη να μεγαλώσει με μετρημένο πόνο και σωστή καθοδήγηση, ή έστω, να συνάντησε κάτι που ξύπνησε την ψυχή του καθώς μεγάλωνε, και να μην την άφησε να ξαναπέσει σε λήθαργο.

Ο άνθρωπος, στη μορφή που’χει τώρα, δε δύναται να ζήσει με ευδαιμονία. Απέχουμε πολύ από αυτή την κατάσταση. Οι στιγμές ευτυχίας, κι η πολυπόθητη ευδαιμονία, πιο πολύ σαν καρότα μπρος στα μάτια μας στέκονται, που μας σπρώχνουν στην πραγματικότητα του βίου, ρίχνοντάς μας μέσα στο βούρκο της συνύπαρξης.

Δεν ξέρω που θα καταλήξουμε, κι αν αυτοκτονήσουμε ως είδος εντός του 21ου αιώνα. Ξέρω όμως, πως χιλιετίες τώρα, ο άνθρωπος δεν αλλάζει. Είμαστε ίδιοι με τους προγόνους μας, γιατί έχουμε το ίδιο σώμα και το ίδιο μυαλό. Κυρίως προβληματικοί, δεν μπορούμε να ανοίξουμε τα μυαλά μας, δεν μπορούμε να δούμε μπροστά. Αδυνατούμε να πάρουμε την ευθύνη της ζωής μας, παρασιτούμε ο ένας πάνω στον άλλο, και δημιουργήσαμε μια κοινωνία που τρώει τη σάρκα της για να επιβιώσει. Τους τελευταίους αιώνες, ανακαλύψαμε τις δυνατότητες και τις προοπτικές που μας έδωσε η επιστήμη, και μεγάλωσαν σε δύναμη οι θεϊκές μας δυνάμεις. Το κακό όμως είναι ότι η σοφία που απαιτείται για να μη μας καταστρέψουν τα όπλα μας δεν υπάρχει. Τα συστήματά μας είναι ευνουχικά, τείνουν να μας υπανθρωπίζουν, αν δεν μας απανθρωποποιούν κιόλας, κι εμείς, τα συντηρούμε σαν κύτταρα σχεδόν δίχως βούληση.

Μέσα σε όλη αυτή την πλεκτάνη που οι ίδιοι στήσαμε στους εαυτούς μας, έρχεται κάθε τόσο κι από μια νέα σφαλιάρα, που’ναι επί της ουσίας το χτύπημα του κύματος πάνω στην κεφάλα μας, να μας ξυπνήσει για τα καλά.

Όσο ζούσαμε σε μικρότερες κοινότητες, και με μεγαλύτερη άγνοια, τα πράγματα για εμάς ήταν καλύτερα, αν κι εξίσου δύσκολα. Μα πλέον, ζούμε σε ένα παγκόσμιο χωριό που ο καθένας είναι κανένας. Για την κοινωνία, είμαστε απλά αριθμοί. Για τους συνανθρώπους μας, είμαστε μέσα. Για την οικογένεια, είμαστε μια προέκταση. Και για εμάς τους ίδιους, είμαστε ένα άλυτο πρόβλημα, ένα αίνιγμα.

Ο άνθρωπος, ήταν, είναι, και θα είναι, ένα ον που λύνει και δημιουργεί προβλήματα, ένα ον που είναι το ίδιο η λύση μα και το πρόβλημα αυτό καθ’αυτό. Όσο ψάχνεται μέσα στη ζωή, να αγγίξει, να δει, να γευτεί, να μάθει, να καταλάβει, να κατανοήσει, τόσο θα πρέπει να έχει τα μάτια του ανοιχτά, και να είναι σε εγρήγορση, για τα χτυπήματα που του έρχονται, όχι ενάντιά του, όχι επειδή είναι κακός ή καλός, απλά επειδή βρέθηκε σε μια κατάσταση που διακατέχεται από δυνάμεις που πολεμούν η μια την άλλη.

Σύσφιξη, χαλάρωση. Αγάπη, μίσος. Φιλότης, νείκος. Συστολή, διαστολή. Ειρήνη, πόλεμος. Εισπνοή, εκπνοή. Ζωή και θάνατος. Κίνηση επί κινήσεως. Ούτε κι όταν πεθαίνουμε δε βρίσκουμε ησυχία, ακούμε τα σκουληκάκια να μασουλάν τις σάρκες μας. Αυτό είναι όλο κι όλο.

Τα κύματα, πότε μικρά, πότε μεγάλα, δεν έρχονται για να πνίξουν εμάς, είναι εκεί, κι απλά εμείς βρεθήκαμε εντός τους. Αν πνιγούμε, είναι γιατί έτσι το έφεραν οι καταστάσεις, γιατί πήραμε μια λάθος στροφή, γιατί ήταν γραφτό μας κάποια στιγμή να φύγουμε. Μακάρι να’χαμε τη σοφία, να ξέραμε που να στρίψουμε το χαζό μας σώμα, που το διαφεντεύουν τα συναισθήματα. Μα είμαστε πρωτίστως ζώα. Δεν είμαστε θεοί. Ακόμη κι αν μοιάζουμε λίγο με κάτι θεϊκό, είναι γιατί έχουμε πάρει εδώ και χρόνια να ανεβαίνουμε τη σκάλα του κοσμικού ουρανού. Είναι γιατί αγαπήσαμε, γιατί φιλοσοφήσαμε, γιατί γίναμε γνώστες του επιστητού. Μα στα πρώτα σκαλοπάτια έχουμε κολλήσει, χρόνια τώρα. Ίσως πάλι, να’ναι νωρίς για να κρίνουμε. Ίσως, μπρος στα εκατομμύρια των ετών, τα δέκα, δεκαπέντε χιλιάδες χρόνια που ο άνθρωπος εκπολιτίζεται, να μην έχουν να πουν τίποτα. Ίσως δεν έχουμε κολλήσει. Ίσως απλά τόσο διαρκεί η αρχή. Αλλά πριν από το κάθε άλμα για να πάμε λίγο πιο πάνω, μοιάζει πως όλα παίζονται, πως η ύπαρξή μας είναι στον αέρα.

Δεν έχει και τόση σημασία.

Ζούμε πολύ λίγο για να μας απασχολούν όλα αυτά. Αν απασχολούν κάποιον, αυτός θα’ναι ο τύπος που λέγεται ιστορικός. Εμείς, ανθρωπάκια σαν είμαστε, κύτταρα ενός ευρύτερου, άχρονου συνόλου, κοιτάμε μόνο την επόμενη μέρα που οι ίδιοι θα ζήσουμε. Η ματιά μας φτάνει μέχρι και το επόμενο εικοσιτετράωρο. Τα θέλουμε όλα, εδώ και τώρα. Δε θέλουμε να θυσιάσουμε τίποτα για να κερδίσουμε στο μέλλον, γιατί δε βλέπουμε μέλλον, ξέρουμε πως στο μέλλον θα’μαστε νεκροί. Είμαστε άρα περισσότερο παροντικά όντα, πολύ κοντά στην κατάσταση του ζωικού βασιλείου. Κι αυτό είναι εντάξει.

Ίσως μετά από τα μεγάλα κύματα, αυτά που και ως άτομα μα κι ως κοινωνία καλούμαστε να ξεπεράσουμε, να μείνουν πιο λίγοι από εμάς στη ζωή. Ίσως οι ανάγκες κι ο χρόνος να μεταπλάσουν τον άνθρωπο. Ίσως είμαστε πριν την αυγή του μεταανθρώπου. Ίσως είμαστε ήδη προϊστορία για αυτό που είναι προ των πυλών.

Φελλοί, λοιπόν, οι άνθρωποι είμαστε. Ακόμη και η αίσθηση πως κολυμπούμε, πως ανεβαίνουμε και κατεβαίνουμε, μια ψευδαίσθηση είναι. Ο υδάτινος όγκος που λέγεται ζωή, μας ανεβοκατεβάζει και μας χτυπά δίχως να μπορούμε φέρουμε αντίσταση. Η όποια βούληση, δεν μετράει. Οι φελλοί, δεν έχουν χέρια, μήτε μυαλά.

Ακούω και βλέπω τον παφλασμό, σε λίγο θα τον νιώσω.

Σχολιάστε