Συμπλήρωσα έναν χρόνο στην Ολλανδία πριν δυο μέρες. Κι ευτυχώς η επέτειος με βρήκε στην Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα στο χωριό μου.
Θα επιδιώξω να κάνω μια αποτίμηση αυτής της περιόδου σε αυτό το κείμενο. Για να δούμε, τι προέκυψε μέσα από αυτό το ταξίδι.
Σαν πρώτη διαπίστωση, πρέπει να πω ότι είχα μεγαλύτερες προσδοκίες από αυτές που συνάντησα. Περίμενα τους ολλανδούς πιο ανοιχτούς και φιλοσοφημένους. Δεν ξέρω γιατί είχα αυτή την εικόνα, ίσως επειδή οι έλληνες που ζουν στο εξωτερικό τείνουν να επικεντρώνονται στα θετικά που συναντούν στις χώρες τους, αποφεύγοντας να κάνουν λόγο και για τα αρνητικά. Έπεσα έξω. Όχι, οι ολλανδοί, δεν είναι πιο ανοιχτοί και φιλοσοφημένοι από τους έλληνες. Σύμφωνα με τα όσα είδα, αυτό είναι μύθος που πλέον δεν τον πιστεύω. Εννοείται ότι προσπαθώ να κάνω αποτίμηση ενός αφηρημένου μέσου όρου που επί της ουσίας δεν μπορεί να προσωποποιηθεί στον μέσο ολλανδό, αλλά οι άνθρωποι τείνουμε να τα απλοποιούμε όλα για να τα καταλαβαίνουμε καλύτερα, μη αποφεύγοντας τις στερεοτυπικές αντιλήψεις.
Υπήρχαν και πολλές εξαιρέσεις ανθρώπων που με εξέπληξαν ευχάριστα, αλλά τα κρύα λουσίματα που έφαγα από την αρχή, με έκαναν να νιώθω άσχημα απέναντι στους γηγενείς. Δεν άργησα να καταλάβω ότι η παρέα με άλλους διεθνείς, από οποιαδήποτε χώρα του κόσμου, είναι πολύ προτιμότερη. Όχι, οι ολλανδοί δεν είναι φιλοσοφημένοι, απλά είναι πιο πρακτικοί κι αντιλαμβάνονται αλλιώς τα συμφέροντά τους. Ο στόχος είναι το χρήμα, ή οι δημόσιες σχέσεις. Πλέον, νομίζω ότι αυτό είναι απόρροια της αλλοτρίωσης που έχει προξενήσει στον άνθρωπο το σύστημα της οικονομίας. Ο καπιταλισμός στην Ολλανδία είναι έτη φωτός μακριά από τον αντίστοιχο της Ελλάδας. Ουσιαστικά μιλάμε για μια διαδικασία που ξεκίνησε εδώ και τέσσερις αιώνες, αποφέροντας πολύ πλούτο, άρα και κεφάλαιο, σε μια χώρα μικρή κι έναν πληθυσμό μαθημένο στα δύσκολα. Ισχύει ότι οι ολλανδοί είναι πολύ άξιοι, που κατάφεραν αυτό το κομμάτι γης που εν πολλοίς ήταν βαλτώδες, να το οριοθετήσουν και να το πλαισιώσουν κατάλληλα ώστε να μπορεί ο λαός να ευδοκιμήσει. Αλλά οι πολλές ομορφιές που’χει η χώρα, οι οποίες έχουν άμεση σχέση με τον ανθρώπινο παράγοντα, είναι αποτέλεσμα της εισροής αυτού του πλούτου μέσα από την ολλανδική αποικιοκρατία.
Μέσα σε όλη τη χρονιά πήγα μόνο μια φορά στο Άμστερνταμ. Είναι πολύ όμορφη πόλη για τα γούστα μου, αλλά ένιωσα πολύ άσχημα στη διαπίστωση ότι ο τουρισμός της πόλης βασίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στα ναρκωτικά και στις γυναίκες. Περπατώντας την πόλη, η οποία κατά κύριο λόγο είναι γεμάτη κόσμο, νιώθεις μια δυσφορία από το μείγμα του χασίς στον αέρα, τα διάφορα sex shops και τα κόκκινα φωτάκια, τα καζίνο, κι έναν απίστευτα μεγάλο αριθμό ποδηλατών που σε κάνουν να νιώθεις ακόμη πιο άβολα, νομίζοντας πως από τύχη δε σε χτυπούν. Είναι κρίμα αυτό για μια χώρα όπως η Ολλανδία, η οποία είναι τόσο ανεπτυγμένη οικονομικά, αλλά καταδεικνύει επίσης τη λογική που διέπει τον γηγενή πληθυσμό: αν κάτι βγάζει χρήμα, μπορούμε να το κάνουμε. Τουλάχιστον έτσι το αντιλαμβάνομαι εγώ.
Στην πόλη που μένω, την Ουτρέχτη, είναι πολύ καλύτερα. Λιγότερα ναρκωτικά με ελάχιστες εξαιρέσεις. Καθόλου κόκκινα φωτάκια και sex shops. Καθαροί δρόμοι και κανάλια μέσα σε ένα κέντρο πόλης με ηλικία τριών-τεσσάρων αιώνων. Οι άνθρωποι είναι πολύ φιλικοί, αλλά μεταξύ τους κυρίως. Αν δε μιλάς ολλανδικά, σε αφήνουν πολλές φορές να νιώσεις ότι ενοχλούνται. Τουλάχιστον αυτό έτυχε σε εμένα. Γιατί ναι, πιστεύω ότι υπάρχει ένας κρυφός ρατσισμός μέσα στους ολλανδούς, όχι ακριβώς για όσους δεν είναι ψηλοί και ξανθοί, αλλά για όσους δε μιλούν τη γλώσσα τους. Ως ένα βαθμό το καταλαβαίνω και το αποδέχομαι. Αλλά μιας και στα χαρτιά κι εμείς οι έλληνες και νότιοι είμαστε ευρωπαίοι, περίμενα κάτι φιλικότερο. Πάντα υπάρχουν εξαιρέσεις, αλλά ένιωσα αρκετές φορές άβολα. Ίσως πάλι να φταίω κι εγώ με το στραβό μου μάτι.
Το πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης, ένα από τα πενήντα καλύτερα του κόσμου, δεν έχω καταλάβει γιατί είναι στα πενήντα καλύτερα. Κατά κύριο λόγο είναι πανέμορφο και πλήρως λειτουργικό, αν εξαιρέσω από μια ολλανδή κυρία στο κυλικείο της σχολής που δεν ξέρει ούτε γεια να πει στα αγγλικά, ενώ οι μισοί της πελάτες δεν γνωρίζουν τη γλώσσα της. Αλλά δεν μπορώ να καταλάβω πως με δέχτηκαν εκεί, μιας και είμαι με διαφορά ο χειρότερος φοιτητής στο μεταπτυχιακό μου. Έχω μια καλή δικαιολογία, μιας και δούλευα όλο τον χρόνο τα σαββατοκύριακα την ώρα που οι συμφοιτητές διάβαζαν, ξεκουραζόντουσαν ή πήγαιναν σε κανένα παρτάκι, αλλά η πίεση που δέχτηκα από όλα αυτά τα deadlines, σχεδόν κατάφερε να κάνει και τη γραμμή της ζωής μου dead. Αν υπάρχει δυσκολία, τουλάχιστον στο δικό μου πρόγραμμα, αυτή δεν πηγάζει από το βάθος γνώσης στο οποίο φτάνουν τα μαθήματα. Όχι, η δυσκολία αφορά τον φόρτο εργασίας που για έναν ρέμπελο σαν και του λόγου μου παρά είναι μεγάλη. Αυτό που διαπίστωσα είναι ότι το πανεπιστήμιο, ακόμη και σε μεταπτυχιακό επίπεδο, και ίσως κατά κύριο λόγο σε αυτό, προσπαθεί να σε βάλει στη λογική της εργασίας για την επόμενη μέρα. Να μάθεις να ψάχνεις, να μάθεις να λειτουργείς μέσα σε ομάδες, να μάθεις να πετυχαίνει στόχους, να εργάζεσαι υπό πίεση έχοντας δύο και τρεις προθεσμίες την κάθε εβδομάδα. Δε στοχεύει καθόλου όμως στο να σε κάνει να αποκτήσεις γνώση, να την κάνεις δική σου κι όχι απλά να της ρίξεις μια ματιά. Δε σε κάνει επιστήμονα, παρόλο που το πανεπιστήμιο είναι ερευνητικό. Τρέχουμε σαν τα ποντίκια όλη τη χρονιά, έχοντας μια στο τόσο κάτι χαζές εβδομάδες που προάγουν το λεγόμενο well-being των φοιτητών, που πιστεύω ότι είναι ξεκάθαρα στάχτη για τα μάτια του κόσμου. Πώς να’χεις υψηλά επίπεδα ευζωίας ως φοιτητής σε πανεπιστήμιο της ολλανδίας όταν πιέζεσαι τόσο πολύ, με εξετάσεις ανά μήνα, παρουσιάσεις ανά δυο εβδομάδες και deadlines κάθε τρίτη μέρα;
Τέλος πάντων, πίκρα μου έφεραν οι γηγενείς, πίκρα και το πανεπιστήμιο. Πίκρα όμως φέρνει στην ολλανδία και η σπαζοκεφαλιά του να βρεις σπίτι. Είναι τόσο μεγάλες οι εισροές μεταναστών και φοιτητών, ενώ παράλληλα πολλά σπίτια διατίθενται ως airbnb, που δημιουργήθηκε ένα μεγάλο κενό ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση. Οι τιμές εκτοξεύονται από μήνα σε μήνα, κτίρια νέα δεν μπορούν να οικοδομηθούν τόσο άμεσα, κι ούτε και σε δέχονται σε σπίτια με συγκατοίκους τόσο εύκολα όσο νόμιζα αν δεν είσαι ολλανδός ή ολλανδή, ή αν δε γνωρίζεις τη γλώσσα. Είναι ζόρικα πολύ.
Από την άλλη, η σχέση του πολίτη με το κράτος είναι πολύ καλύτερη απ’ότι στην Ελλάδα. Για να πας στις υπηρεσίες πρέπει να κλείσεις ραντεβού, ενώ οι υπάλληλοι είναι ευδιάθετοι και εξυπηρετικοί, καμιά σχέση με τον δημόσιο υπάλληλο της ελλάδας που σε κοιτάει λες και σου κάνει χάρη που σε εξυπηρετεί, κι αν το κάνει κι αυτό. Οι συγκοινωνίες λειτουργούν πολύ καλύτερα από τις αντίστοιχες δικές μας, μην αφήνοντάς σε καν να μπεις στη σκέψη ότι χρειάζεσαι αμάξι για να πας στο κέντρο, στο πανεπιστήμιο ή στη δουλειά σου. Παντού υπάρχουν ποδηλατόδρομοι και οι ολλανδοί έχουν ισχυρό ανοσοποιητικό από τη χρήση ποδηλάτου όλο το χρόνο. Τα νοσοκομεία βέβαια, είναι δύσκολο να τα επισκεφθείς, κι αυτό γιατί ο γιατρός που σου αντιστοιχεί στο τοπικό κέντρο υγείας, ας το πούμε έτσι, δε σε παραπέμπει στο μεγαλύτερο νοσοκομείο αν δεν είσαι όχι απλά σοβαρά άρρωστος, αλλά του θανατά. Πώς να μην τα πάει καλύτερα στις αντίστοιχες λίστες το σύστημα υγείας της ολλανδίας, και των άλλων σκανδιναβικών χωρών, όταν ρίχνει πόρτες εκεί που στην ελλάδα είναι ορθάνοιχτες;
Το να βρεις εργασία είναι πολύ πιο εύκολο και οι απολαβές είναι τρεις με τρεισήμισι φορές πάνω για την αντίστοιχη θέση στην ελλάδα. Τα σούπερ μάρκετ είναι ελάχιστα πιο ακριβά, ο ρουχισμός ίσως και φθηνότερος απ’ότι εδώ. Στη χώρα μας, εδώ και μια δεκαετία, έχουμε μισθούς βουλγαρίας και τιμές βόρειας ευρώπης. Πώς να μη σηκωθούν οι άνθρωποι που θέλουν να ζουν με αξιοπρέπεια και να μη φύγουν για τις βόρειες χώρες; Αλλά το να βρεις εργασία δε σημαίνει ότι θα είσαι και πλήρως ικανοποιημένος. Μπορεί να’ναι μακράν καλύτερα απ’ότι στην ελλάδα, αλλά σε πολλές θέσεις καλείσαι να κάνεις τόσο αφηρημένα, και περίπλοκα καμιά φορά, πράγματα, που δεν καταλαβαίνεις τι είδους γρανάζι είσαι μπρος στη μηχανή της επιχείρησης.
Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι ο Μαρξ είχε δίκιο. Ο καπιταλισμός διαβρώνει τις κοινωνίες κι αλλοτριώνει τον άνθρωπο. Παρόλο που ο κομμουνισμός άσκησε πιέσεις στον καπιταλισμό, δίνοντάς του λόγο να γίνει πιο ανθρώπινος, ακόμη και τα σοσιαλδημοκρατικά κράτη, όπως η ολλανδία, ουσιαστικά έχουν απολέσει πολλή από την ανθρωπιά τους. Κι επειδή και η ελληνική οικονομία θα μεγαλώσει και θα αναπτυχθεί τα επόμενα χρόνια, είμαι περίεργος να δω πώς και με τι τρόπους θα μας επηρεάσει.
Από την άλλη, βλέπω να ισχύει και κάτι που μου’χε πει ο φίλος μου ο Ν. όταν πρωτοπήγα στην ολλανδία, ότι όταν βρίσκεσαι εκτός ελλάδας, γίνεσαι περισσότερο έλληνας. Κι αυτό στην περίπτωσή μου ισχύει. Θεωρούσα ότι αφήνοντας πίσω τη χώρα, θα άλλαζα πολύ, κάτι θα πέθαινε μέσα μου δίνοντας χώρο σε κάτι διαφορετικό και νέο να γεννηθεί, αλλά αυτό που συνέβη εν τέλει είναι ότι κατάλαβα, αφού απομακρύνθηκα, πως υπάρχουν και θετικά που έχουμε στην ελλάδα, τα οποία δε μπορείς να βρεις εύκολα αλλού. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι που έχουμε περισσότερο ανάγκη, γιατί χωρίς αυτά, δεν νιώθουμε να’μαστε ο εαυτός μας, άρα τείνουμε να αποξενωθούμε, κι αυτό πονάει και κοστίζει. Πολλά παιδιά, παλικάρια και κοπέλες σαν του λόγου μου, που συνάντησα στην ολλανδία, έχουν παρόμοια άποψη, και αν βρίσκονται εκεί, δεν είναι γιατί ήθελαν κάπου να πάνε, αλλά γιατί ήθελαν από κάτι να ξεφύγουν, κι αυτός ο τρόπος μετακίνησης δεν είναι υγιής, γιατί πρόκειται ουσιαστικά για φυγή στα ξένα, όπου όπου. Αν τα πράγματα αλλάζανε προς το καλύτερο στην ελλάδα, έστω και λίγο, κυρίως οικονομικά, πολλοί άνθρωποι νέοι και με εμπειρίες θα επέστρεφαν, αλλά αυτό δεν είναι όσο εύκολο ακούγεται. Ποιος έχει λόγο να πιέσει για καλύτερους μισθούς, για χαμηλότερο κόστος διαβίωσης, για ανθρώπινες συνθήκες ζωής, για αξιοκρατία, για καλύτερα περιβάλλοντα εργασίας, για ανθρώπινα δικαιώματα κτλ; Ποιος θα πολεμήσει για την αλλαγή όταν αυτοί που θα μπορούσαν να την απαιτήσουν κόβουν ένα εισιτήριο και την κάνουν για τας ευρώπας;
Κατάλαβα καλύτερα τι πάει να πει έλληνας. Τι σημασία έχει η γλώσσα, η ιστορία, η φιλοσοφία. Η κουλτούρα μας όπως και οι τέχνες είναι πολύ πιο δουλεμένες από τις αντίστοιχες της ολλανδίας κι αυτό γιατί πονέσαμε περισσότερο στο πέρασμα του χρόνου. Ο πόνος είναι που σε κάνει να αλλάζεις οπτική και σε ρίχνει στη δημιουργία, γιατί αυτή η τελευταία είναι μια διέξοδος. Αλλά κατάλαβα επίσης ότι η ακροδεξία έχει προκαλέσει πολύ μεγαλύτερο κακό στην ελλάδα και στην ταυτότητα του έλληνα πολίτη, γιατί φοβάσαι να πεις πώς νιώθεις, μήπως και χαρακτηριστείς εθνικόφρων ή και κάτι χειρότερο. Παραμένω πιστός στην ιδέα μου ότι ο άνθρωπος πρώτα απ’όλα είναι άνθρωπος, γυμνός απέναντι στον κόσμο. Πιστεύω ότι είμαστε κοσμοπολίτες κι ότι θα πρέπει να μπορούμε να αγαπήσουμε το κάθε χώμα σαν πατρίδα μας, μα αυτό είναι πολύ δύσκολο και θέλει προσπάθεια και χρόνο. Αλλά αν κάθε κομμάτι γης μπορεί να γίνει με το χρόνο πατρίδα μας, υπάρχει κάτι, που ίσως να μην έχει χαρακτηριστεί έτσι, αλλά θα το ξεστομίσω, που λέγεται μητρίδα, κι αφορά τον τόπο που μεγάλωσες, τους ανθρώπους που συνάντησες, κι αυτό μιας κι είναι χαραγμένο βαθιά μέσα στη μνήμη μας, δεν μπορούμε να το απωλέσουμε, να το ξεχάσουμε, το κουβαλούμε πάντοτε μαζί μας και παντού.
Τώρα, ψάχνω τρόπους να ενδυναμώσω τα θετικά της ταυτότητας του έλληνα που δεν κατάφερα, και δε θέλησα ποτέ, να βγάλω από το λαιμό μου, παράλληλα με τις προσπάθειές μου να ενισχύσω και την ταυτότητα του κοσμοπολίτη, του ανθρώπου που στο παγκόσμιο χωριό που ζούμε σήμερα, οφείλει να γνωρίζει και για τα άλλα ρεύματα του ανθρώπινου πολιτισμού όπως αυτά έχουν φανερωθεί και διαμορφωθεί ανά τόπους.
Τελικά, εδώ και καιρό, πήρα την απόφαση ότι δεν αξίζει να ζεις έξω. Τουλάχιστον όχι αν σκέφτεσαι όπως εγώ. Δεν το κρύβω ότι δεινοπαθώ, αλλά θυμάμαι πολύ καλά πώς πιεζόμουν και με τη ζωή μου στην ελλάδα, τότε που είχα μόνο τα όνειρα να με βγάζουν από τη μιζέρια μου. Τελικά, πουθενά δεν υπάρχει ο παράδεισος, κάθε τόπος έχει τις αντίστοιχες ομορφιές του. Η ζωή είναι δύσκολη παντού, απλά ανάλογα την περίπτωση, έχεις άλλα προβλήματα να αντιμετωπίσεις. Κανείς, θα πρέπει να ξέρει από τι πάστα ανθρώπου είναι, και να πάρει το τομάρι του και να το βάλει εκεί που μπορεί να ανταπεξέλθει καλύτερα. Σίγουρα, η μετανάστευση, ακόμη και με τους ευνοϊκότερους όρους, όπως την πέτυχα εγώ, είναι ψυχοφθόρα διαδικασία που χρειάζεται τόλμη και υπομονή. Απορώ με τους αμέτρητους ανθρώπους, σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, πώς κατάφεραν να μετακινούνται δεξιά κι αριστερά δίχως να τρελαίνονται. Είτε μένει κανείς είτε φεύγει, χρειάζεται δύναμη εξίσου. Ο Ελύτης μας το’δωσε πολύ καλά: την άνοιξη, αν δε τη βρεις, τη φτιάχνεις. Αυτό ίσως να έπρεπε να’χουμε περισσότερο στο νου μας στην ελλάδα, πριν το βάλουμε κάτω για να κυνηγήσουμε φρούδες ελπίδες σε νέους τόπους. Αλλά και πάλι, ποιος να κατηγορήσει ποιον. Και πόσοι να θυσιαστούν στους σύγχρονους μινώταυρους;
Πριν κλείσω αυτή την αποτίμηση, θα ήθελα να αναφερθώ σε κάτι ακόμα. Μετά απ’όσα είδα μέσα σε ένα χρόνο κατάλαβα καλά ότι οι άνθρωποι που βρίσκονται ψηλά σε κάθε είδους ιεραρχία έχουν άμεσο όφελος από την μετανάστευση απ’όπου κι αν προέρχονται οι άνθρωποι, δίχως να’χει σημασία το επίπεδο εκπαίδευσης. Τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, είτε νόμιμα μετακινούνται από χώρα σε χώρα, είτε παράνομα, τους αξιοποιούν και οι πολιτικοί, και οι άνθρωποι που’χουν επιχειρήσεις και κεφάλαιο. Είναι κρίμα που οι τριβές συμβαίνουν στα κάτω κάτω επίπεδα της κοινωνικής πυραμίδας, την ώρα που αυτοί που βρίσκονται ψηλότερα κερδίζουν από τους πόνους των συνανθρώπων τους. Για παράδειγμα, παρατηρώ ότι στην ολλανδία δεν υπάρχει πλέον προλεταριάτο. Δεν υπάρχει ολλανδική εργατική τάξη που θα πάει κόντρα στη μεσαία και στην ανώτερη. Οι ολλανδοί σπουδάζουν, κι ακόμη κι αν κάποιες φορές δεν το αξίζουν, βρίσκουν θέσεις εργασίας ικανοποιητικές. Οι μετανάστες, κατά κύριο λόγο μουσουλμανικής καταγωγής που δυσκολεύονται να αναρριχηθούν στην κοινωνική πυραμίδα, καλούνται να κάνουν τις δύσκολες κι επισφαλείς εργασίες. Κι επειδή οι μετανάστες βρήκανε καλύτερη κατάσταση από αυτή της χώρας τους, δε σκέφτονται καν να διεκδικήσουν κάτι καλύτερο, άρα δε ρίχνονται σε κοινωνικούς αγώνες. Είναι μια κατάσταση win-win που βγαίνουν όλοι περισσότερο ή λιγότερο νικητές. Δεν έχει διαμορφωθεί τυχαία, όπως τυχαία δεν ξεκληρίζονται και οι χώρες της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Με όλα αυτά, καταλαβαίνω πολύ καλύτερα την υποκρισία του κόσμου, δυτικού ή μη.
Ο άνθρωπος είναι ένας θεϊκός διάβολος που τρώει τον εαυτό του μα και πάλι, παραδόξως, μεγαλώνει.
Το ζήτημα είναι ότι πλέον μεγάλωσε το σώμα του τόσο, που το σπίτι του δε θα τον χωράει και θα τον ξεβράσει.
Αυτό συνέβη γιατί έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στα του σώματος, βασικά ένστικτα και περισσότερο ζωώδη συναισθήματα, παρά στο πνεύμα του, που όσο περνάει ο καιρός, ξεφτίζει και χάνεται.
Για να δούμε τι μου επιφυλλάσει ο δεύτερος χρόνος στην Ολλανδία.

Μια σκέψη σχετικά μέ το “1ος Χρόνος”