Τα παρόντα αποτελούν πονήματα από σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής.
Ο Γιαννάκης το καλό παιδί
Το γκαρσόνι ο Γιάννης, με το ψευδώνυμο Ψύλλος, έχει μανία με τα γυναικεία στήθη. Είναι λάτρης. Γι’αυτό και δε χάνει ποτέ του ευκαιρία να εξυπηρετήσει τις παρέες που επισκέπτονται την ταβέρνα στην οποία δουλεύει, όταν αυτές έχουν ως μέλη τους κυρίες και δεσποινίδες με πλούσια κάλλη.
Το ψευδώνυμό του το’δωσε ο ταβερνιάρης που’χει για αφεντικό, γιατί σαν ψύλλος πάει και κολλάει πάνω στα στήθη, όχι με άλλο τρόπο βέβαια, παρά μόνο με τα μάτια. Πόσες και πόσες φορές πιάστηκε στα πράσα, φέρνοντας σε δύσκολη θέση όλους, τις πελάτισσες, τους συνδαιτημόνες τους, το αφεντικό, μα πάνω απ’όλα τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο Ψύλλος, είναι εργατικός πολύ, κι ευγενικός είναι, αλλά έχει αυτή την αδυναμία ως άνθρωπος, που τον κάνει να μοιάζει με αφελή. Ο ταβερνιάρης τον συμπαθεί, κι αν και του δημιουργεί προβλήματα μια στο τόσο, παρόλα αυτά δεν τον διώχνει, γιατί το παιδί αυτό είναι αγνό και με μεγάλη καρδιά που χωράει μέσα του τον κόσμο όλο. Πάντα χαμογελαστός, ευδιάθετος κι απλός, θα του έλειπαν μερικά δόντια, αν στο βλέμμα του δεν έβλεπαν όσοι προσβλήθηκαν ως τώρα ένα μικρό παιδί με καλή καρδιά.
Μια μέρα, ο Γιάννης, που δεν ανοιγότανε ποτέ του, άφησε τον εαυτό του δίχως έλεγχο, και κατέληξε να κλαίει με αναφυλητά, όπως κάνουν μια στο τόσο όσοι έχουν παράπονο από τη ζωή. Ήτανε Παρασκευή βράδυ, κι είχε πάει στην ταβέρνα ένα μικρό σχήμα μουσικών. Έπαιζαν ρεμπέτικα, τα παλιά και γνήσια. Τραγούδι στο τραγούδι, ο Γιάννης έπινε κι από λίγο τσίπουρο στα κρυφά, κάνοντας πως είναι νερό, γιατί κάθε στίχος τον έμπηγε βαθιά στην καρδιά. Τραγούδι στο τραγούδι, ο Γιάννης ζαλιζότανε και πιο πολύ, φανερά ασταθής, τόσο στους πελάτες, όσο και στο αφεντικό.
Κι ήρθε η ώρα που η γνώριμη μελωδία του αγαπημένου του ζεϊμπέκικου ακούστηκε, και σκίρτησε η καρδιά του, ανάβοντάς τον σα φυτίλι που περίμενε πώς και πώς για να καεί.
‘Πάνω κάτω η ζωή με έχει πια κουράσει
τα δακρυσμένα μάτια μου ποιος θα ξεκουράσει
αχ μανούλα μου
αχ μανούλα μου’
Ο Γιαννάκης δεν άντεξε, κατέβασε ό,τι είχε απομείνει στο νεροπότηρο, και το’ριξε καταγής. Πετάχτηκε στην άδεια σκηνή, κι άρχισε με βήμα αργόσυρτο να χορεύει, χορό βαρύ και πονεμένο. Δεν ήτανε φιγουρατζής, κόλπα και τσαλίμια δεν έκανε, μον’τριγυρνούσε τον εαυτό του, παραδομένο σώμα στο παράπονο. Το πρόσωπό του σφιγμένο, δάγκωνε τα χείλη, βλέποντάς το κανείς δε μπορούσε να μην πονέσει. Όλοι κοιτούσαν τον άνθρωπο αυτό, κι έχαναν τη ροή της σκέψης τους, έμεναν να κοιτούν μονάχα, τις σβούρες, τα σηκωμένα χέρια και μια ψυχή που στροβιλιζότανε.
Παιξιά στην παιξιά, η καρδιά του βάραινε κι άλλο.
Παιξιά στην παιξιά, η ψυχή του αιμορραγούσε.
Σαν το τραγούδι τελείωσε, κι η φωνή του ρεμπέτη έσβησε, ο Γιάννης έπεσε στα γόνατα κι άφησε τον πόνο του να τρέξει αχαλίνωτος μετουσιώνοντάς τον σε δάκρυα.
Κι έμειναν όλοι να τον κοιτούν, μέχρι και οι μουσικοί σταμάτησαν τα όργανα, αυτόν, έναν άνθρωπο μονάχο που η μοίρα ορφάνεψε πολύ μικρό, να κλαίει με αναφυλητά, βρίσκοντας τη λύτρωση, έστω και για μια μεθυσμένη νύχτα.
Παλιάλογο
«Σκληρό παιδί, ψυχρό!» Έτσι με περιέγραφε στις φίλες της με παράπονο. «Έτσι ήταν πάντα του, έτσι είναι φτιαγμένος.» Όχι, δεν ήμουν έτσι φτιαγμένος, δεν ήμουν έτσι από πάντα μου, έγινα έτσι μετά το περιστατικό κι έμεινα έτσι για πάντα, αλλά πριν δεν ήμουν.
Μέχρι να ακουστούν οι πρώτες σειρήνες του ασθενοφόρου, από πάνω του ήμουν, τον γυρνούσα στο πλάι. Έτσι κάνουν σε όσους παθαίνουν κρίση επιληψίας. Τριγύρω μας άνθρωποι, ένιωθα μια δυσφορία. Ένιωθα στο βλέμμα τους το κρίμα της οικογένειάς μας. «Αχ Γιώργο, Γιώργο, τόσο όμορφος, τόσο καλός ήσουν, τώρα πώς κατέντησες έτσι;», τα’λεγε με παράπονο η περιπτερού η κυρ-Ελένη. Κι είχε δίκιο, πρώτος ήταν ο πατέρας μου, απ’όλους πιο πάνω στο χωριό, προικισμένος από τη φύση, όχι μ’ομορφιά μονάχα, μα και με μυαλό. Στην ουσία των πάντων έδινε σημασία, κι ήταν σβέλτο μυαλό, με χιούμορ ιδιαίτερο. Κοίτα πώς καταντά ο άνθρωπος σκεφτόμουν κι εγώ. Φανερά πιο λίγος απ’αυτόν, μα πιο υγιής πλέον.
Βγήκε ο γιατρός απ’τ’ασθενοφόρο. «Δεν είναι κάτι» μας είπε, «τον ξέρουμε τον Γιωργάκη, τις παθαίνει τις κρίσεις, όλο και πιο συχνές».
Σε λίγο καθόμουν πλάι του μέσα στο ασθενοφόρο. Είχε συνέλθει, το μυαλό του ήταν αργό. Ξέχασε πως ο θείος έχει πεθάνει χρόνια τώρα, με ρώταγε πού είναι. «Πάλι καλά που δε ζει, να μην τραβά κι άλλα μαρτύρια», αυτό θυμάμαι να λέω στον εαυτό μου. «Ησύχασε» του είπα, «πάμε στο Παπανικολάου, είχες άλλη μια κρίση».
Δεν είχα και πολλή ελπίδα μέσα μου, κυρίως κούραση, μα και μια αγανάκτηση. Ένας πόνος βαθύς βαμμένος στο βλέμμα μου.
Σα φτάσαμε, τον παρέλαβαν για εξετάσεις. «Τα ίδια και χειρότερα» μου’πε η νοσοκόμα. Μας θυμόταν. Δεν είχα ψυχή μέσα μου, να εξηγώ, να τρέχω, να αγωνιώ άλλο. Τους έπεισα να τον κρατήσουν.
Κι ήρθε το βράδυ. Μ’είχε πάρει ο ύπνος στην καρέκλα, δίπλα από το κρεβάτι. Ήταν να φύγω κανονικά, να επιστρέψω σπίτι, μα η κούραση της μέρας μ’αποπήρε. Με ξύπνησε ο θόρυβος του τρανταχτού σώματός του. Ξύπνησα και τον είδα να τρέμει σαν ψάρι. Ούτε που το κατάλαβα πώς, είδα τα δυο μου χέρια στο λαιμό του, να τον σφίγγουν όλο και πιο δυνατά, να σωπάσει, να ησυχάσει. Μέχρι που σώπασε κ’ησύχασε. Είδα τα χέρια μου να επιστρέφουν στο σώμα μου, τα δίπλωσα μπροστά, ακουμπώντας στο κρεβάτι του, κι αποκοιμηθήκα και πάλι.
Έβλεπα ένα όνειρο θυμάμαι πριν με ξυπνήσει η πόρτα. Έτρεχα μέσα σε μια κοιλάδα δίχως να κοιτώ πίσω. Ένιωθα να με κυνηγά ο κόσμος όλος. Ένιωθα μια μοναξιά μεγάλη, πρώτη φορά τόσο έντονη. Ζούσα στιγμές φρίκης, ένα κακό όνειρο, κάτι σαν game over της ζωής. Ως εδώ ήταν.
Σαν μπήκε μέσα η νοσοκόμα, ζήτησε συγνώμη που με ξύπνησε.
«Δεν έγινε κάτι» της είπα, «νομίζω πως είναι νεκρός».
Τώρα εδώ, μέσα στη φυλακή, κάθομαι κι αναπολώ, δίχως να ξέρω που έφταιξα. Τ’άλογα τα σκοτώνουν σα γεράσουν, η μόνη σκέψη που με παρηγορεί πια.
Η κυρ-Ελένη, έμαθα απ’την αδερφή μου, με κατηγορεί στο χωριό. Τυχερή κυρ-Ελένη, που δεν περπάτησες με τα παπούτσια μου. Δε σε ψέγω, βλέπω κι εγώ στον καθρέφτη μου πώς ξέφτυσ’η ψυχή μου. Ούτ’εγώ είμαι άνθρωπος πια, ένα παλιάλογο είμαι, μα δεν υπάρχουν δυο χέρια που να μπορούν να μ’ελευθερώσουν.
Όνειρο ήτανε
ή
Όταν είδα το εκατό τοις εκατό τέλειο κορίτσι ένα όμορφο πρωινό του Απρίλη
Ένιωσα ένα ρίγος. Ένα αεράκι έγλειφε το πρόσωπό μου. Άνοιξα τα μάτια και με βρήκα αλλού. Δεν ήμουν στο κρεβάτι πια. Δεν είχα πυρετό και δεν ήμουν ιδρωμένος. Ούτε ξέρω πώς άλλαξε η κατάστασή μου, όνειρο ήτανε. Θυμάμαι πως ξάπλωνα στην αμουδιά μιας παραλίας άγνωστης, κι ήμουν μόνος, ολομόναχος. Σηκώθηκα κι άρχισα να περπατώ προς τη θάλασσα. Έβρεξα λίγο τα πόδια μου, ως τα γόνατα, και τράβηξα πάλι προς τα έξω κοιτώντας το τοπίο γύρω μου. Είχα μια παράξενη αίσθηση. Αναρωτιόμουν τι διάολο συνέβη, πώς βρέθηκα σ’αυτή την παραλία και γιατί δε θυμόμουν τίποτα. Μα παρά την απορία μου, ένιωθα παράλληλα μια ευφορία να με διακατέχει, λες κι είχε λυθεί κάποιο μυστηριώδες σχοινί που με έδενε με όλα μου τα προβλήματα στη ζωή. Ήμουν μόνος μα ευτυχής γιατί έλειπε ο πόνος.
Έπειτα ξύπνησα κι είδα την κουρτίνα να τρεμοπαίζει. Η μπαλκονόπορτα ήταν ορθάνοιχτη τώρα. Την είχα αφήσει λίγο ανοιχτή μα φαίνεται έπιασε αέρας και την άνοιξε τελείως. Ο πυρετός μου είχε πέσει μα ήμουν πιο ιδρωμένος από πρώτα. Κοίταξα τριγύρω, ήμουν στο σπίτι τελικά. Με είχε πάρει ο ύπνος κι έβλεπα όνειρο πάλι. Τι να σήμαινε το όνειρο αυτό;
Κοίταξα στον τοίχο τη φωτογραφία μας. Ήμασταν χαρούμενοι, ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Πάει μια εβδομάδα τώρα που δεν είμαστε μαζί. Πήρε τα πράγματά της κι έφυγε. Κι από τότε έχω πέσει τόσο που αρρώστησα. Κάθε μέρα πυρετός κι αδιαθεσία. Δεν πρέπει να ερωτευτώ ξανά. Ποτέ!
Όταν την είδα πρώτη φορά, ένιωσα ένα σκίρτημα. Μια απροσδιόριστη αίσθηση, λες και ήταν αυτή που πάντα ονειρευόμουν. Το βλέμμα της. Αυτό το βλέμμα, παρέα με ένα αιθέριο κορμί, σα σύννεφο που περπατούσε στη γη μου φάνηκε. Κι όλως τυχαίως τ’όνομά της Νεφέλη. Δεν ξέρω πώς τα’φερε η μοίρα έτσι, η κοπέλα που είδα το πρωί κι ένιωσα να την ερωτεύομαι ήδη, το βράδυ ήταν στο κρεβάτι μου. Απρίλης μήνας, ό,τι πρέπει για νέους έρωτες. Τόσα χρόνια κολυμβητήριο, δεν ήταν για το τίποτα τελικά.
Κολυμπούσαμε αργότερα δίπλα δίπλα κι έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να της πιάσω την κουβέντα. Δεν ήξερα τι να πω. Με πιάνει αμηχανία τέτοιες ώρες. Αλλά ήταν χαμογελαστή κι ευδιάθετη κι αυτή. Το’χα πάρει το μήνυμα. Ό,τι και να της έλεγα, θα έμενε εκεί, πάνω στα σκαλιά της πισίνας για να με ακούσει. Κι ευτυχώς πέρασε ο κύριος Γιώργος, κάνοντάς μου πάσα δίχως να το καταλάβει. Άρχισα να της λέω την ιστορία του.
«Ο κύριος Γιώργος είναι ο γλυκύτερος άνθρωπος εδώ. Έχει περάσει δύσκολα κι ίσως αυτός είναι ο λόγος που μας χαμογελά έτσι. Το ’92, στους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης, ήταν στην τελική οχτάδα. Ήρθε τέταρτος. Δεν πήρε κάποιο μετάλλιο, κι ας είχε πανευρωπαϊκό ρεκόρ. Ήταν ο τελευταίος του αγώνας κολύμβησης. Το στυλ του ήταν η πεταλούδα. Ένα μόνο μήνα μετά είχε ατύχημα με τη μηχανή κι ήταν στην εντατική για δέκα μέρες. Ξύπνησε, κι ήταν σαν να ξύπνησε άλλος άνθρωπος. Ξέρεις, καμιά φορά νομίζουμε πως τίποτα κακό δε θα συμβεί σε εμάς, νιώθουμε ακμαίοι κι άτρωτοι, μα πάντα κάτι συμβαίνει σε όλους. Αυτό έμελλε να συμβεί στον κύριο Γιώργο, να χάσει το δεξί του χέρι στο ατύχημα. Τώρα τον βλέπουμε να μας χαμογελά, μα ποιος ξέρει πόσο πονά που δεν μπορεί να χαρεί το νερό όπως πρώτα. Η αγάπη του για την κολύμβηση κι η εμπειρία του ως τότε, τον ώθησαν στο δρόμο της προπονητικής καριέρας. Το θέμα είναι ότι, λόγω αναπηρίας, δεν μπορεί πλέον να αποκτήσει τις πιστοποιήσεις που χρειάζονται, κι άρα είναι προπονητής ερασιτέχνης. Όταν μου έλεγε την ιστορία του, καθόμουν κι εγώ όπως κι εσύ στα σκαλιά αυτά, κι είχα αναγούλες. Τέλος πάντων, πάμε ένα πενηντάρι πεταλούδα για να τον τιμήσουμε;».
Πρώτη φορά κατάφερνα να κερδίσω κοπέλα με τον πόνο του άλλου. Ένιωθα τύψεις τόσο καιρό που’μασταν μαζί. Ίσως αυτό είναι το μήνυμα του ονείρου. Ελεύθερος ξανά από κάτι που προέκυψε με τον λάθος τρόπο. Ελεύθερος, μα την αγάπησα πραγματικά. Ελπίζω ο πυρετός να πέσει για να ξαναπάω στο κολυμβητήριο.
