Όραμα

Ζω, σημαίνει μέσα σε όλα και ονειρεύομαι.

Ζω, θα πει ότι δεν υπάρχω απλά, δεν υφίσταμαι μονάχα, αλλά ενεργώ βάσει της δικής μου βούλησης, όσο κι αν η σκέψη μου χειραγωγείται από τους άλλους κι απ’τα συστήματά τους.

Τέλος, ζω, θα πει να βλέπω με τα μάτια του νου μου οράματα ολόκληρα, νέους κόσμους να αναδύονται, και μια ανθρωπότητα που παίρνει δρόμους άγνωστους, δίχως φόβο, παρά μονάχα με ελπίδα.

Ο άνθρωπος δικαιούται να ονειρεύεται κι αυτό του το δικαίωμα είναι τόσο βαθιά ριζωμένο μέσα του που για να το απεμπολήσει κανείς θα πρέπει να αφαιρέσει και κάθε πτυχή ανθρωπινότητας τού ατόμου, κάνοντάς το απλά μια μάζα από σάρκα κι αίμα, αγνώριστη για το είδος του.

Είναι μέρες τώρα που θέλω να γράψω για την πολιτική κατάσταση, τόσο του κόσμου, όσο και της χώρας. Να’ναι καλά οι επικείμενες εκλογές που μου δίνουν την αφορμή να ριχτώ μέσα μου για να δω κατάματα τα απροσδιόριστα συναισθήματα που νιώθω και τις αντιφατικές μου σκέψεις.

Η πολιτική είναι λεπτό ζήτημα. Άνθρωποι παρεξηγούνται. Φιλίες και οικογένειες ολόκληρες χαλάνε. Κάποιοι φονεύουν κι άλλοι φονεύονται, κι αν όχι σήμερα, τότε κατά κανόνα στο παρελθόν. Κοινωνίες ολόκληρες αλλάζουν πορεία λόγω μιας νέας κεφαλής ή μιας επανάστασης που φέρει πολιτικά/ιδεολογικά γνωρίσματα. Δεν είναι εύκολο να σχολιάζεις τα πολιτικά ζητήματα. Δεν είναι εύκολο να βγάζεις την προσωπική σου γνώμη απ’έξω, να μιλάς όσο μπορείς αντικειμενικά. Η θέση μου σε αυτό το κείμενο είναι περιορισμένη. Ωστόσο, εγώ, μιας και ο τόνος του γραψίματός μου είναι και εξομολογητικός πέρα από στοχαστικός, δε θα κάνω άλλο από το να βγω από τα όριά μου, να δώσω ξεκάθαρα τη γνώμη τη δική μου, σχολιάζοντας τα κακώς κείμενα, δίνοντας όμως κι ένα καλό λόγο για ό,τι θεωρώ σωστό. Κι όλα αυτά πάντα με σταθερή φωνή κοιτώντας σε κατάματα.

Θα ξεκινήσω μιλώντας για εμένα και το πώς διαμορφώθηκε η πολιτική μου σκέψη κι ευαισθησία μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Θα συνεχίσω καταδεικνύοντας την προβληματική κατάσταση του τόπου σε πολιτικό, κι όχι μόνο, επίπεδο. Και θα καταλήξω παρουσιάζοντας το δικό μου όραμα, όραμα ενός ανθρώπου που προσπαθεί να σκέφτεται κι όχι πολιτικού, για το τι χρειάζεται ο κόσμος μας κι η Ελλάδα συγκεκριμένα.

Έχουμε, λοιπόν, και λέμε. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι δεξιό. Σε ένα χωριό έξω από τη Θεσσαλονίκη. Η οικογένειά μου για χρόνια βιοποριζόταν δουλεύοντας τη γη αλλά και με ζώα. Δεν ξέρω για ποιον λόγο, ακόμη δυσκολεύομαι να το κατανοήσω, και οι δυο οικογένειες από κάθε πλευρά των γονιών μου, είχανε καταλήξει να’ναι δεξιές επειδή υπήρξαν φιλοβασιλικές. Ακόμα θυμάμαι το πώς αναρωτιόμουν ως παιδί, τι διάολο γυρεύει η κορνίζα του βασιλιά πάνω στο άλογο, μέσα στην κουζίνα που τρώγαμε. Αν και μικρός σε ηλικία, καταλάβαινα το πόσο λάθος είναι, ίσως κι άρρωστο, να επιθυμεί κανείς να’χει βασιλιά πάνω απ’το κεφάλι του. Τώρα που μεγάλωσα λίγο, παιδί ετών 30, αναγνωρίζω την ανάγκη των ανθρώπων για ανθρώπους-σύμβολα, τέτοιους που να τους προσδιορίζουν, δίνοντάς τους ταυτότητα, σαν πατρικές φιγούρες που φτάνουν στο αστείο σημείο να γίνουν θεϊκές καμιά φορά. Ο βασιλιάς, ο πρόεδρος, ο πρωθυπουργός, λες κι εμείς δεν έχουμε αξία, είμαστε μονάχα μικρά ανθρωπάκια που τα ξέβρασε το κύμα. Τέλος πάντων, μέσα σε τέτοιο σπίτι μεγάλωσα. Θυμάμαι τη γιαγιά μου στην πρώτη μου ψήφο να μου λέει ότι αν δεν ψηφίσω Νέα Δημοκρατία, θα σηκωθεί ο παππούς μου από τον τάφο να με δείρει. Εγώ τότε το έριξα σε ένα μικρό κι ασήμαντο κόμμα που κατέληξε να γίνει προεδρικό, τσαλαπατώντας τις ελπίδες μου αργότερα.

Η έλλειψη παιδείας στο σπίτι, αποκύημα της αμυδρής εκπαίδευσης που έλαβαν όλα τα μέλη, μας τραβάει μια στα άκρα του πολιτικού φάσματος, μια στην αντισυστημικότητα όταν μας γοητεύει ένας τσαρλατάνος ή κάποιοι τραμπούκοι, και μας βυθίζει στην απελπισία του πολιτικού βούρκου. Και σαν τη δική μου οικογένεια, είναι κι άλλες, πολλές, πάμπολλες. Η Ελλάδα είναι γεμάτη από ατίθασα στοιχεία που αν εξεταστεί το καθένα ξεχωριστά θα φανερώσει την αρρώστια που τη διακατέχει ως κοινωνία.

Ποιος ξέρει τι δαίμονας με διακατείχε στην εφηβεία μου, άρχισα να αντιδρώ σε κάθε τι που μου φαίνονταν ηλίθιο. Σταμάτησα να πιστεύω. Άρχισα να αυτοπροσδιορίζομαι ως αναρχικός. Μέχρι και αντιεξουσιαστή με ονόμασα μια μέρα. Κι όμως, δεν είχα ανοίξει ούτε ένα βιβλίο. Ακόμη και σήμερα, τώρα που μιλώ, δεν έχω ασχοληθεί με τη πολιτική φιλοσοφία όσο θα έπρεπε για να μπορώ να το ανοίξω και να πω δυο λόγια της προκοπής. Μας αρέσει να’χουμε άποψη για όλα και να κάνουμε τους ξερόλες, απλά γιατί δεν ξέρουμε τι μας γίνεται μα παρόλα αυτά έχουμε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας.

Στο σχολείο πάντοτε έβαζα υποψηφιότητα, όχι για να φτάσω ψηλά, ίσα για να μπω στο πενταμελές της τάξης, δε διεκδικούσα θέση παρά έμενα σύμβουλος, αν λέγονταν έτσι το «αξίωμα». Έσπασε ο διάβολος το ποδάρι του και στην τρίτη λυκείου, όταν όλοι έτρεχαν με τα διαβάσματα, με έβαλαν εμένα για πρόεδρο της τάξης. Έσπασε και δεύτερο πόδι μιας και κατέληξα αντιπρόεδρος του δεκαπενταμελούς σε όλο το σχολείο. Τίποτα δεν κάναμε. Το’χω καμάρι μου όμως, παρόλο που δήλωνα αναρχικός, πως δεν κάναμε καμιά κατάληψη γιατί τις θεωρούσαμε ανούσιες για ένα σχολείο στην επαρχία. Ήταν εφηβική σοφία αυτό ή ηλιθιότητα, δεν ξέρω τι. Είχαμε μια συντεχνία, μια κλίκα, που ήθελε να πάει πενταήμερη εκδρομή στη Βαρκελώνη, ήταν της μόδας τότε. Και υποστηρίξαμε την άποψή μας, δίχως να μας ενδιαφέρει δεύτερη ή τρίτη άποψη, κοιτώντας την πάρτι μας, κι ας ήμασταν το ένα τρίτο των μαθητών. Το πόσες ώρες γλύτωσα από τη βαριεστημάρα μέσα στην τάξη χάρη σε αυτά τα «αξιώματα» δε λέγεται. Πηγαίναμε με τον συνεργό και πρώην φίλο Α. και καλά στον διευθυντή για να μιλήσουμε για το που βρίσκεται η διαδικασία με χαρτιά, χρήματα κτλ. Παρεμπιπτόντως, πρώην φίλος Α., μάλλον γιατί ο ένας θεώρησε τον άλλο ψεκασμένο μετά από μια μακρόχρονη φιλία. Αυτό που με είχε τρομάξει στην προεδρική μου κατάσταση ήταν ένας κακός εαυτός, που φώναζε και ούρλιαζε σε μια κοπέλα που μας έγραφε όλους κανονικά και μιλούσε με τις κολλητές της, την ώρα που όλη η τάξη είχε ησυχάσει και περίμενε να ακούσει τα νέα για την εκδρομή. Πάλι πολλές ώρες είχαμε γλυτώσει από τη βαριεστημάρα χάρη σε αυτή τη δικαιολογία. Και αυτό που μου έδινε αυτοπεποίθηση, ήταν η εντιμότητα του χαρακτήρα μου, όταν στο τέλος από κάθε χορό που κάναμε σε κάτι βραδινά μαγαζιά, μάζευα τέσσερα-πέντε άτομα για να μετρήσουμε τα χρήματα που μαζέψαμε πριν τα πάρω σπίτι και τα κρύψω καλά καλά μην τα βρει κανένα κουνάβι.

Αυτή ήταν η πολιτική μου σταδιοδρομία και στέφθηκε με επιτυχία μιας και το μόνο έργο που κληθήκαμε να κάνουμε, να διοργανώσουμε σε συνεννόηση με ένα ταξιδιωτικό γραφείο μια πενταήμερη, ήρθε εις πέρας δίχως προβλήματα. Έμαθα δυο-τρία πράγματα για εμένα μέσα από την εμπειρία, και κατάλαβα λίγο περισσότερο την επιρροή που ασκεί η όποια εξουσία πάνω στην ψυχολογία του ατόμου που την έχει.

Σαν φοιτητής, είχα εξ αρχής την κάκιστη εικόνα για τις παρατάξεις, αυτό το ανέκδοτο των ελληνικών πανεπιστημίων, που’χουν τα φυτώρια των κομμάτων μέσα στα σπλάχνα τους, κλωσώντας αυτά τα διαβολικά αυγά που σαν εκκολάφθηκαν ρήμαξαν τον τόπο. Οι πρώτες πορείες που πήγα με έκαναν να απομακρυνθώ από την υποτιθέμενη αναρχία που κουβαλούσα. Έβγαλα αυτή την ταμπέλα και αποφάσισα να ασχοληθώ με το φιλοσοφείν. Με το αμπελοφιλοσοφείν για την ακρίβεια. Και να που κατέληξα.

Όσο μεγαλώνω, τόσο παρατηρώ στον εαυτό μου μια μετακίνηση στον πολιτικό χάρτη από τα αριστερά στα δεξιά. Τώρα βρίσκομαι κάπου στο κέντρο κι ελπίζω να μην μετακινηθώ περισσότερο. Θυμάμαι μια αστεία εικόνα που έδειχνε τα στάδια του ανθρώπου με σύμβολα. Πρώτα το σήμα της αναρχίας, έπειτα το σήμα των hippies, και τέλος το σήμα της Mercedes. Δε θέλω κανένα από αυτά. Δε θα ήθελα να’μαι καν στο κέντρο. Έχω μάθει να αγαπώ την αλήθεια και να πολεμώ γι’αυτή, παρόλο που πληγώνει, στερεί κι αποξενώνει. Κι αν είμαι σε κατάσταση τέτοια που δεν μου αρέσει τόσο, είναι γιατί αδυνατώ να μην είμαι αυτός που’μαι, με όλα τα καλά και τα στραβά μου.

Πέρα από Συνασπισμό, πριν γίνει Σύριζα, το’χω ρίξει και στον Λεβέντη, το΄δωσα και στον Βαρουφάκη. Σε όλους με μισή καρδιά, αλλά με την παρηγοριά ότι όταν τους ψήφιζα, ήταν δεν ήταν για να μπούνε στη Βουλή, άρα και δεν πείραζε τόσο. Ιδανικά θα έπρεπε να μην ψηφίζω κανέναν τους, γιατί όλοι είναι για τα ανάθεμα, άλλος πιο πολύ, άλλος πιο λίγο, αλλά όλοι είναι για να τους χτυπάς μεταξύ τους.

Η Ελλάδα, έπειτα από την οικονομική κρίση και την τιμωρία που δέχθηκε που τόλμησε να σηκώσει μπαϊράκι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει καταντήσει να γίνει για τα καλά μια Λατινική χώρα της Ευρώπης. Τα νέα παιδιά, από εκεί που εμείς ονειρευόμασταν αμυδρά να γίνουμε ποδοσφαιριστές, αυτά φαντάζονται να γίνουν dealers, να κάνουν μπίζνες, να βγάζουν εύκολο και ζεστό χρήμα κι ας ρισκάρουν τα τομάρια τους. Άλλοι θέλουν να γίνουν trappers, άλλοι influencers, πολλές κοπέλες καταλήγουν σε αυτό που αποκαλείται βίζιτα. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής μας ωθεί όλους κι όλες στο κυνήγι για μια εύκολη και μεγάλη ζωή, κι ας μην έχουμε τα προσόντα, κι ας χρειάζεται να πουλήσουμε τον εαυτό μας σε κάθε λογής διάβολο.

Για να καταλήξει η νέα ελληνική κοινωνία έτσι, λίγο πολύ όλες οι κυβερνήσεις, άλλη περισσότερο, άλλη λιγότερο, έχουν βάλει το χέρι τους. Ο κάθε ένας από δαύτους, έχει σφίξει λίγο παραπάνω το σχοινί γύρω από τον λαιμό του ανθρώπου που ζει στην Ελλάδα. Και λέω του ανθρώπου κι όχι του Έλληνα, γιατί εδώ και δεκαετίες δε ζούνε μόνο γηγενείς στα εδάφη αυτά, αλλά κι άνθρωποι που άφησαν τους τόπους τους με ελπίδα για μια καλύτερη ζωή.

Είμαι τυχερός που ζω στην Ολλανδία τον τελευταίο χρόνο και δε μπαίνω στη διαδικασία να πάω να ψηφίσω. Αν το έκανα, ίσως να το’ριχνα με μισή καρδιά στον Νίκο, όχι γιατί ξέρω κάτι γι’αυτόν, για το αν είναι έντιμος, κι αν αξίζει την ψήφο, αλλά γιατί θέλω να τιμωρήσω τον Αλέξη, που έπνιξε τις ελπίδες μας, αφού πρώτα μας έλεγε πως θα κάνει τις αγορές να χορεύουν με ζορνάδες, ηλίθιοι κι εμείς που τον πιστέψαμε. Ο Κυριάκος, μπορεί να πουλήσει πάγο και σε εσκιμώο. Και με ενοχλεί που ενδεχομένως η καλύτερη επιλογή να’ναι αυτός, που πριν καν συλληφθεί, υπήρχε ως ιδέα μέσα στο κεφάλι του πατέρα του, για έναν γιο που θα’χε στρωμένα όλα τα κόκκινα χαλιά, για μια πολιτική καριέρα με αποκορύφωμα την πρωθυπουργία κι ίσως την προεδρία. Οι μόνες χαρές που μου έδωσαν οι δυο τελευταίοι, ήταν η ομιλία στο Κογκρέσο του δευτέρου, και η διαπραγμάτευση του πρώτου που μας έριξε βαθύτερα στην κρίση. Κι όμως, τότε ήμουν υπέρ, και της διαπραγμάτευσης, και του δημοψηφίσματος. Τώρα που πέρασαν λίγα χρόνια, έχω κάψει τα καράβια μου και δεν έχω ψεύτικες ελπίδες για κανέναν τους. Η Νέα Δημοκρατία, το σημαντικότερο που έκανε για την Ελλάδα ήταν η είσοδος της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παρόλο που κάποια στιγμή νομοτελειακά θα συνέβαινε. Τώρα, αποτελείται από μια συμμαχία του παραδοσιακού κόμματος με τα παιδιά του Καρατζαφέρη, ενώ προσπαθεί να μας πείσει, κι ίσως το κάνει, ότι είναι το πιο κεντρώο κόμμα με δυνατότητα να μην τα γκρεμίσει όλα με τη μια, αλλά λίγο λίγο, σταδιακά. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., μας σήκωσε ψηλά στον αέρα και μας άφησε να πέσουμε με τα μούτρα στη γη, κάνοντάς μας να χάσουμε κάθε ελπίδα. Αυτό που δεν μπορώ όμως να συγχωρήσω του Αλέξη, είναι η εμμονή του να διχάζει τον κόσμο, μιας και ανέβηκε στην εξουσία χάρη σε αυτή την πόλωση κι αντισυστημικότητα. Αν έδινε το τιμόνι και σε κανέναν άλλο, ίσως να υπήρχε ελπίδα, αλλά θέλοντας να το παίζει Τσε, κατέληξε να γίνει Τσάβεζ. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ., όσο κι αν θέλει να δείχνει ανανεωμένο, στελεχώνεται από τα παιδιά των ανθρώπων αλλά και των ίδιων πολιτικών που οδήγησαν τη χώρα στο χείλος της καταστροφής. Πώς να εμπιστευτείς τον βιαστή σου;

Δεν υπάρχει σωτηρία με αυτούς. Η αποχή ίσως είναι η καλύτερη απόφαση όταν αυτή είναι συνειδητή. Η αποχή άλλωστε είναι πολιτική πράξη επίσης, όπως και η ψήφος αυτή καθ’αυτή. Αλλά απέχοντας, ενδυναμώνεται η ψήφος των γύρω μας, κι αδυνατώ να πιστέψω πως οι άλλοι ψηφίζουν πιο συνειδητά απ’ότι εγώ, κι άλλοι παράξενοι σαν κι εμένα. Υπάρχει λοιπόν ένα δίλλημα, ή θα δυναμώσεις την ψήφο αυτών που θεωρείς λιγότερο σοβαρούς, μιας και η αποχή δεν εγγυάται τίποτα, ή που θα το ρίξεις στο λιγότερο κακό ανάμεσα στα τόσα κακά. Ας κάνει ο καθένας και η καθεμιά ό,τι νομίζει καλύτερο.

Το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα, είναι χρεοκοπημένο χρόνια τώρα. Όπως και η οικονομία μας. Όπως και η κοινωνία μας. Η Ελλάδα, είναι μια άρρωστη χώρα, έχει κάτι σαν long-covid. Όχι τα τελευταία δέκα χρόνια. Μάλλον ούτε και τις τελευταίες δέκα γενιές. Η Ελλάδα, είναι μια άρρωστη χώρα, λόγω της νοοτροπίας της, εδώ και τρεις χιλιετίες.

Αν νομίζουμε ότι τα σημερινά προβλήματα δε σχετίζονται με τον Εμφύλιο, με τον Εθνικό Διχασμό, με την Επανάσταση, με τα παιχνίδια εξουσίας στο Βυζάντιο, με την ηγεμονία των Μακεδόνων, τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, ακόμα ακόμα ίσως και με τον Τρωικό, αν δεν καταλάβουμε ότι η ψυχοσύνθεσή μας φανερώνεται πολύ καλά μέσα από τον χαοτικό κόσμο του Πάνθεου με τις κόντρες του, δε θα βρούμε λύση ποτέ.

Ακόμη και το πάντρεμα του χριστιανισμού με τον ελληνικό κόσμο, δεν έφτανε για να μας εξυγιάνει, αν δε μας επιβάρυνε ακόμη περισσότερο. Ελληνώνυμοι είμαστε, τόσο μακριά αλλά και τόσο κοντά στους αρχαίους, κι ας αλλοιώθηκε η κοσμοθεωρία μας, κάποια πράγματα παραμένουν ίδια.

Ποιος να αλλάξει τα πράγματα στην Ελλάδα, όταν το σημαντικότερο πρόβλημα, ο τρόπος σκέψης μας, δεν αναφέρεται καν ως πρόβλημα. Η διχόνοια, τα στρατόπεδα, ο κοντόφθαλμος εγωισμός, είναι που μας έφεραν εδώ που’μαστε, κι είναι απορίας άξιο το πώς η ελληνική σκέψη συνεχίζει να υφίσταται τόσους αιώνες τώρα. Κι αυτό το πρόβλημα, δεν επιλύεται μέσα σε μια τετραετία, ούτε σε μια γενιά. Θέλει γενεές επί γενεών μα και πάλι, κανείς δεν εγγυάται πραγματική λύση. Γιατί κανείς δεν μπορεί να τη δώσει.

Αυτή η νοοτροπία που μας διακατέχει ωστόσο, και που δεν μπορεί να να μας αφήσει να ελπίζουμε σε λύσεις πρόσκαιρες, δεν απέχει από τις εκάστοτε νοοτροπίες της ανθρωπότητας. Ίσως κάποιοι λαοί να’ναι πιο ενωμένοι, πιο οργανωτικοί, πιο ώριμοι και σοφοί, αλλά είναι πολύ λίγοι σε αριθμό. Οι πολυάριθμες κοινωνίες είναι πολύπλευρες. Κι αν δεν είναι τόσο αυτοκαταστροφικές όσο η ελληνική, είναι γιατί δεν έχουν αναπτύξει τόσο τη σκέψη τους ώστε να απελευθερωθούν από θρησκείες και ηθικές.

Σκέφτομαι τόση ώρα ότι ίσως ακούγομαι σα μηδενιστής. Άνθρωπος που λέει ότι τίποτα δεν έχει ελπίδα, κι ότι καλό θα’ναι να μην κάνουμε τίποτα γιατί τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει.

Κι όμως, ζω, πέρα από όσα ανέφερα πιο πάνω, σημαίνει και ελπίζω.

Αν σηκωνόμαστε κάθε μέρα από το κρεβάτι, είναι γιατί ελπίζουμε ότι κι αυτή η μέρα κάτι θα φέρει, κάτι θα την κάνουμε να μας φέρει.

Όσο απελπιστική και ζοφερή κι αν είναι η κατάσταση, κανείς και για τίποτα δεν αξίζει να μας στερήσει από ελπίδα.

Έχει σημασία ποιος θα κυβερνήσει. Εννοείται. Αλλά η ψήφος μας που θα καθορίσει την κυβέρνηση είναι το κερασάκι της τούρτας. Πολιτική σημαίνει σχέση συμβίωσης. Ως πολιτικά, δηλαδή κοινωνικά, όντα, δεν μπορούμε να αποφύγουμε την επαφή με άλλους ανθρώπους σαν κι εμάς. Έτσι, η πολιτική κρύβεται παντού, ακόμη, και ίσως πρωτίστως, εκεί όπου δεν το καταλαβαίνουμε. Πολιτική έχει και η φιλία. Πολιτική έχει και ο έρωτας. Πολιτική έχει και η οικογένεια. Παντού υπάρχει χροιά πολιτική, κι εμείς, σε ένα τέτοιο σύστημα με την επονομαζόμενη αντιπροσωπευτική δημοκρατία, νομίζουμε ότι μόνο σε κάθε εκλογική περίοδο ασκούμε πολιτική, ενώ την ασκούμε καθημερινά στον μικρόκοσμό μας.

Το πώς σκέφτομαι, μιλώ και πράττω, επηρεάζει την κοινωνία, έστω και σε μικρό βαθμό. Το να σεβαστώ τον συνάνθρωπό μου είναι πολιτική πράξη. Το να διεκδικήσω τα δικαιώματά μου, ενώ παράλληλα παίρνω σοβαρά υπόψη και τις υποχρεώσεις μου, είναι πολιτική πράξη. Το να’μαι δίκαιος, ακόμη κι αν κανείς δε με βλέπει, είναι πολιτική πράξη. Πολιτικές πράξεις όμως είναι, και η έλλειψη σεβασμού, και η καταπάτηση των δικαιωμάτων, η αποφυγή των υποχρεώσεων, οι δολοφονίες που κάνουμε μέσα στο κεφάλι μας. Όλα είναι, πέρα από αυτό που’ναι, και πολιτική.

Λέγοντας αυτά, θέλω να καταδείξω ότι όσο ο άνθρωπος γεννιέται και πεθαίνει, η ελπίδα θα υπάρχει. Έχοντας ελπίδα, μπορούμε να αποκτήσουμε δύναμη και να προβούμε σε πράξεις. Ποιος ξέρει το μέλλον τι θα φέρει, τι θα κάνουμε εμείς το μέλλον να μας φέρει.

Μέσα στην εποχή που μας έλαχε, κι αν και είμαστε μικροί, είμαστε ωστόσο κάτοικοι ενός χωριού που βρίσκεται πάνω σε έναν βράχο που κάνει γύρες στο διάστημα. Κι αν και είμαστε ελάχιστοι σε σχέση με το όλον, αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τη ζωή μας να αξίζει. Αξίζει η ζωή του καθενός και της καθεμιάς, ακόμη κι αν την περνά μέσα σε ένα μπουντρούμι.

Τα τελευταία χρόνια τα προβλήματα της ανθρωπότητας εντείνονται. Γίναμε μάρτυρες από τον περασμένο αιώνα προβλημάτων που είναι πλέον υπαρξιακά για την ανθρωπότητα. Αν κάτι πάει στραβά, που ενδεχομένως αυτό έχει ξεκινήσει ήδη, τότε όλοι, πλούσιοι και φτωχοί, αφελείς και έξυπνοι, θα χαθούμε μια για πάντα, και δε θα μείνει τίποτα πίσω για να υποδηλώνει την ύπαρξή μας, άντε το πολύ λίγα διαστημικά σκουπίδια, που κι αυτά μέσα στην απειρότητα του χρόνου και του χώρου δεν λένε τίποτα.

Η πιθανότητα για να φτάσει η ανθρωπότητα εδώ που έφτασε, η πιθανότητα για να φτάσω εγώ να πληκτρολογώ αυτά που πληκτρολογώ, ήταν τόσο μικρή, σχεδόν μηδαμινή, που κάνει την ύπαρξή μας να’ναι ένα άπιαστο όνειρο που εκπληρώθηκε. Κι αφού συνέβη αυτό, τότε τα πάντα μπορούν να συμβούν. Ακόμη και οι Έλληνες πολιτικοί να σωφρονιστούν ώστε να συνεργαστούν για το κοινό καλό, αφήνοντας παράμερα τις διχόνοιες του δόγματος «διαίρει και βασίλευε».

Τόσο εγχώρια, όσο και παγκόσμια, η πολιτική ως έννοια κι ως πράξη, φτάνει στα ακρότατά της. Κάτι νέο θα αναδυθεί, καθώς η τεχνολογία θα μεταβάλλει τη φύση του ανθρώπου, και μια νέα πολιτική θα κάνει την εμφάνισή της. Έννοιες όπως η ελευθερία, η δικαιοσύνη, η αδελφότητα, ίσως χάσουν σιγά σιγά το νόημά τους, δίνοντας χώρο σε άλλες έννοιες κι αξίες οι οποίες θα προκύψουν από τις νέες γενιές που’ναι προ των πυλών.

Παρατηρώντας όλα τα παραπάνω κι έχοντας κατά νου την κρισιμότητα της κατάστασής μας, κι ενώ ξέρω όσο μπορώ την ιστορία μου και το ποιος είμαι, οραματίζομαι έναν κόσμο διαφορετικό από αυτόν. Έναν κόσμο όπου η ανθρωπότητα έχει κάνει άλματα ως είδος, αξιοποιώντας κάθε της κύτταρο, για να φτάσει ψηλότερα στη συνείδηση, βαθύτερα στη σκέψη και την αίσθηση.

Οραματίζομαι έναν κόσμο όπου τα σημερινά προβλήματα θα γίνουν οι εφιάλτες του παρελθόντος, όπου η τωρινή εργασία θα εκλαμβάνεται ως μοντέρνα σκλαβιά, επόμενο βήμα της αρχαίας, όπου η μοναξιά θα δώσει χώρο στη συλλογικότητα, μικραίνοντας το εγώ κι αφήνοντάς το να χαθεί μέσα στο εμείς, όπου η οικογένεια και η φιλία, όπως κι ο έρωτας, θα’ναι υποστηρικτικά στο άτομο, και το κράτος, που θα’χει γίνει ίσως υπερκράτος, δε θα ρίχνει οπιούχα στις μάζες, αλλά θα πιαστεί χέρι χέρι με όλους κι όλες, για να φτάσει μακρύτερα.

Οραματίζομαι μια ουτοπία όπου τη θέση του πόνου θα πάρει η σοφία, εκεί όπου η αγάπη θα μπορεί να κρατηθεί χέρι χέρι με την αλήθεια χωρίς η μια να πνίγει την άλλη, έναν κόσμο τέτοιον που να μην έχει ανάγκη από δημοκρατία, που κάθε δήμος θα χάσει την δύναμή του, δίνοντας πνοή ζωής στην πολιτεία, το σύστημα που βασίζεται στους πολίτες. Φαντάζομαι τους ανθρώπους ενδυναμωμένους, πιο κοντά στον υπεράνθρωπο, μπορεί να αποκαλούνται και μεταάνθρωποι και θα μας βλέπουν όπως εμείς σήμερα βλέπουμε τους Νεάντερνταλ.

Οραματίζομαι και μια χώρα, τη χώρα που έτυχε να’ναι δική μου, που θα έχει γιατρευτεί ο τρόπος σκέψης της, σταματώντας να κοιτά κοντόφθαλμα, δίνοντας προσοχή στην ενότητα και περιθωριοποιώντας ό,τι τη διχάζει, να κάνει το κομμάτι της, να φέρνει σε πέρας τα του οίκου της, κι ας είναι ένα μικρό χωραφάκι σε μια μεγάλη ένωση, μεγαλύτερο χωράφι κι αυτή στη μεγαλύτερη ένωση που μέχρι τότε θα προκύψει.

Αργά ή γρήγορα, με πόνο και με αγωνία, οι σκόπελοι μπορούν να ξεπεραστούν. Ίσως να’χουν μείνει λιγότεροι άνθρωποι επί γης. Ίσως μείνουν ελάχιστοι. Θα βρούνε τον τρόπο τους να τραβάνε τα κουπιά. Θα αναπτυχθούν κι άλλο, δίνοντας σημασία στη σκέψη, ξεπερνώντας την αυτοκαταστροφική νοοτροπία των ημερών μας, που κοντεύει να μας ρίξει στον γκρεμό.

Όταν ο τρόπος σκέψης αλλάξει, κι επικεντρωθούμε στο όλον, στην ενότητα που επιτυγχάνεται όταν στις καρδιές μας φωλιάσει το συναίσθημα της αγάπης, τότε οι δρόμοι θα ανοίξουν, και οι προοπτικές θα πληθύνουν.

Προς αυτή την κατεύθυνση θεωρώ ότι πρέπει και η σκέψη που κατοικεί στον ελληνικό χώρο, και την ονομάζουμε ελληνική σκέψη, να κινηθεί.

Όσο άνθρωποι μαριονέτες που πάνε χέρι χέρι με μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και τραγόμορφους παπάδες, μας καταδυναστεύουν, τόσο θα απομακρυνόμαστε από το παιχνίδι της ζωής όπως αυτό θα προκύψει. Η ελληνική σκέψη έχει δώσει πολλά ήδη στην σκέψη της ανθρωπότητας εν γένει, κι η δεύτερη δεν περιμένει και πολλά ακόμη από εμάς. Κι όμως, πιστεύω στα λόγια του Καζαντζάκη που σε ελεύθερη ερμηνεία λένε ότι το ελληνίζειν έχει ως σκοπό την μετουσίωση της ύλης σε πνεύμα. Αν όλοι οι κόποι αμέτρητων σκλάβων στην αρχαία Ελλάδα δεν έμπαιναν σα θεμέλιος λίθος, τότε δε θα’χε προκύψει η επανάσταση στον τρόπο σκέψης, στη γένεση της φιλοσοφίας. Κι αν οι σημερινοί μας πόνοι, τα βάσανα τα δικά μας, δεν μας κάνουν πιο ώριμους και σοφούς, τέτοιους που να χτίσουμε μια νέα κοινωνία, δίχως την απαίτηση οι πολιτικάντηδες να βάλουν το χέρι τους πολύ, τότε θα δείξουμε ότι είμαστε μικρότεροι των περιστάσεων.

Αν ένα παιδί σαν εμένα, μεγαλωμένο με τον τρόπο που μου έτυχε, μπόρεσε να δει μέχρι εδώ που είδε, που βρήκε το θάρρος να πατήσει δυο κουμπιά και να μοιραστεί ένα όραμα, μια ύπαρξη που κάλλιστα θα μπορούσε και να μην υπάρχει, τότε κάθε όνειρο, κάθε γελοίου, μπορεί να πραγματοποιηθεί, όχι επειδή το θέλει το σύμπαν, αλλά επειδή κάποια όνειρα, κάποτε πραγματοποιούνται.

Οραματίζομαι έναν κόσμο διαφορετικό,
έναν κόσμο αλλιώτικο.

Έναν κόσμο όπου ο άνθρωπος έχει την αξία που του πρέπει,
μια αξία ανάλογη της δύναμής του.

Κάθε ύπαρξη μετράει,
γιατί κάθε ύπαρξη είναι κύτταρο ενός μεγαλύτερου οργανισμού.

Κύτταρο της ανθρωπότητας ολάκερης,
κανένας και καμιά δεν πρέπει να χάνεται, να μην αξιοποιείται.

Στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα,
και με έναν σοφότερο τρόπο σκέψης που μας ανοίγει λεωφόρους ύπαρξης.

Όσο ο άνθρωπος γεννιέται και πεθαίνει,
τίποτα δε χάνεται πραγματικά για πάντα.

Μέσα στον καθένα και στην καθεμιά,
όσοι υπήρξαν αφήσαν κι από κάτι.

Ο κόσμος αποκτά συνείδηση,
γιατί τα μάτια μας βλέπουν όλο και καθαρότερα το είδωλο στον καθρέφτη.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s