Όσο κι αν δίνει κανείς από τον εαυτό στον κόσμο, αυτό ποτέ δεν είναι αρκετό.
Σαν το εκκρεμές, μια δίνουμε, μια μας ζητάνε.
Κι αυτό σταματά μόνο όταν η αδράνεια του θανάτου μας βρει, μετά από αμέτρητα πηγαινέλα.
Μεγαλώνοντας, ψάχνει κανείς να βρει τον εαυτό του, αναζητά τη θέση του στην ύπαρξη, αναρωτιέται για όλα και πάνω απ’όλα για το άτομό του. Μεγαλώνοντας, γεννιούνται μέσα μας όνειρα κι επιθυμίες, να κάνουμε αυτό, να πάμε εκεί, να δούμε, να γευτούμε, να ακούσουμε, μα όσα κι αν κάνουμε, ποτέ δεν είναι αρκετά. Μεγαλώνοντας, έρχεται η στιγμή που τα χαστούκια της ζωής προκύπτουν όλο και πιο γρήγορα, πιο δυνατά, κάνοντάς μας να σαστίζουμε πριν προλάβουμε να καταλάβουμε το λόγο πίσω από τη βία τους. Μεγαλώνοντας, προσπαθεί κανείς να οχυρωθεί απέναντι σε όλους κι όλα, κι ενώ ξεκινά ως άνθρωπος ανοιχτός, καταλήγει να κλειστεί στον εαυτό του, χάνοντας κάθε τόσο από μια δράκα ελπίδας. Μεγαλώνοντας, το σώμα αρχίζει να αποσυντίθεται, να σαπίζει, κι η ψυχή, πνιγμένη από άσχημες μυρωδιές, χάνει την λάμψη της, όπως και την ομορφιά επίσης. Μεγαλώνοντας, προκύπτει μια ωριμότητα διαφορετική, μια ωριμότητα που αναβλύζει από μέσα μας, κάνοντας τα μούτρα μας βαρετά, η ωριμότητα της ζώσας ζωής.
Πέφτουμε σαν τα πεφταστέρια, τρέχουμε πίσω από όνειρα κι επιδιώξεις, κάτι να πετύχουμε, κάποιοι να γίνουμε. Για να νιώσουμε πως άξιζε όλο αυτό το μυστήριο στο οποίο πήραμε μέρος, καθοδηγούμαστε από εικόνες που σχηματίζουμε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Τι γεννά τις εικόνες τούτες; Εικόνες που μας δείχνουν το δρόμο δίνοντας μια κατεύθυνση στο χάρτη; Ποια πυξίδα χάθηκε για να πάρουν τη θέση της εικόνες που φτιάχνουμε στον ξύπνιο μας ατενίζοντας το κενό;
Μ’αρέσει η παρομοίωση του αναβάτη πάνω στον γάιδαρο που κάτι κρατάει μπρος στα μούτρα τού ζώου, κάνοντάς το να κουνηθεί. Ο αναβάτης; Μια μίξη όλων των μερών του εγκεφάλου μας. Το γαϊδουράκι; Το σώμα, ίσως κι ένα κομμάτι του συνειδητού μας. Κι αυτό που κρέμεται μπρος στα μάτια του ζώου, που μοιάζει με καρότο, αχλάδι ή μήλο; Είναι οι επιθυμίες μας, τα όνειρά μας, ίσως ακόμη και ο σκοπός της ζωής μας. Ο σκοπός που προκύπτει από το άτομο, όχι από το σύμπαν. Αυτό, το δεύτερο, ίσως να υπάρχει, ίσως κι όχι. Αυτό που μετράει σήμερα για τους ανθρώπους, είναι ο ατομικός, ο προσωπικός σκοπός τους. Κι αυτός όμως, δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά μια ψεύτικη υπόσχεση, ίσα ίσα για να μας κουβαλά μπρος, στο άγνωστο της ζωής.
Είμαστε κατακρεουργημένοι μέχρι να φτάσουμε στο τέλος. Όλα κι όλοι κόβουν κάτι από τη σάρκα και το πνεύμα μας κάθε μέρα, αφήνοντας λιγότερα πίσω από αυτά που βρήκανε. Κι έτσι σακατεμένοι όπως είμαστε, άλλος μ’ένα μάτι, άλλος μ’ένα χέρι ή ένα πόδι, πορευόμαστε δίχως σταθερότητα και με μια βαθιά αίσθηση μοναξιάς που κρύβεται καλά καλά κάτω από την πέτσα του δέρματός μας. Όσους ανθρώπους κι αν έχουμε γύρω μας, στη ζωή μας, πάντα θα υπάρχουν κάτι στιγμές απελπισίας, ίσως την ώρα της συνειδητοποίησης του πόσο λίγοι στην πραγματικότητα είμαστε για τον κόσμο. Και το μεγάλο πρόβλημα ίσως να προκύπτει, όταν η διαίσθηση δείχνει ότι δεν είμαστε λίγοι απλά για τους άλλους, μα πάνω απ’όλα, είμαστε λίγοι για τον εαυτό μας. Γιατί ο κύριος πόνος του ανθρώπου δεν προκύπτει από τους άλλους, οι άλλοι, ίσα που μας πονούν γιατί τους το επιτρέπουμε. Όχι, ο κύριος πόνος προκύπτει από εμάς τους ίδιους, είναι η εικόνα του εαυτού του καθενός κι ό,τι την ορίζει. Ο μεγάλος φταίχτης, ο μεγάλος υπαίτιος για όλα, βρίσκεται σ’αυτά τα πονεμένα από τις ατελέσφορες προσπάθειες, μάτια μας. Ό,τι κι αν έρθουν να μας ζητήσουν οι άλλοι, ποτέ δεν είναι αρκετό ώστε να ξεπεράσει τα δικά μας θέλω. Κι έτσι, ο άνθρωπος στο πέρασμα του χρόνου, γίνεται ένας συναισθηματικός ράκος, γιατί πολύ απλά δεν μπόρεσε, δεν το έμαθε καν, πως αυτό που ίσως να’χε περισσότερο απ’όλα νόημα στη ζωή του, ήταν να τιθασεύσει τον εαυτό του, τον μέγα κυβερνήτη.
Πάω κι έρχομαι, μια κουβαλώ τα αγαθά μου, μια φέρνω όσα μου φορτώνουν οι άλλοι με τις προσδοκίες τους. Μ’ένα τέτοιο μυαλό, με μια συνείδηση που στοχεύει στο άπιαστο, ο πόνος, γίνεται ο μόνος νικητής, παίρνοντας τις κύριες μάχες σ’έναν ανοιχτό πόλεμο που κρατά μια ζωή. Κι όλα εκεί φαίνεται να καταλήγουν. Τα προβλήματα που πολλαπλασιάζονται και κοντεύουν να φάνε τον πλανήτη, μαζί κι εμάς. Τα προβλήματα που μας κάνουν να χάνουμε το χρώμα μας καθώς μεγαλώνουμε, που μας τρώνε σιγά σιγά εκ των έσω, βασίζονται όλα στον πόνο που προκύπτει από το άπιαστο.
Κοιτάζοντας ο καθείς το άτομό του, τον αναβάτη και το γαϊδουράκι του, νιώθει φυλακισμένος και ταπεινωμένος μέσα σε όρια δίχως συνοχή, δίχως κάγκελα και τείχη. Η φυλακή, είναι επί της ουσίας το ίδιο μας το μυαλό. Κι ο κόσμος μας, είναι μια μεγαλύτερη φυλακή του συλλογικού μας νου. Κι ό,τι κι αν κάνουμε, δε θα μπορέσουμε πραγματικά να νιώσουμε ελεύθεροι, γιατί δεν είμαστε φτιαγμένοι για την ελευθερία, παρά μονάχα για την υποταγή. Υποταγή στη φύση, υποταγή στους άλλους, υποταγή στον εαυτό μας. Τη φύση, δεν μπορούμε να την υπερβούμε. Στους άλλους, μπορούμε να εναντιωθούμε και να επαναστατήσουμε. Μα πάντα, πάντοτε, θα είμαστε εγκάρδια φυλακισμένοι από τον ίδιο μας τον εαυτό και το συνάφι των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και βιοχημικών αντιδράσεων του εγκεφάλου μας. Κι όσο η επιστήμη προχωρά κι αναβαθμίζεται, τόσο ο άνθρωπος θα γίνεται θεός, δίχως ψυχή, εκφρασμένος στο πρόσωπο των λίγων, πεφωτισμένων που εξουσιάζουν το συλλογικό σώμα που λέγεται ανθρωπότητα.
Μα όσο κι αν μεγαλώσει κανείς, πάντοτε θα’ναι μικρός στα μάτια του σύμπαντος. Το σύμπαν, δεν καταλαβαίνει από προσωπικούς πόνους. Οι σταυροί που βλέπει να ανηφορίζουν τη ζωή, δεν είναι τίποτα άλλο παρά αιμοσφαίρια φορτωμένα οξυγόνο κουβαλώντας την ανάσα του. Κι όσο κι αν το ατομικό βίωμα, που’ναι τόσο βαρύ κι αληθινό όσο τίποτε άλλο, μοιάζει ανούσιο για το σύμπαν, άλλο τόσο, για τον καθένα και την καθεμιά από εμάς, είναι όλος μας ο κόσμος που χωρά μέσα σε μια αράδα κοκκάλων, λίγων λίτρων αίματος κι ενός εγκεφάλου στον οποίο φωλιάζουν όλα, μαζί τα όνειρα, μαζί οι επιθυμίες, μαζί κι ο εαυτός.
Αυτός που με φυλακίζει έτσι, και με σπρώχνει να σηκώνομαι από το κρεβάτι μου την κάθε μέρα, δίχως να το θέλω, με κάνει να επιθυμώ τόσα κι άλλα τόσα, ψεύτικα κι ανούσια πράγματα, βυθίζοντάς με στον πόνο, και δίχως να υπόσχεται τίποτα που να κάνει όλες αυτές τις προσπάθειες να έχουν νόημα.
Σαν ένα εκκρεμές, τρέχω να κουβαλήσω όλα όσα νομίζω πως καλό θα’ταν να τα προσφέρω, έτσι, γιατί με προστάζει ο εαυτός μου, και με το που τα δώσω, παίρνω άλλες επιταγές, από άλλους ανθρώπους, νομίζοντας πως κι αυτές κάτι θα αξίζουν, καταλήγοντας να πηγαινοέρχομαι, μια μπρος μια πίσω, κάνοντας κύκλους πάνω στη ζωή μου, σαν ένα πιο ανεπτυγμένο χάμστερ που τρέχει στον τροχό του, ίσα για να ικανοποιώ την ύπαρξη, κι ένα σύμπαν που με σφάζει με το παράλογό του.
Τι θα γινότανε αν μπορούσα να βγω έξω από αυτό που νομίζω πως είμαι, κλείνοντας την πόρτα μια για πάντα σε όλο το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον, ρίχνοντας μια ταφόπλακα στον πόνο, επιλέγοντας την αέναη ευτυχία λόγω της έλλειψής του;
Αυτή δεν είναι απλά μια ερώτηση. Δεν είναι μια κίνηση απλή στο σκάκι της ζωής. Αν την απαντήσει κανείς σωστά, έχει κάνει ματ σε κάτι που χτίστηκε μέσα του για να τον προστατεύει φυλακίζοντάς τον. Μια κίνηση που θα πετάξει μακριά τόσο τον βασιλιά όσο και το εκκρεμές. Μια κίνηση την οποία ακόμη κι όσοι την είδαν, δεν την επέλεξαν γιατί φοβήθηκαν την πραγματική ελευθερία. Μαζί με αυτούς, μάλλον κι εμείς.
Το εκκρεμές της ζωής, Θανάση. Τι το ποιο όμορφο, φίλε μου. Μόνο να μπορούμε να συγχρονιστούμε μαζί του ναι;
Ακροβατούμε πάλι στις φιλοσοφικές σου αναλύσει, φίλε μου.
Την καλησπέρα μου.
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Δύσκολος ο συγχρονισμός Γιάννη!
Καλό σου βράδυ!
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Το κατανοώ φίλε μου.
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Πιστεύω πως είναι μια κίνηση που αργά ή γρήγορα έρχεται, στο δικό της χρόνο όμως, και με τον δικό της τρόπο. Ένιωσα πως περιγράφεις τον θάνατο.
Ασχετο ή σχετικό, αλλά αν ξεκινήσουμε από το σύμπαν, προστατευμένοι φυλακισμένοι είμαστε από την ατμόσφαιρα, που μας δίνει τη δυνατότητα να αναπνέουμε. Η ανάσα, το εκκρεμές της αναπνοής και εκπνοής, δεν είναι κάτι από το οποίο μπορούμε να ξεφύγουμε. Μπορούμε όμως να το χρησιμοποιήσουμε ως εργαλείο για να ελέγχουμε εμείς τον εγκέφαλό μας. Έχουμε δηλαδή τη δύναμη να ελέγχουμε την ταλάντωση, το σχοινάκι.
Ε καλά τώρα δεν είμαι και φυσικός ή μαθηματικός για να μπορέσω να στα εξηγήσω σωστά χαχαχαχαχα αλλά από μια πρόχειρη έρευνα (πολύ πρόχειρη όμως) διάβασα για ανθρώπους που κρατούν την αναπνοή τους μέχρι και 22 με 24 λεπτά. Φυσικά, δεν είναι κάτι που μπορεί να το κάνεις στο σπίτι, ή έτσι για πλάκα, όπως δεν μπορείς να πεις «ααα τι καλά ας σηκώσω 70 κιλά» χαχαχα Απαιτεί εκγύμναση.
Ίσως, λοιπόν μια σωστή γυμναστική σε κάθε είδους πόνο να βοήθα στο να μπορείς να έχεις τον νοητικό έλεγχο του πόνου, πιστεύω πως το αντίδοτο του πόνου είναι η ευτυχία, και αυτή μπορούμε πιστεύω να την ελέγχουμε. Απο την άλλη ας μην ξεχνάμε πως ο πόνος είναι ένας είδος ειδοποίησης …. ένας συναγερμός προκειμένου να αντιμετωπίσεις κάποια δυσλειτουργία και να τη διορθώσεις. Πρώτα λοιπόν εντοπίζουμε τη δυσλειτουργία, μετά ελέγχουμε τον ένταση του πόνου και μετά προσπαθούμε να το επιδιορθώσουμε.
χαχαχαχα αυτά είμαι σίγουρη όμως πως τα ξέρεις. Οπότε κλείνω το σχόλιο, σου χαμογελώ για να σου δώσω δύναμη 🙂 και έφυγα 🙂
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Μου άρεσε πολύ το παράδειγμα του συναγερμού μέσω του πόνου που φανερώνει μια δυσλειτουργία που χρήζει διόρθωσης! Καλά τα λες, με βρίσκεις σύμφωνο.
Δεν ξέρω αν μιλάω για θάνατο ή για ζωή στο κείμενο αυτό αλλά όταν το έγραφα δεν την πάλευα και πολύ, νομίζω πως φαίνεται.
Αυτό με τις αναπνοές το προσπερνώ, ας μην το δοκιμάσουμε καν!
Η αλήθεια είναι ότι όσο βαστούμε στους πόνους, ίσως γινόμαστε ψυχικά πιο δυνατοί, κι αυτό μπορεί να αποτελεί και ζητούμενο. Άλλες φορές πάλι, νιώθω ότι οι πόνοι που έρχονται είναι χαστούκια της ζωής, κι αν είναι δυο και τρία τη φορά, ίσως τα ξεπερνούμε, αλλά αν είναι δέκα ή και είκοσι απανωτά, τότε ίσως να μας ρίχνουν κάτω αφήνοντάς μας χάμω.
Υπάρχει άραγε ένα όριο υποκειμενικό που να μην πρέπει να ξεπερνιέται για να μην καταντά ο άνθρωπος μια άμορφη μάζα πνιγμένη στον πόνο της;
Το αφήνω στην κρίση του καθενός και της καθεμιάς!
Ευχαριστώ για το στοχαστικό σου σχόλιο Μάνια!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!