Μια εδώ, μια εκεί, μια παραπέρα.
Σαν το φλίπερ ο κόσμος μας, και σαν το μπαλάκι που κοπανιέται παντού η ζωή μας.
Μαζεύουμε πόντους χτυπώντας σε τοίχους, και χάνουμε ενίοτε, αφανιζόμαστε στο κενό.
Οι δυο μοχλοί που μας κρατούν στη ζωή αλλά και στο μαρτύριο; Οι άνθρωποί μας και ο εαυτός μας.
Μοιάζει παράξενο, αλλά ταιριάζει η εικόνα.
Οι ευκαιρίες που έχουμε, μέχρι να φύγουν όλα τα μπαλάκια, ίσως να’ναι σαν τις ψυχές της γάτας, μόνο που εδώ δεν πρόκειται για παραπάνω ζωές, αλλά για καίριας σημασίας ψυχικά τραύματα που μας αποτελειώνουν το’να μετά το άλλο.
Η πρώτη μπάλα που πέφτει στο κενό, ίσως να’ναι μια προβληματική οικογένεια που θα την κουβαλάς για πάντα. Η δεύτερη, ίσως ο πρώτος μεγάλος έρωτας που σε πλήγωσε και σε χάραξε βαθιά. Η τρίτη, ίσως να’ναι η προδοσία από τους φίλους. Η τέταρτη, η αποδοκιμασία του κόσμου για ό,τι πρεσβεύεις. Και η πέμπτη; Η πέμπτη ίσως να’ναι η παραίτηση του εαυτού. Αν έχουμε πέντε μπάλες που μας τρώνε τη ζωή κατά ένα πέμπτο την κάθε φορά, τότε υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που πριν πατήσουν τα τριάντα, έχουν ήδη μισή ζωή χαμένη.
Φυσικά κι όλη αυτή η ιδέα δε σημαίνει σχεδόν τίποτα, μας δίνει ωστόσο μια αίσθηση του γιατί οι άνθρωποι καταστρέφονται. Όσο δυνατοί κι αν είμαστε, όσο κι αν βαστούν τα κορμιά κι οι πλάτες μας, κανείς δεν φεύγει όρθιος. Ακόμη κι αυτοί που λένε πως χίλιες φορές αν πέσουν, χίλιες μια θα σηκωθούν, στο τέλος της πορείας τους, απλά θα ξεψυχήσουν στο χώμα.
Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από δύναμη. Δεν είναι ζήτημα επιθυμίας απλά. Όχι, τη δύναμη την έχουμε ανάγκη, πραγματικά ανάγκη. Όσο είμαστε στο πεδίο του φλίπερ, χτυπάμε στις επιφάνειες, μαζεύουμε πόντους, μια πάμε με αστραπιαία ταχύτητα που το μάτι δυσκολεύεται να δει, μια αργά, ισορροπούμε στις γωνιές των τοιχωμάτων. Κάθε που πέφτουμε, ευχόμαστε να μη πηγαίνουμε καρφί στο κέντρο, ή τέρμα στις άκρες. Είναι οι άνθρωποί μας ο μοχλός που πατάμε και τσουπ, να’μαστε πάλι εκσφενδονισμένοι στη φλιπερική πραγματικότητα, να μαζεύουμε πόντους άσκοπα. Είναι κι ο εαυτός μας ο δεύτερος μοχλός, δεξής ή αριστερός δεν έχει σημασία, και μπαμ, πάλι τρελαμένοι τρέχουμε να συνεχίσουμε το μάζεμα.
Έτσι, λοιπόν, είμαστε. Μπαλάκια του φλίπερ η ζωή μας. Ξέρουμε πως θα φύγουμε μια μέρα, αλλά παρόλα αυτά εκεί εμείς, να μαζεύουμε πόντους, κι ας μην ξέρουμε τι θα τους κάνουμε. Κάποιος άλλος θα γράψει το σκορ όταν θα ακουστεί ο ήχος της παντοτινής ήττας. Μα δε μας πτοεί τίποτα. Ξέρουμε, το νιώθουμε βαθιά πως τίποτα δεν έχει σημασία, μα αφού προκύψαμε στο παιχνίδι, γιατί να μην το παίξουμε; Γιατί να μην το χαρούμε; Μπρος στο παράλογο, η χαρά είναι η μόνη λογική απάντηση.
Άλλωστε, τι να ξέρει ένα μπαλάκι, πόσο βαθιά να φτάνει ο νους του;
Εκτός κι αν…
Εκτός κι αν δεν είμαστε τα μπαλάκια, μα είμαστε κάποιος που παίζει μ’αυτά. Κάποιος που χτυπάει απότομα τα κουμπιά των μοχλών, κάνοντας το μπαλάκι να κοπανιέται μέχρι να χαθεί.
Δεν ξέρω. Αδυνατώ να δω καθαρά ποιος και τι. Και σημασία ίσως να μην έχει. Μια ιδέα που μου καρφώθηκε ήθελα να μοιραστώ και να την αφήσω από ψηλά να πέσει σα σταγόνα στον νου μας. Αν ο νους είναι κουβάς, κάποια στιγμή, σε μια σταγόνα που δεν το περιμένουμε, θα υπερχειλίσει το υγρό πνεύμα, ίσως να ρίξει τον κουβά και να ξεχυθούν όλα όσα κρύβουμε μες στην ψυχή μας.
Άνθρωποι με μισή ζωή μέσα τους περπατούν μ’ένα πόδι κι ένα φτερό και ψάχνουν υπάρξεις που να τους ταιριάζουν, να αγκαλιαστούν και να δεθούν, να’χουν πάλι δυο ποδάρια, δυο φτερούγες, να περπατήσουν και να πετάξουν σαν ένα, ώσπου κι η τελευταία τους μπαλίτσα να πέσει στο κενό, γκρεμοτσακίζοντάς τα απομεινάρια των αδερφών ψυχών τους, δίνοντας την ευκαιρία σε έναν παλιό μου φίλο κρυφό, τον Θάνατο, να πάρει μ’ένα σμπάρο δυο τρυγόνια.
Αν ακούμε μια ανεξήγητη βουή και νιώθουμε πότε μικρούς, πότε μεγάλους πόνους, είναι γιατί είμαστε καβάλα πάνω σε ένα μπαλάκι, μέσα σε ένα φλίπερ που το λέμε κόσμο μας.
Ας παίξουμε, ας γίνουμε δυνατοί κι ας χαρούμε αυτή την παραξενιά που αποκαλούμε ζωή, έχει δεν έχει σημασία, μέχρι η αυλαία να πέσει!