Η σημασία των ημερών των εορτών, κρίνεται από την δυνατότητα που μας δίνουν ώστε να αναστοχαστούμε.
Η ημέρα της 25ης του Μάρτη, που τακτικά επιλέχθηκε ώστε να συμπίπτει με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, όχι απλά για να γιορτάζουμε δυο πράγματα μαζί, αλλά κυρίως για να συνδέουμε το ένα γεγονός με το άλλο, την εθνική εορτή δηλαδή μαζί με τη θρησκευτική, είναι μια από τις αυτές τις μέρες του χρόνου που μας φέρνουν έναντι του εαυτού μας. Όχι ως άτομα απλά, αλλά ως πολίτες μιας χώρας, ενός ευρύτερου συνόλου.
Η επανάσταση του ’21, οφείλει πάνω απ’όλα να μας βάζει σε σκέψεις, κάθε χρόνο, για το τι αξίζει στη ζωή.
Κι αν την επανάσταση εκείνη τη γέννησαν οι συνθήκες της εποχής, η διανόηση, οι αμαρτωλοί και οι κουρσάροι, τα συμφέροντα του τόπου και τα συμφέροντα τα διεθνή, έναντι στο Άλλο του οθωμανικού και μουσουλμανικού στοιχείου, έναντι σε όσα πίεζαν και καταπίεζαν χριστιανούς κι εβραίους, εμείς δε θα πρέπει να μένουμε στα προκαθορισμένα πλαίσια, κι απλά να χαιρόμαστε την πρώτη λευτεριά που κέρδισαν όσοι κι όσες θυσιάστηκαν.
Όχι, η επανάσταση του ’21, μια από τις πρώτες και καίριας σημασίας σε παγκόσμιο επίπεδο, οφείλει να επαναπροσεγγίζεται ξανά και ξανά, αλλά όχι στοχεύοντας τα πυρά της στο παρελθόν μονάχα, αλλά και στο παντοτινό μας παρόν και μέλλον.
Γιατί, αν οι άνθρωποι του τότε επαναστάτησαν απέναντι σε κάτι που τους έπνιγε, αυτό δε σημαίνει ότι κάτι αντίστοιχο δεν πνίγει κι εμάς, κάτι που μας κάνει να θέλουμε να επαναστατήσουμε.
Τότε, με βάση την εθνική ταυτότητα, στηριζόμενη στη γλώσσα και τη θρησκεία, μπορούσε να γεννηθεί ένα έθνος-κράτος. Μα πλέον, τώρα που ο ρομαντισμός των εθνικών κρατών έχει χαθεί για τα καλά, που τα κράτη γίνονται πολυπολιτισμικά, η έννοια της εθνικής ταυτότητας είναι μικρή κι αδύναμη ώστε να στηρίξει κάτι τόσο μεγάλο όσο μια επανάσταση.
Στους καιρούς μας, πάλι νιώθουμε μια μπότα να μας πατά τον λαιμό, εμείς, οι πολλοί. Μια μπότα φορεμένη από όσους ανέβηκαν εκ νέου στην κοινωνική ιεραρχία, μέσω της οικονομικής τους δύναμης ή της πολιτικής τους επιρροής.
Αν κάποτε το ελληνικό στοιχείο ήταν υπό του οθωμανικού, ενός Πασά ή Σουλτάνου, σήμερα το στοιχείο που κατοικεί στην Ελλάδα, που δεν είναι μόνο ελληνικό, είναι υπό σε κάποιες οικογένειες που η σκούφια τους κρατά για τα καλά.
Στη χώρα τούτη, η Αναγέννηση κι ο Διαφωτισμός δεν έφτασαν, ή αν το έκαναν, τότε δεν έπιασαν. Εδώ όπου ο μοντερνισμός κι η νέα εποχή πληγώθηκε από τη σημαντική επιρροή του ορθόδοξου χριστιανισμού, το κράτος, δεν έγινε ευρωπαϊκό ποτέ, παρά παρέμεινε μια μηχανή στα χέρια λίγων οι οποίοι μέσω της λειτουργίας του κατάφερναν και καταφέρνουν να επιβάλλουν τους εαυτούς έναντι σε όλους εμάς, τους αμαθείς κι αδύναμους.
Το εκπαιδευτικό σύστημα, ποτέ πραγματικά δεν επιδίωξε να προσφέρει Παιδεία, ενισχύοντας τη φιλαναγνωσία και το κριτικό πνεύμα. Αρκέστηκε στο να μας κάνει πειθήνιους, τέτοιους που να αντέχουν την εργασία υπό πίεση, τη δουλεία δηλαδή, τιμωρώντας τη φαντασία και τη ζωντάνια. Βλέπουμε πώς τα τελευταία χρόνια έχει χαθεί παντελώς η επιθυμία του συστήματος αυτού να γεννά πολίτες, παρά μονάχα επιδιώκει να γεννά υπάκουους εργαζομένους και μάζα.
Το σύστημα υγείας, ίσως να τα πήγε καλύτερα κατά περιόδους, αλλά και πάλι πρόσφερε τόσα όσα, και στηρίζονταν ανέκαθεν στο φιλότιμο του προσωπικού του. Τα τελευταία χρόνια έχει χτυπηθεί αλύπητα ευνοώντας έτσι τους ιδιωτικούς φορείς υγείας. Πλέον, φοβάσαι να πας στο νοσοκομείο, όχι απλά γιατί οι πιθανότητες να συναντήσεις απρόθυμους υπαλλήλους είναι μεγάλη, αλλά και γιατί έχεις ένα προαίσθημα ότι κάτι κακό θα σου συμβεί, σε εσένα ή στους συγγενείς σου.
Ο στρατός, ποτέ δε θέλησε να μάθει στους φαντάρους πώς να απελευθερώνουν τους εαυτούς τους και τους συμπολεμιστές τους, παρά μονάχα μας μαθαίνει πώς να ζούμε υποταγμένοι σε συστήματα και πώς να παίζουμε θέατρο, το μεγάλο θέατρο της ζωής.
Ο δημόσιος τομέας εν γένει, αντί να συμπεριφέρεται σχεδόν ως υπηρέτης του λαού, όπως και θα έπρεπε, συμπεριφέρεται από γεννησιμιού του ως προνομιούχα τάξη, μη μου άπτου και υπεράνω. Κι αντί να απαρτίζεται από ανθρώπους λειτουργούς, στο σώμα του κολλούν όλα τα κύτταρα της χώρας τα οποία και παρασιτούν σε βάρος όλων μας.
Η αστυνομία, με πρόσχημα να φυλάσσει την κοινωνία, το μόνο που κάνει είναι να κάνει πλάτες στον καρκίνο που μας κυβερνά, σε πολιτικούς, επιχειρηματίες κι εφοπλιστές, πληρωμένη από εμάς κι εναντίον μας. Κι αν κι απαρτίζεται κατά κύριο λόγο από λαϊκά παιδιά, καταφέρνει να τα κάνει ζόμπι και να τα εξοπλίζει έναντι του συνόλου, έναντι των γονιών, των αδερφών και των παιδιών τους. Τα όπλα της τα’χει μόνο και μόνο για να επιβάλλει μια τάξη τοξική, όργανο στα χέρια των δυνατών του τόπου.
Τα μέσα, που είναι ιδιωτικά και χρηματοδοτούμενα από μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, δεν υπόκεινται σχεδόν σε καμιά αρχή, και έχουν συμβάλλει δεκαετίες τώρα στην αποβλάκωση των ανθρώπων που ζουν στην Ελλάδα. Το επίπεδο στην κοινωνία έχει πέσει στα τάρταρα γιατί άνθρωποι που δε θα έπρεπε, έχουν παρόλα αυτά τη δύναμη ώστε να πλάθουν τα μυαλά μας σαν να’ταν πλαστελίνη.
Η εκκλησία, στο ανώτερο επίπεδο είναι κυρίως αντιχριστιανική κι η μαυρίλα που εκβάλλει καταστρέφει κι αυτή μυαλά και συνειδήσεις. Ενώ η πίστη θα έπρεπε να είναι εδώ για όσους έχουν το θρησκευτικό ένστικτο, για να τους καθοδηγεί και να τους ενδυναμώνει, το μόνο που κάνει είναι να προβατοποιεί κι άλλο την ήδη προβατοποιημένη μάζα. Αντί να δίνει ώθηση ώστε ο άνθρωπος να ξεφεύγει από τα επίγεια, επιδιώκοντας μια πιο μεστή κι ενάρετη ζωή, τον ρίχνει αντ’αυτού κι αυτή στον Άδη της μόνης και πραγματικής ζωής μας.
Το πολιτικό σύστημα, στο σύνολό του, δεν είναι απλά πτωχευμένο χρόνια τώρα, αλλά επίσης είναι και μια μόνιμη πληγή, αυτού του πονεμένου τόπου που δε λέει να δει άσπρη μέρα. Με μια κάλπικη υπόσχεση δημοκρατίας, μας πήρε όσα υποσχέθηκε ότι θα μας προσφέρει, στερώντας μας την πολιτική μας δύναμη κι όποια βούληση θα μπορούσε να γεννηθεί.
Οι διανοούμενοι και συγγραφείς, ασχολούνται με ζητήματα δευτερεύοντα, που αν και σημαντικά, δε χτυπούν εκεί που θα έπρεπε. Αντί να επηρεάζουν στο βαθμό που το μπορούν τις συνειδήσεις του κόσμου σμιλεύοντάς τες, αποπροσανατολίζουν όσους τους διαβάζουν, και κατ’επέκταση την κοινή γνώμη, από την ουσία των πραγμάτων.
Η οικονομία της χώρας, χιλιοχτυπημένη κι υποανάπτυκτη, χαρακτηρίζεται από ολιγοπωλιακές καταστάσεις, όπου χταπόδια έχουν απλωμένα τα πλοκάμια τους σε κάθε τομέα της, επιβάλλοντας τα θέλω τους με όλα τα μέσα.
Μέσα σε αυτή τη ζοφερή κατάσταση, υπάρχουν ηλιαχτίδες ανθρώπων που ο καθένας μέσα από τον χώρο του λάμπει όσο μπορεί παρόλη την τρέλα και το παράλογο που βιώνει. Γιατί υπάρχουν δάσκαλοι και πανεπιστημιακοί, γιατροί και νοσηλευτές, στρατιωτικοί, δημόσιοι υπάλληλοι, αστυνομικοί, δημοσιογράφοι και καλλιτέχνες, παπάδες και μοναχοί, πολιτικοί κι ακτιβιστές, φιλόσοφοι και ποιητές, επιχειρηματίες κι εργαζόμενοι, που δεν είναι σαν τους πολλούς του τομέα τους. Που πρεσβεύουν ό,τι καλό μπορεί να πρεσβεύει το επάγγελμα ή λειτούργημά τους. Που είναι κρίμα να τους παίρνει κι αυτούς η μπάλα γιατί κάποιοι, που τις περισσότερες φορές είναι, όχι απλά αρκετοί, αλλά μάλλον πολλοί, λερώνουν με τον τρόπο τους τον χώρο αρμοδιότητάς τους.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ως σύγχρονη δυτική χώρα, επικαλούμαστε ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, το κράτος δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ανοιχτή κοινωνία κι αγορά είναι όσα μας πρεσβεύουν, αλλά στην πράξη, έχει καταλυθεί η δημοκρατία από τζάκια, το νομικό σύστημα είναι όχι απλά δυσλειτουργικό αλλά και αφερέγγυο, τα δικαιώματα καταπατούνται καθημερινά αφήνοντάς μας απροφύλαχτους στις υποχρεώσεις μας μόνο, η κοινωνία είναι σάπια κι ό,τι καλό γεννιέται πρέπει να φύγει ή να πεθάνει, και η αγορά είναι μόνο κατ’επίφαση ανοιχτή μα ανήκει στα χέρια λίγων.
Ε, λοιπόν, αν αυτή η κατάσταση δεν είναι κατάλληλη ώστε να γεννήσει μια επανάσταση σήμερα, τότε ποια είναι;
Ο μόνος λόγος που επαναστάσεις δε γίνονται σήμερα είναι γιατί η ανθρώπινη ζωή έχει ανέβει με όρους αξίας και κανείς δεν τίθεται να θυσιαστεί στο βωμό της κοινωνίας παρά επιλέγει την παρασιτική ζωή ή στην καλύτερη το φευγιό της μετανάστευσης. Έχουμε γυρίσει τόσο πολύ στο άτομό μας, κι έχει χτυπηθεί τόσο πολύ η έννοια της συλλογικότητας σε πρακτικό επίπεδο, που είμαστε μια κοινωνία ξένων και μοναχικών. Κι αυτό δεν ισχύει μόνο για την Ελλάδα αλλά λίγο πολύ για τις περισσότερες χώρες. Ποιος και ποια να πολεμήσει και γιατί όταν έχουν καταρρεύσει όλες οι ιδεολογίες που υπόσχονταν ουτοπίες; Τώρα πλέον οι άνθρωποι έχασαν την ελπίδα τους για μια πιο δίκαιη και όμορφη ζωή κι απλά αναλώνουν το χρόνο τους στα ιδιωτικά συμφέροντά τους, μετρώντας τους εγωισμούς τους ώστε να δουν ποιος κερδίζει σε ένα ήδη χαμένο παιχνίδι.
Είμαι ο κανένας κι εκπροσωπώ μόνο τον εαυτό μου μα στα λόγια τα δικά μου βρίσκουν τον εαυτό τους πολλοί, τόσο από τη γενιά μου όσο κι από άλλες. Κι όσο αυτό το κείμενο είναι καταγγελτικό και μοιάζει με κραυγή, άλλο τόσο κρύβει πόνο μέσα του κι απελπισία. Μα αν γράφω, είναι γιατί κάποια ψήγματα ελπίδας υπάρχουν ακόμη εντός μου, κι ευελπιστώ με αυτές τις αράδες να δώσω πνοή στην εναλλακτική της εναλλακτικής.
Δε δύναμαι να τα παρατήσω παρόλο που όλα βλέπω να’ναι εναντίον μου και με κάνουν να νιώθω μόνος κι αφιλόξενος σε αυτή τη ζωή. Και γράφω, γράφω, γράφω για να χτίσω εμένα μπρος στα μάτια όλων.
Μα αυτά τα συναισθήματα δεν έχουν και τόση σημασία. Σημασία έχει ότι ο άνθρωπος που κατοικεί στην Ελλάδα, είτε Έλληνας είτε αλλοεθνής, είτε χριστιανός είτε όχι, είναι κύτταρο ενός συνόλου. Κι αυτό το σύνολο ακούει στο όνομα της ανθρωπότητας πάνω απ’όλα. Δεν είμαστε μια ταυτότητα, είμαστε πολλές. Έχουμε πολλές κρεμασμένες ταμπέλες στο λαιμό μας κι αν τις βγάλουμε και μείνουμε γυμνοί, τότε αυτό που μένει είναι ο άνθρωπος.
Γι’αυτό, αξίζει να έχουμε πάντοτε στο νου μας ότι μας κρίνουμε σε σχέση με τον άνθρωπο.
Οφείλουμε να βλέπουμε τόσο μέσα μας όσο κι έξω από εμάς. Οφείλουμε να βλέπουμε τόσο το εγχώριο, όσο και το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο. Οφείλουμε να απαγκιστρωθούμε από ποταπά συναισθήματα μικρότητας και να ανοίξουμε τις καρδιές μας στο πανανθρώπινο.
Δεν θα πρέπει να μείνουμε στις παγίδες του παρελθόντος, την αρχαιοελληνική και τη βυζαντινή. Πρέπει να ξεφύγουμε από αυτές τις παγίδες αξιοποιώντας τον πλούτο που μας κληροδότησαν και να χτίσουμε το υπόδειγμα ανθρώπου της εποχής που ξανοίγεται μπρος μας. Η Ιστορία μάς συμβαίνει είτε το θέλουμε είτε όχι κι εμείς είμαστε το κρέας αυτής της μηχανής. Πόλεμοι θα συμβαίνουν πάντοτε και παντού μέσα από πολλαπλά επίπεδα και η ειρήνη δεν είναι παρά μια εκεχειρία μα όχι και ανακωχή.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, θα πρέπει να δούμε τι είμαστε, να χτίσουμε νέες ταυτότητες για τον κόσμο της νέας εποχής που δημιουργείται, να επιταχύνουμε τις όποιες αλλαγές νιώθουμε πως πρέπει να κάνουμε, να δώσουμε το παράδειγμα στους συνανθρώπους μας σε όλο τον κόσμο.
Όσο κι αν όλα πάνε στραβά, μέρες σαν κι αυτές μας δίνουν λόγο για να κοιταζόμαστε ξανά και ξανά στον καθρέφτη, να βλέπουμε ποιοι είμαστε και γιατί είμαστε εδώ που’μαστε. Κι όσο κι αν πονούμε, κι όσο κι αν όλα νιώθουμε να πνίγουν την ελπίδα μας, εμείς παρόλα αυτά οφείλουμε, απέναντι στον εαυτό μας, να επιδιώκουμε την αλλαγή, να την αγκαλιάζουμε και να μη τη φοβόμαστε.
Νιώθω ότι οι κοινωνίες θα πρέπει να επαναστατούν κάθε δυο ή τρεις γενιές, για να πέφτουν όσοι πήραν τα ηνία και να ανακατεύεται ξανά η τράπουλα. Αν από τη σκλαβιά πήγαμε στους υπηκόους και βασιλείς, πήγαμε στους φεουδάρχες και δουλοπαροίκους, από την εργατιά και τους καπιταλιστές πηγαίνουμε στους παντοκράτορες και στη μη αναγκαιότητα ύπαρξης της χαμηλότερης κοινωνικής τάξης, τότε μέσα σε αυτή τη σούπα που’ναι η ανθρωπότητα, οφείλουμε να μυρίσουμε το τι έρχεται και να πάρουμε θέση, εμείς, οι πολλοί, έναντι των λίγων. Εμείς, τα υγιή κύτταρα έναντι των καρκινικών.
Τα προβλήματα που θα συναντήσει ο κόσμος μας θα μας ταρακουνήσουν τόσο που πολλοί από εμάς ίσως να χαθούνε. Γι’αυτό και οφείλουμε να επαναπροσδιορίσουμε τη θέση μας στον κόσμο και στην ύπαρξη.
Οι άνθρωποι που κατοικούν στην Ελλάδα πρέπει να γίνουν πολίτες, να έχουν παιδεία και ανεξάρτητη σκέψη, να ξεφύγουν από όσα τους στενεύουν. Αρκετά πια με το ψέμα της ψήφου που έρχεται κάθε τέσσερα χρόνια. Η κάθε μέρα μας είναι μαζί με όλα τα άλλα και πολιτική, η ψήφος είναι απλά το κερασάκι σε μια σκατένια τούρτα. Κάτι πρέπει να κάνουμε, κάτι πρέπει να αλλάξει. Την τούρτα δεν την τρώει κανείς γιατί κανείς δεν την ορέγεται.
Αξιοποιώ αυτή την ημέρα, δίνοντας μια ώθηση στην έννοια της απελευθέρωσης από όλα αυτά που τα νιώθουμε σαν μπότα στο λαιμό μας, όσοι νιώθουν τρελοί κι αλλοπαρμένοι, Δον Κιχώτες του σήμερα, να πάρουν ένα μήνυμα ελπίδας, ότι δεν είναι μόνοι, ή λίγοι, μα πάνω απ’όλα και πρωτίστως, δεν είναι παράλογοι. Παράλογοι είναι όσοι παραιτούνται και περνούν τις ζωές τους ως έρμαια των καταστάσεων που βρέθηκαν, κι ας καμώνονται για λογικοί κι ελεύθεροι.
Κανείς δεν μπορεί να απελευθερωθεί πλήρως, μα καθένας είναι καταδικασμένος να πολεμά για την λευτεριά του, σκουντώντας την να ανέβει ένα σκαλοπάτι τη φορά. Η δική μας προσπάθεια, ας ξεκινήσει από αυτή τη διαπίστωση που μπορεί να ωθήσει σε μια επανάσταση και αλλαγή συνείδησης. Την μόνη επανάσταση ίσως που αξίζει να επιδιώξουμε ύστερα από τόσες απογοητεύσεις.
Σήμερα συνάντησα το υπαρκτό »πρότυπο» του »πολίτη» του κόσμου, που δικαίωσε την ύπαρξή μου ως άνθρωπος, γιατί έτσι οραματίστηκα το πνεύμα που πρέπει να διέπει τους πολίτες της guchellas.com διαδικτυακή (Παγκόσμια Ένωση Πολιτών)
Μου αρέσει!Αρέσει σε 2 άτομα
Τιμή μου πεφτάστερε! Μακάρι να είναι έτσι όπως τα λες τα πράγματα.
Τιμή μου αν σε κάνω να δικαιώνεσαι κι εσύ και το όραμά σου!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!