Του ύψους και του βάθους

Άλλο ένα επεισόδιο της τραγικής μας φύσης έλαβε χώρα αυτές τις μέρες.

Για ακόμη μια φορά γίναμε μάρτυρες της φρίκης και της αδυσώπητης κακοτυχίας.

Οι συνθήκες είναι κατάλληλες ώστε ο πόνος να γεννιέται κάθε μέρα και να συντηρείται πάραυτα, στέλνοντας σωρηδόν ανθρώπους απλούς και καθημερινούς στον λαβύρινθο ενός νέου Μινώταυρου, ενός τέρατος που έχει πλέον χίλια πρόσωπα.

Τα Τέμπη δικαιολογημένα μπορούν να ιδωθούν ως το ελληνικό τρίγωνο των Βερμούδων. Μοιάζει λες και οι δεύτερες πύλες του Άδη βρίσκονται εκεί, κάνοντας το ποτάμι του Πηνειού έναν άλλον Αχέροντα.

Το μυαλό παγώνει στη σκέψη, όχι του θανάτου αυτού καθαυτού, αλλά του τρόπου με τον οποίο αυτός συντελείται.

Όλοι μας ξέρουμε πως θα πεθάνουμε, αλλά κανείς μας, ή σχεδόν κανείς, δεν ξέρει τον τρόπο.

Το να βρεις το θάνατο με τον τρόπο που τον βρήκανε οι συνάνθρωποί μας, είναι μεστός εφιάλτης και σενάριο από τα πιο απαίσια θρίλερ.

Γίναμε μάρτυρες αυτές τις μέρες δύο τραγικών συμβάντων, από τη μια το τρένο που’γινε φέρετρο, από την άλλη πολυκατοικίες που γκρέμισαν μαζί με τον εαυτό τους ολόκληρες κοινότητες, ψυχές και κόπους μιας ζωής, πέφτοντας σαν τραπουλόχαρτα, στη γείτονα χώρα.

Δεν τίθεται θέμα σύγκρισης, κάθε συμβάν μας σοκάρει και μας τρομοκρατεί με τον τρόπο του, κάνοντάς μας να νιώσουμε μικροί, τσαλαπατημένοι, τιποτένιοι.

Και το πρώτο σοκ που μας ανοίγει την πόρτα του πόνου, μας τρομοκρατεί μέχρι που αναγκαζόμαστε να οργιστούμε.

Κι αυτή η οργή, έρχεται για να μας δώσει σφαλιάρα, σφαλιάρα τέτοια που μας κάνει να ξυπνήσουμε από τον λήθαργο του ονείρου, του ονείρου που μας λέει πως όλα αυτά γίνονται μακριά μας, κι ας είναι δίπλα μας ή μπρος στην πόρτα μας. Του ονείρου που μας κάνει να παραμένουμε άπραγοι, ο καθένας και η καθεμιά μονάχοι τους, μέσα στην τρέλα της ύπαρξης και του χάους που την συνοδεύει. Μα αυτή η σφαλιάρα, είναι αναπόφευκτη. Έρχεται για να μας σκουντήσει από το σύννεφο, να μας ρίξει στην πραγματικότητα, να μας τσιτώσει τα νεύρα για να νιώσουμε το σώμα μας, να μας φέρει τέλος προ των ευθυνών μας απέναντι στη ζωή, απέναντι στους εαυτούς μας.

Δεν είναι ένα τρένο ή ένας σεισμός. Ξέρουμε πριν τις καταστροφές ότι ελλοχεύουν κίνδυνοι. Ξέρουμε πως χρειαζόμαστε καλύτερα συστήματα κι υποδομές. Γνωρίζουμε τις ιδιαιτερότητες των περιοχών μας. Νιώθουμε το τι πρέπει να γίνει. Μα μένουμε άπραγοι εναποθέτοντας τις ελπίδες μας σε θεούς και τύχες, μη προσδοκώντας τις πιθανότητες να πραγματωθούν.

Παίρνοντας αφορμή από αυτές τις καταστροφές, θα προσπαθήσω να δείξω ότι το πρόβλημα είναι αλλού, και ότι είναι μεγάλο.

Ο τόπος αυτός και το πνεύμα που τον εμψυχώνει, έχει μια βαριά κατάρα. Ίσως να πηγάζει από το Προπατορικό Αμάρτημα, εγώ πιστεύω ότι οφείλεται στον Προμηθέα. Και στις δυο περιπτώσεις, έπαιξε τη ζωή του κορώνα γράμματα, ωφελώντας το ανθρώπινο πνεύμα.

Μέσα στο πέρασμα του χρόνου, δημιουργήθηκαν οι βάσεις ενός πανανθρώπινου πολιτισμού, βάσεις που προέκυψαν από μια άχρονη εσωτερική σύγκρουση. Ο λόγος της σύγκρουσης προέκυψε γιατί εδώ, φανερώθηκαν στον υπέρτατο βαθμό οι δυνάμεις της σύνθεσης και της αποσύνθεσης που κατοικοεδρεύουν στα μύχια της ψυχής του όντος που λέγεται άνθρωπος. Οι δυνάμεις αυτές που έσπρωξαν το πνεύμα στα ανώτατα ύψη, ρίχνοντάς το με τη μια την επόμενη στιγμή στα βάθη του σκοταδιού, μας ορίζουν ακόμη και σήμερα, μη αφήνοντάς μας να ξεφύγουμε από τους εαυτούς μας, τους λευκούς μας δαίμονες, τους σκοτεινούς μας αγγέλους.

Η νέα τραγωδία που γράφτηκε για μας, είναι η κωμωδία των πρώτων έναντι στο δράμα των δεύτερων.

Έχοντας πλέον αφελληνιστεί οι ίδιοι, και μη μπορώντας να σηκώσουμε το βάρος της κληρονομιάς του τόπου και της γλώσσας, παραπαίουμε, παρασιτούμε και φυτοζωούμε στις πλάτες άλλων.

Όσα κάποτε έφτασε η σκέψη, με τον δρόμο που της άνοιξαν θαλασσινοί ηλιοκαμένοι, πλέον δεν μπορεί να τα δει, μήτε και να τα καταλάβει. Πλέον, σαν τυφλή, κουφή και μουγκή, χτυπάει το τομάρι της που’ναι το δικό μας το σώμα, δεξιά κι αριστερά, σκοντάφτει, πέφτει και σηκώνεται για να οχταρίσει πάλι, σ’ένα δωμάτιο σκοτεινό, σ’έναν κόσμο καιόμενο κι αφιλόξενο, που παίρνει μορφές που δεν μπορούσε καν να φανταστεί, τότε που’ταν νέα κι υγιής.

Μέσα στις χιλιετίες δεν μπόρεσε να παραδοθεί, και κάτι, σαν ψέμα, την κράτησε ζωντανή, κράτησε το κεράκι της αναμμένο, έναντι σε όλες τις πιθανότητες.

Ίσως αυτή η βαριά κατάρα, που μοιάζει πως δε θα μας αφήσει να σηκώσουμε κεφάλι ποτέ ξανά, να’ναι η επιταγή της επιβίωσής μας, μέχρι τουλάχιστον να χαθούμε, όλοι κι όλες, ολόκληρη η ανθρωπότητα, σβήνοντας από τον πολυδιάστατο χάρτη του σύμπαντος.

Μα μέχρι τότε, κάτι θα πρέπει να κάνουμε κι ας μοιάζει με χαμένο κόπο. Δεν έχουμε άλλη επιλογή.

Θα πρέπει μονάχα να δούμε καλύτερα την πραγματικότητα, χάρη σε αυτά τα τραγικά συμβάντα και τις αντιξοότητες που πληθαίνουν, προσπαθώντας να ξυπνήσουμε το πνεύμα πάλι, να του δώσουμε ώθηση ώστε να προβεί σε πράξεις. Πράξεις αλλαγής συνείδησης την οποία έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ.

Το τρένο αυτό δε θα’ναι το τελευταίο τραγικό συμβάν, είναι ένας χτύπος μόνο μιας καρδιάς ματωμένης που μετά βίας συνεχίζει να χτυπά. Οι συνθήκες που γεννούν τέτοια συμβάντα, δημιουργούνται χρόνια τώρα, δεκαετίες κι αιώνες, γενιές ολόκληρες, κύματα ζωής που πάνε κι έρχονται φέρνοντας σκουπίδια στην παραλία του τώρα και του κάθε τώρα.

Η δεκαετία του ’10 ήταν μια θηλιά. Το 1 είναι το σχοινί που κρέμεται και το 0 ο κύκλος μέσα στον οποίο μπήκε το κεφάλι όλης της Ελλάδας. Είναι μια θηλιά που μόνοι μας φτιάξαμε, και με τη βοήθεια άλλων βάλαμε. Κληρονόμοι ενός σκαμπό που μας κάνει να βλέπουμε λίγο διαφορετικά τη ζωή, χοροπηδήσαμε πάνω του, φτάσαμε στο σημείο να χάσουμε την ισορροπία μας, κάναμε τη θηλιά να σφίξει κι ας ήμασταν ασφαλείς. Κι αν πήραμε να σταματούμε τα χοροπηδητά, κι αν ηρεμήσαμε λίγο, αυτό δε σημαίνει πως δεν την έχουμε ακόμα στο λαιμό μας, πως δεν βαστούμε το κοινό κορμί μας σε ένα σκαμπό το οποίο είναι παμπάλαιο, χιλιετιών τριών-τεσσάρων, που σαπίζει μα κρατά γιατί είναι καμωμένο από ξύλο ελιάς.

Το αισθητό πνίξιμο ωστόσο μας σκοτώνει λίγο λίγο χωρίς να το παίρνουμε είδηση. Συνηθίζουμε να χάνουμε τις αισθήσεις μας κι αυτό είναι που με τρομάζει. Έχουμε ανάγκη να σταθούμε, να πιάσουμε τη θηλιά, να τη βγάλουμε από το λαιμό μας. Πρέπει να την πετάξουμε όσο μακρύτερα μπορούμε, με την ελπίδα να πιαστεί από κάπου, κι έτσι να μπορέσουμε να βοηθήσουμε τον εαυτό μας να πάρει άλλη κατεύθυνση, να βρούμε νέες απαιτήσεις στις νέες προοπτικές της ζωής.

Η δεκαετία του ’10, ήταν το απαύγασμα της εσωτερικής σύγκρουσης των νεώτερων χρόνων. Πολλοί από εμάς χάθηκαν μια για πάντα, άλλοι άμεσα, άλλοι έμμεσα. Άλλους τους έφαγε το άγχος και το στρες. Άλλους η ξενιτιά. Οι πιο πολλοί χάθηκαν γιατί έχασαν την επαφή με τον εαυτό τους. Τους βλέπουμε σα ζόμπι να κινούνται, χαμογελαστοί δίχως συνείδηση του εαυτού τους, μένοντας στα ρηχά νερά, βρέχοντας μονάχα τα πόδια τους μέχρι τα γόνατα.

Η μη προβλεπόμενη λειτουργία των τρένων, οι κακές υποδομές στο σύνολό τους, οι πολυκατοικίες που κι εδώ θα πέσουν σαν τραπουλόχαρτα στον επόμενο μεγάλο σεισμό που κάποτε θα συμβεί, η δυσλειτουργία των θεσμών, ο αναπτυσσόμενος σοσιαλδημοκρατικός καπιταλισμός μας που βασίζεται σε ολιγοπωλιακές καταστάσεις, η ψευτιά ενός κράτους εργαλείου στα χέρια των πολιτικών και οικονομικών ελίτ, μια εκπαίδευση μαλωμένη με τη παιδεία, μέσα ενημέρωσης που μοιάζουν δεύτερα ξαδέρφια των μέσων οργουελικής έμπνευσης, η εκκλησία δίχως θρησκευτική πίστη μα με μόνο άξονα το συμφέρον της ανώτατης ιεραρχίας που παντρεύει το μαύρο με το χρυσό, φανατισμοί κάθε είδους, εθνικισμός, φασισμός, πατριαρχία, σεξισμός, ατομικισμός, χίλιοι τρόποι για να καίγονται οι φρέσκιες γενιές, με τα κακά κι αμφιλεγόμενα πρότυπα, βουτηγμένα νιάτα μέσα στους μπάφους και τις κόκες, να χαλαρώνει το μυαλό, να μη σκέφτονται, να μην κριτικάρουν, κι αν το κάνουν, να μην πιστεύουν πως έχουν τη δύναμη να αλλάξουν την ελληνική πραγματικότητα, όλα αυτά παρέα με το έγκλημα που ονομάζεται μετανάστευση, σκουντημένοι από την ανάγκη άνθρωποι που απαίτησαν καλύτερες συνθήκες ζωής αλλά και προοπτικές, πολλοί εκ των οποίων σπουδαγμένοι, θέλοντας να παραμείνουν ενεργοί πήραν χίλιους δρόμους, εξαναγκασμένοι να αλλάξουν εαυτούς, νοσταλγοί νεκρών πατρίδων, ανθρώπινο κεφάλαιο που εξάγεται στην τιμή των μηδέν ευρώ για να μπει στη χώρα κεφάλαιο που αισχροκερδεί εις βάρος όλων, σχεδόν, εκτός των λίγων που κάνουν τα κουμάντα.

Κι όλα αυτά δεν είναι παρά μια κατάσταση που φανερώνει πως τα καρκινικά κύτταρα έχουν από καιρό πάρει το πάνω χέρι στο σώμα το ελληνικό, πνίγοντας ακόμη και το ίδιο του το πνεύμα.

Αν μπορούσαμε σε μια στροφή, λόγω μιας σφαλιάρας σαν και της τελευταίας, να κάνουμε το ποτήρι να ξεχειλίσει και να απελευθερώσουμε όλες τις δυνάμεις της σύνθεσης, των μόνων που’ναι πραγματικά παραγωγικές, να πατηθεί ένα κουμπί και να αλλάξει το ρου της συνείδησης, να πιάσουμε τα χταπόδια τα μαύρα που ζουν εις βάρος του απλού λαού, να τα χτυπήσουμε στα βράχια μέχρι να ζαλιστούν, να σιγοπεθάνουν και να κολατσίσουμε γευστικά μετά από καιρό, ίσως και χιλιετίες.

Ο τόπος αυτός, ο μικρός, ο μέγας, που φιλοξενεί τους πάντες και μπορεί να φιλοξενήσει τον καθένα, που παρήγαγε μια οικουμενικότητα πριν της ώρας της, θα ανασάνει πάλι, μόνο εφόσον τα υγιή του κύτταρα σηκώσουν το κεφάλι, πιαστούν χέρι χέρι, οραματιζόμενα ένα καλύτερο αύριο, και πιστεύοντας σε αυτό να ριχτούν στον αγώνα για να το κάνουν πράξη.

Η ευθύνη μας χτυπάει καθημερινά την πόρτα. Όσοι σκεπτόμαστε διαφορετικά, κι όσο γίνεται κριτικά, δεν μπορούμε να κοιμηθούμε κανονικά τα βράδια γιατί μας πνίγει μια θηλιά, φτιαγμένη απ’όλους τους προγόνους μας μα κι από μας τους ίδιους, μα και γιατί ονειρευόμαστε, ξυπνητοί κι όχι κοιμισμένοι, μια ζωή που θα’ναι δική μας, δίχως να χρωστούμε το ευχαριστώ σε κανέναν, μη έχοντας την ανάγκη να πούμε ούτε παρακαλώ.

Στα αδέρφια μας που χάθηκαν προχθές μα και που χάνονται μέρα με τη μέρα χρόνια τώρα, οφείλουμε να δείξουμε πως ο θάνατός τους, που ήρθε πριν την ώρα του, δεν είναι ανούσιος. Χρωστούμε μόνο στους αδικοχαμένους και τα φωτεινά μυαλά, που θυσιάστηκαν δίχως να το καταλάβουν, συναντώντας ο καθένας και η καθεμιά τον δικό τους Μινώταυρο, μια ειλικρινή προσπάθεια εξιλέωσης της ζωής της δικής τους, αλλά και της δικής μας.

Θα αφήσουμε τον Λόγο να ποτίσει τις ψυχές μας, θα τον αφήσουμε να μας μεθύσει από λαχτάρα για ζωή, φέρνοντάς μας έναντι των δυνάμεων της αποσύνθεσης, του καρκίνου του ίδιου, πολεμώντας είτε με το καλό είτε με το κακό, μα πάντα διαλέγοντας το σοφότερο δρόμο, ώστε να κάνουμε τη ζωή μας τέτοια που άξιζε να τη ζήσουμε, μέχρι να μπούμε κι εμείς στα χρονοντούλαπα της ιστορίας, έχοντας κάψει όλο το κερί μας είτε το μισό, ωραίοι άνθρωποι που ωραία καίγονται.

Για μια σκέψη που κατοικεί σε ένα πνεύμα που θα δει, θα ακούσει και θα μιλήσει και πάλι, κι ας βγάλει μόνο έναν ψίθυρο ή μείνει σιωπηλό εν τέλει μπρος στην τραγική φύση του ανθρώπου αλλά και του θαύματος που’ναι η ζωή.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s