Αγρύπνιες

Δεν το ήθελα μα έγινε. Αφέθηκα στο έλεος των σελιδοδεικτών μου.

Για να βάλω τα πράγματα σε μια σειρά, θα βάλω μια μουσική να πατήσει πάνω σε δυο κεριά ελπίζοντας να δημιουργηθεί κατάλληλη ατμόσφαιρα.

it’s been a long journey, stop here and have some rest ~ nobody

Το μάθημα στο οποίο δεν πήγα γιατί προτίμησα τον ύπνο. Τα pdfs της σχολής. Τα άρθρα στην Lifo και την Καθημερινή. Το μαγείρεμα της διαστημικής vegan μακαρονάδας. Γυμναστήριο μέχρι να αρχίσουν τα πόδια να τρέμουν. Τσάι εις τον κύβο. Συζήτηση επί συζητήσεων. Έρωτας και χάδι κι αγκαλιά και χάσιμο στο βλέμμα. Παντού και πάντα και μέσα κι έξω μας και στα υγρά και στα στέρεα.

Λίγα άρθρα για μια νέα αγάπη, το chatbot του ChatGPT. Λίγη περισυλλογή γύρω από την παγκόσμια ανοικοδόμηση των στρατευμάτων που ετοιμάζονται για νέες συρράξεις χωρίς να με ρωτήσουν, και γιατί άλλωστε. Λίγο χάσιμο στο σύμπαν των The Bad Poetry Social Club. Λίγο chat, λίγο κρασί και το κορίτσι μου.

Έξω από το παράθυρο θαμπά τα φώτα του δρόμου, υγρασία που τα ιδρώνει, καρφιτσωμένες πυγολαμπίδες είναι.

Και μέσα ο κατεργάρης τριαντάρης καταπιάνεται με το χάος του μυαλού του για να βγάλει άκρη, να ψάξει να βρει νόημα, να συνειδητοποιήσει πώς μια μέρα νωχελική δεν ήταν για ακόμη μια φορά παραγωγική μα ήταν ζωντανή πάραυτα.

Ντρέπομαι που’μαι τριάντα και φοιτητής αλλά δε με χαλάει κιόλας, μια παράταση της παράτασης είναι και μια αρχή που απαιτούνταν μέσα στον κυκεώνα που μπορεί να σε ρίξει η απελπισία.

Πριν αρχίσω να γράφω, διάβαζα για το Poetry Club στην Lifo. Είδα μερικά βίντεό τους κι απόρησα, πώς κάνουν αυτό που κάνουν, γιατί δεν τους ήξερα προηγουμένως, κι αν αυτό δεν είναι ποίηση, τότε τι είναι; Είναι φορές που ντρέπομαι που γράφω, μα δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς. Έτσι και σήμερα, ένιωσα λίγος πάλι γιατί η σκέψη μου παραείναι προκαθορισμένη και τα ύψη της είναι κοινοτοπίες χωματερής. Όπως και να’χει δεν μπορώ παρά να δοθώ, ή καλύτερα να παραδοθώ, στο πληκτρολόγιο στο οποίο εκβάλλει άκρατος ο νους κι η συνείδησή του.

Όταν γυμνάζομαι ακούω ελληνικό χιπ-χοπ για να κρατώ ρυθμό. Κάνω βουτιές λογοτιμήτικες. Παιδί του ΡΦ σαν είμαι, η ποιότητά μου συνδέεται με το λεξιλόγιο που μου δίδαξε. Τα συναισθήματα όμως που μου γεννά η μουσική της lowbap κι οι στίχοι των Λόγος Τιμής, Novel, Lobo, Zoro, Taburo Bota, μου μαθαίνουν το τι πάει να πει έλληνας νέος, γιος του κροίσου και της κρίσης. Κι αν και δεν καταλαβαίνω όσα θα ήθελα, πάραυτα αφήνομαι έρμαιο στον λόγο τους τον πονεμένο, τον ασυμβίβαστο που με τονώνει. Κι αυτό γιατί όλοι τους είναι όσα θα’θελα, υπό άλλους όρους κι άλλες συνθήκες, να γίνω. Το φρούτο της γενιάς μας είναι μαύρο και πικρόγλυκο, παντρεύει την αμερικανιά με το ρεμπέτικο και κρατάει σημαίες πάνω στη σκηνή κάνοντάς με να ανατριχιάζω.

Η Ελλάδα μας έπνιξε όλους για τα καλά. Είτε παρέμεινε κανείς, είτε έφυγε, έμεινε στον κόσμο μας ως συναισθηματικός ράκος που φοβήθηκε τα πάντα και τους πάντες χάνοντας την ελπίδα του. Η πολυπόθητη λευτεριά δε μας βρήκε ποτέ, δε τη βρήκαμε ποτέ, δε τη δημιουργήσαμε. Μα κι ακόμη κι αν θα μπορούσαμε να τα κάνουμε όλα αυτά, δε δείξαμε ποτέ να τα θέλουμε τόσο.

Αύριο δουλεύω πάλι. Γύρω γύρω με το κλαρκ να μαζεύω κούτες και να χάνω τον εαυτό μου σε λογοτεχνικές σκέψεις. The History of Literature με τον Jacke Wilson. 300 ακόμη επεισόδια για το τέλος, και στο τέλος τι; Η προσοχή μου χάνεται εύκολα και τρέχει η σκέψη εκεί όπου θέλει, σε εικόνες γνώριμες, σε έγνοιες που δεν μπορώ να μην έχω, σε όνειρα κι ονείρατα μιας ψυχής αθώας, τρυφερής και διαλυμένης.

Είμαστε οι ρομαντικοί του Νέου Κόσμου. Θα θέλαμε να τα αλλάξουμε όλα, πάνω κάτω να’ρθουν. Από τη δύση ν’ανατέλλει ο ήλιος μας, ο βορράς να γίνει νότος και το φθινόπωρο άνοιξη, ο πόνος η χαρά μας κι η χαρά ο πόνος. Τι γνωρίσαμε εμείς άραγε; Πέρα από εικόνες στην τηλεόραση με καμένα μυαλά και καμένες Αθήνες. Πέρα από φυλακές που διάφορες πλατφόρμες κι εταιρίες παιχνιδιών μας μπούριασαν. Πέρα από απατηλούς έρωτες κι όνειρα που’ναι θαμμένα στο Α’ Νεκροταφείο Ονείρων στο μυαλό μας. Ρομαντικοί ενός Κόσμου που δεν φτιάχτηκε για εμάς αλλά από εμάς πάνω σε εμάς.

Πήρα τον Ανήφορο. Το βιβλίο του Καζαντζάκη που περίμενε δεκαετίες για να δει το φως της ανθρωπότητας. Και τον ανεβαίνω κάνοντας το χρέος μου στη ράτσα προσπαθώντας να καταλάβω, τι; Γιατί δε βγήκανε κι άλλοι Νικόλαοι στον ηλιοκαμένο μας τόπο;

Αναρωτιέμαι τι πάει να πει έλληνας και κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη μη μπορώντας να με αυτοπροσδιορίσω. Ελληνικά, σπαστά βλέμματα, ωχαδερφικά, στη δουλειά με τα αλάνια που την έκαναν γι’αλλού γι’αλλού. Σ’άλλους τόπους, γι’άλλες πολιτείες. Αφού δεν μπορέσαμε να βάλουμε φωτιά στη χώρα για να την κερδίσουμε πίσω, δεν μπορέσαμε να κάνουμε άλλο από το να γίνουμε ξένοι απέναντι στο παιδί που κρύβουμε μέσα μας. Το Ελληνάκι, αυτό’ναι ένα θέμα για βιβλίο που σκέφτομαι κοιτάζοντας τα συναδελφάκια μου. Πώς το βάρος της κληρονομιάς μας έκανε να γείρουμε και μας άφησε έρμαια στα πετροδόλαρα, τα bitcoins και τα NFTs. Η τεχνολογία blockchain άργησε να έρθει κι εμείς δεν είμαστε όσα θα θέλαμε να’μαστε, ούτε κι όσα νομίζουμε πως είμαστε. Είμαστε φωνές λύκων που κατασπαράζουν τη σάρκα του νέου ελληνισμού που δε λέει να χρεοκοπήσει, δεν παραδίνεται, μα πάντα μένει υπό την επίβλεψη, στις προσταγές των Άλλων.

Κι αυτό το λίγο μας είναι το πολύ μας. Κι αυτό το γαλάζιο με τ’άσπρο που ακόμη δεν έχω δει με στεφάνι ελιάς πάνω του αντί για το σταυρό, με πληγώνει με κάθε κυματισμό του. Ευτυχώς που όλα αυτά δεν έχουν σημασία κι εγώ είμαι απλά ένας τρελός κι ονειροπόλος που θα αλλάξει τον κόσμο μια μέρα. Μια μέρα.

Μια μέρα, ίσως σε πέντε εκατομμύρια μέρες. Αρκεί να περάσουν όλες και τότε θα τα καταφέρω. Προς το παρόν χαϊδεύω το είναι μου με κάτι κείμενα σαν κι αυτά που είναι χαοτικά μα όχι τόσο όσο όλες οι σκέψεις μέσα στο κεφάλι μου που παραδέρνουν δεξιά κι αριστερά. Γιατί;

Γιατί δεν πήρα όσα έπρεπε. Γιατί έμεινα τελευταίος στο δέντρο πάνω, φύλλο που σε λίγο θα παρασύρει ο αέρας, θα το πάει λίγα χρόνια εδώ, λίγα χρόνια εκεί, για να καταλήξει κι αυτό στο χώμα, σε μια γωνιά, ξένο σώμα από τη ζωή.

Είπα στο τελευταίο κείμενο πως θα σταματήσω τις κλάψες. Πώς μπορώ να κάνω όλα όσα έγραψα ως τώρα να μην είναι μαύρα κι άραχνα;

Λοιπόν, αφού γεννηθήκαμε, κι αφού μεγαλώσαμε, κι αφού πάτησε κάπου το μυαλό για να σταθεί, κάλλιο θα’ναι να πιαστούμε από κάπου και να δημιουργήσουμε ό,τι μπορούμε, ό,τι μπορεί ο καθένας και η καθεμιά μας, απλά γιατί αυτό βγάζει λίγο περισσότερο νόημα από το τίποτα. Γιατί στο παράλογο αξίζει να εναντιωθούμε αγκαλιάζοντάς το, με την κρυφή, παιδική, ελπίδα πως στο τέλος θα νοηματοδοτήσουμε τη ζωή μας χτυπώντας τα καπούλια μιας λογικής παράταιρης που απαιτούμε με κάθε αναπνοή μας.

Γιατί όσο θολά κι αν μας φανερώθηκαν όλα, εμείς τα ξεδιαλύνουμε με τη βοήθεια της αλληλεγγύης και της αλληλοκατανόησης, παίρνοντας με τη βία τη σκυτάλη για να την περάσουμε στο επόμενο κύμα ζωής που σιγά σιγά θα δημιουργήσουμε, κάνοντας τον Νικόλα χαρούμενο, κι ας ήταν προδομένος, στο παράλληλο σύμπαν από το οποίο μας παρακολουθεί, το σύμπαν της βαθιάς ψυχής εντός μας.

Αυτές οι αντιπαραγωγικές μέρες είναι οι πλέον ζωτικές μου.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s