Είναι καιρός πια να κατέβω απ’τις κορφές και να συναντήσω τους ανθρώπους πάλι.
Θα πρέπει να μάθω ξανά πώς να κοινωνικοποιούμαι μιας κι ό,τι αφήνεις αχρησιμοποίητο τείνει να ατροφεί. Έτσι νιώθω πως έγινε και με κάποιες σημαντικές ικανότητες που τα προηγούμενα χρόνια είχα ακονίσει.
Κατεβαίνοντας σιγά σιγά, ο κόσμος μοιάζει να μικραίνει και να μεγαλώνει την ίδια στιγμή. Χάνω απ’το οπτικό πεδίο σημεία του ορίζοντα, ενώ γίνονται πιο ευδιάκριτοι οι άνθρωποι κι οι καταστάσεις τους γύρω μου. Η κατηφόρα, αν αφεθείς, μπορεί να γίνει κατήφορος, με την αρνητική έννοια, και να σε πάρει και να σε ρίξει με τα μούτρα στη γη. Θέλει τακτική η κατάβαση όπως και η ανάβαση επίσης.
Λοιπόν, είναι κάποια χρόνια τώρα που ένιωθα την ανάγκη να ανέβω όλο και ψηλότερα, κι αυτό για να δω υπό άλλο πρίσμα τον κόσμο μας και τον εαυτό μου. Έφτασα ως ένα σημείο, το ψηλότερο που μπόρεσα να βρεθώ και να ατενίσω τη συμπαντική ύπαρξη που’μαστε. Έμαθα ό,τι μπόρεσα να αποκρυπτογραφήσω, άλλαξα λίγο τρόπο σκέψης, έπεσα στα βαθιά, στα σκληρά και χειρότερα ναρκωτικά του ίδιου του στοχασμού. Άφησα πράγματα που κράταγα σχεδόν με το ζόρι να φύγουν μακριά μου. Έγινα ξένος, σίγουρα αποκρουστικός για παλιότερες εκδοχές του εαυτού μου, και να’μαι, πάλι εδώ, να ρίχνω τα χέρια μου βαθιά μέσα μου για να τραβήξω αυτό που κάποτε ήμουν, σαν πτώμα σαπισμένο, να του δώσω πνοή ζωής ώστε να ζήσει γι’άλλη μια φορά.
Ο δρόμος της υψηλής πνευματικότητας που κυνήγησα δεν μπόρεσε να ευοδώσει. Δε φτάνει να το θέλει κανείς, θα πρέπει και να μπορεί να το υποστηρίξει. Έμαθα, ρισκάροντας το τομάρι μου, ότι δεν είμαι αρκετός, ούτε προικισμένος ώστε να δω στα μάτια τα ινδάλματά μου, τους φιλόσοφους και τους συγγραφείς που τόσο αγάπησα. Πώς να κάνω εγώ, η πεμπτουσία του φυγόπονου, ανοιχτό διάλογο με τον Σωκράτη, τον Ιησού, τον Νίτσε; Πώς να δω στα μάτια τον Τολστόι και τον Καμύ; Όχι, το μόνο που μπορώ, αυτό που παραδέχομαι πλέον στον εαυτό μου, είναι να ενισχύσω το κομμάτι πνεύματος που μοιράστηκαν μαζί μας, αυτό το κομμάτι πνεύματος που άφησαν να τους αντιπροσωπεύει στον αιώνα τον άπαντα. Να γίνω ένας άλλος κρίκος, όχι ο φωτεινός που θα’θελα να γίνω. Ας είμαι ένας κρίκος της ζωής απλός, σαν όλους τους άλλους, τους τόσο γνωστούς κι άγνωστους την ίδια στιγμή. Αρκεί να βρω τη σωστή θέση ώστε να ηρεμήσει η φωτιά μέσα μου, να συνεχίσει να σιγοκαίει δίχως να με ζώνει απ’άκρη σ’άκρη.
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος εξελίχθηκε, τουλάχιστον απ’ότι έμαθα, σε τρία κύρια στάδια. Το πρώτο, αυτό που μοιραζόμαστε με όλα σχεδόν τα ζώα, αφορά το λεγόμενο reptilian μέρος. Μέσα σε αυτό κατοικοεδρεύουν τα ένστικτα, τα βαθιά ένστικτα που αφορούν την επιβίωσή μας. Αργότερα προέκυψε το δεύτερο μέρος, αυτό που ακούει στο όνομα limbic. Σε αυτό το κομμάτι, το οποίο βρίσκουμε σε ζώα που είναι ανεπτυγμένα αρκετά, φυλάγονται όσα σχετίζονται με τα συναισθήματα και το βάθος της αισθαντικότητας. Το τρίτο και τελευταίο μέρος που αναπτύχθηκε μέσα στο πέρασμα του χρόνου, υπάρχει στον άνθρωπο μόνο και λέγεται neocortex. Είναι το μπροστινό κομμάτι του εγκεφάλου. Μέσω αυτού μπορέσαμε να συλλάβουμε νοήματα και λέξεις, να δημιουργήσουμε γλώσσα, να επικοινωνήσουμε σε μεγαλύτερο βάθος, να στοχαστούμε και να φιλοσοφήσουμε. Δεν είναι ωραία όλα αυτά; Εμένα με γοητεύουν. Αλλά επειδή δεν έχω κάνει την έρευνα που θα έπρεπε ώστε να τα μοιράζομαι έτσι, λίγο ανεύθυνα, θα πρέπει να πω ότι μπορεί να κάνω και λάθος στην κατανόηση των μερών. Ωστόσο, σίγουρο είναι πως τα ζώα έχουν εγκέφαλο. Σίγουρο είναι πως τα ζώα έχουν διαφορές. Σίγουρο είναι, επίσης, ότι ο άνθρωπος, κυρίως λόγω της γλώσσας, κατάφερε να ξεχωρίσει από τα υπόλοιπα ζώα, να δυναμώσει μέσα από τη συνεργασία με ομοίους του, να κυριαρχήσει και να βασιλέψει. Μέσα από αυτή την κυριαρχία στον πλανήτη μας, είναι η ίδια η ζωή που αποκτά μάτια, χέρια και πόδια. Και βέβαια, αυτοσυνείδηση για να εξετάσει τον εαυτό της, τόσο τον ατομικό, μέσα από τον εγκέφαλο του καθενός, όσο και τον συλλογικό, μέσα από τα αποτυπώματα των εγκεφάλων όλων όσων τόλμησαν να εκφραστούν, κι όσους από αυτούς ο χρόνος, σαν καλός κριτής, μέστωσε σαν να’ταν ώριμα κρασιά.
Το ότι έχουμε τη δυνατότητα όμως για σκέψη, στοχασμό, φιλοσοφία, δε σημαίνει ότι αποκτούμε και την ικανότητα γι’αυτά. Ακόμα κι αν υποθέσουμε πως η ικανότητα είναι εκεί, εφόσον δεν ακονίζεται, μένει σε βασικά επίπεδα. Και όχι, μου πήρε χρόνια για να πάψω να ελπίζω πως ο άνθρωπος θα αρχίσει επιτέλους να σκέφτεται, δε χρειάζεται να το κάνει. Το μόνο που χρειάζεται, το μόνο που είναι αναγκαίο, είναι να βρεθούν καλύτερες λύσεις από τις προηγούμενες. Καλύτερες λύσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζαμε, αντιμετωπίζουμε, και θα! αντιμετωπίσουμε. Δε χρειάζεται να γίνουν όλοι φιλόσοφοι, ας γίνουν όσοι το θέλουν και το μπορούν. Εγώ δε θέλω να γίνω μάγειρας, ας γίνει ο άνθρωπος που το θέλει. Στο κάτω κάτω της γραφής, είμαστε όλοι κύτταρα ενός πολυοργανισμού που λέγεται ανθρωπότητα. Το θέμα είναι να δει κανείς αυτό το κομμάτι της πραγματικότητας, να εξετάσει για να μάθει αλλά και για να δημιουργήσει τον εαυτό του, και να πάει με το καλό να κολλήσει σαν κύτταρο εκεί όπου του προτάσσει η καρδιά και το μυαλό.
Το πρόβλημα, το κύριο πρόβλημα, είναι για εμένα ότι στις θέσεις κλειδιά είναι λάθος άνθρωποι. Είναι εκεί γιατί επιλέχθηκαν, αν έγινε αυτό, με λάθος κριτήρια. Δε θα τα βάλω με τον ψηφοφόρο, ούτε με τον καταναλωτή, ούτε με τον πιστό. Θα τα βάλω με αυτόν που κινεί τον ψηφοφόρο, τον καταναλωτή και τον πιστό. Κι ούτε και με αυτόν αξίζει να τα βάλω, γιατί κι αυτός βαλμένος είναι εκεί, όχι από έναν άνθρωπο, αλλά από μια ιδέα. Τον κόσμο μας δεν τον βασιλεύουν οι αυτοκράτορες κι οι βασιλείς. Ούτε οι δημοκρατικοί ή αυταρχικοί ηγέτες. Τον κόσμο μας τον βασιλεύουν οι ιδέες.
Ποιες είναι αυτές οι ιδέες;
Είναι πολλές. Πάρα πολλές. Και δεν είναι ντε και καλά απλές. Δεν είναι ότι είναι σύνθετες επίσης, είναι ίσως λίγο κούφιες πολλές φορές, μα φέρουν αποτελέσματα. Με αυτές τα βάζω!
Θα ήθελα πολύ να’μαι κύτταρο του τρίτου ματιού της ανθρωπότητας. Το’χω ψώνιο, νιώθω πως γι’αυτό γεννήθηκα. Μα κι αυτό δεν είναι παρά μια σκέψη, κομμάτι μόνο μιας ιδέας. Βλέπετε, δεν αρκεί το θέλω, χρειάζεται και το μπορώ. Χρειάζεται ουσιώδης πόνος, όχι ανούσιος και σχεδόν αναίτιος. Θέλει υπομονή κι επιμονή, αυτοπειθαρχία μεγάλη για να φτάσει κανείς την επιτυχία. Την προσωπική επιτυχία που ορίζει ο καθένας και η καθεμιά για το ίδιο του το άτομο.
Μα τι λέω ακριβώς; Και γιατί τα λέω όλα αυτά;
Νιώθω πως χρόνια τώρα με τραβώ απ’τα μαλλιά και με ρίχνω με το ζόρι σε κάτι που θέλω και δε θέλω ταυτόχρονα. Ενώ είχα μια πορεία όπως κάθε συνηθισμένος άνθρωπος, επέλεξα λόγω προβληματικής ψυχοσύνθεσης να πάρω τον ανήφορο. Επέλεξα να σταματήσω να ασχολούμαι με τα δυο πρώτα μέρη του εγκεφάλου, αυτό της επιβίωσης κι αυτό της κοινωνικότητας για να πέσω με τα μούτρα στο τρίτο, αυτό της καθαρής σκέψης. Κι ενώ είμαστε ως άνθρωποι και τα τρία ταυτοχρόνως, είμαστε ζώα, που κρύβουν δαίμονες μέσα τους, είμαστε διάβολοι και θεοί, όλοι μας έχουμε διαφορετικές ισορροπίες ανάμεσα στα μέρη αυτά. Εγώ βρέθηκα στα προσωπικά μου άκρα κι έγινα άλλος, έγινα όλα όσα νόμιζα πως ήθελα να γίνω, αν μπορούσα να το πετύχω. Αυτή είναι η φυλακή μου. Η φυλακή μου είναι μια ιδέα για τον εαυτό μου.
Ξέρετε, ο άνθρωπος είναι δυναμική ύπαρξη, αλλάζει στο πέρασμα του χρόνου. Εφόσον αλλάζει αναπόφευκτα, γιατί να μην αλλάζει και συνειδητά; Γιατί να’ναι απλά ένα φτερό στον άνεμο; Γιατί να μην είναι ένα ελεύθερο πουλί, όσο ελεύθερο μπορεί να’ναι, ανάλογα πάντα με τις δυνάμεις του, που προσπαθεί να ορίσει το ίδιο την πορεία του στον ουρανό, κόντρα σε ανέμους και θύελλες; Έτσι έχω μάθει να σκέφτομαι για εμένα, πως είμαι μια συνείδηση που επιλέγει το κάθε επόμενο βήμα της, και που θέλει να πάει κόντρα σε κάθε δυσκολία, κόντρα σε κάθε πιθανότητα.
Ονειρεύτηκα μέσα στην απελπισία μου τον Φιλόκοσμο. Κι επέλεξα να γίνω ο χαρακτήρας που θα μπορούσε να υποστηρίξει ένα τέτοιο όνειρο. Και τίποτα δεν είναι προδιαγεγραμμένο, αν θα πετύχει ή όχι. Όλα είναι ανοιχτά ως ενδεχόμενα. Μα, αν δεν είχα βρεθεί σε απελπιστικές καταστάσεις; Αν το γαϊδουράκι που’μαι δεν είχε ανάγκη από ένα μεγάλο καρότο μπρος στα μάτια του για να βγει από το βάλτο; Αν ο αναβάτης, ίσως ο ρεπτίλιος αναβάτης, δε φανταζόταν κάτι τόσο ευφάνταστο; Τι θα ήμουν αν δεν ήμουν ό,τι είμαι; Τι θα γίνω αν δε γίνω ό,τι κυνηγώ να γίνω;
Επιδιώκοντας την υψηλότερη συνείδηση, έχασα την επαφή μου με κομμάτια του εαυτού μου που χρειάζονταν να είναι ανεπτυγμένα για να συνεχίσω να υπάρχω ανάμεσα στους άλλους, δίχως να με περνούν για τρελό. Μα αυτή η επιδίωξη γέννησε τέτοιο πόνο ψυχικό που ακόμα και το γεγονός πως συνεχίζω να’μαι εδώ, ολόκληρος μέσα στο κεφάλι μου, είναι μια ευτυχής κατάληξη.
Όσο καιρό προσπαθώ να με αλλάζω και να με ορίζω, να με ταϊζω με πνευματική τροφή κι ας μπουκώνω, κι ας μην κατεβαίνει, χάνω παράλληλα στοιχεία της προσωπικότητας που είχα, στοιχεία τέτοια που κι ο χαρακτήρας που χτίζω τα έχει ανάγκη, αν θέλει να έχει την όποια πιθανότητα επιτυχίας. Είναι καιρός, ίσως χρόνια τώρα που τα νιώθω αυτά, κι αυτό γιατί έβλεπα τα σημάδια, να με βγάλω από την φυλακή του εαυτού μου. Όταν βουτάς στα βάθη σου, σκοτεινιάζουν τα μάτια σου, και τότε πώς θα φωτιστείς για να φωτίσεις; Σίγουρα αξίζει η βουτιά, γιατί μαθαίνοντας και κοιτώντας δίχως ντροπή τη γυμνή ψυχή σου, μαθαίνεις παράλληλα και τον άνθρωπο, άρα όλους μας. Αλλά δεν πρέπει να το παρακάνουμε με τις βουτιές, γιατί τα σκοτάδια έχουν κάτι μαγευτικό μέσα τους, κάτι μυστηριώδες που’ναι ταυτόχρονα τα πάντα, γιατί μέσα στο άγνωστο ελλοχεύουν όλες μας οι επιθυμίες, όλα τα κρυφά μας θέλω, όλες οι φαντασιώσεις μας, όλα τα ενδεχόμενα της ύπαρξης. Καλές οι βουτιές, αλλά θέλουν προσοχή, δεν είναι λίγοι αυτοί που χάθηκαν εντός τους κι είπαν αντίο πριν την ώρα τους.
Ο πόνος υπάρχει για να μας λέει πως κάτι δεν πάει καλά. Είναι αυτός που μας παρακινεί, που μοχλεύει μέσα μας δυνάμεις ώστε να κινηθούμε και να αλλάξουμε καταστάσεις. Δεν είναι η ηδονή αυτή που έχει τόση σημασία, περισσότερο είναι ο πόνος. Η καλύτερη κατάσταση είναι όταν ο πόνος απουσιάζει, όχι όταν πέφτουμε με τα μούτρα στην ηδονή. Η ηδονή έρχεται για να ισορροπήσει τα πράγματα, αλλά μια συνετή ζωή προσπαθεί να μικρύνει την επιρροή και των δυο.
Έτσι κι εγώ, μόνος μέσα μου τόσα χρόνια, βιώνοντας ίσως κάποιον φιλοσοφικό πόνο, αυτόν της πνευματικής μοναξιάς, επιλέγω από εδώ και στο εξής μια μετρημένη πνευματικότητα, με πιο λίγες ώρες απομόνωσης, με λιγότερη τροφή για σκέψη. Επιλέγω να ξανακατέβω στους ανθρώπους, να μπω μέσα τους, να κολυμπήσω στην κοινωνία μας, με νέα εφόδια αυτή τη φορά. Πρέπει να ξαναμάθω όσα ξέχασα. Κάποτε είχα χιούμορ, πρέπει να το ξαναχτίσω. Κάποτε γελούσα, πρέπει να θυμηθώ το σχήμα των χαμογελαστών χειλιών μου. Κάποτε περνούσα καλά, ήμουν ο πυρήνας της παρέας. Δεν είναι λίγοι όσοι άφησαν αυτό που έγινα γιατί δεν τους άρεσε. Ξέρω καλά όμως ότι εφόσον έφυγαν στα δύσκολα, δίχως εξηγήσεις, δίχως πραγματικό νοιάξιμο, δεν με αξίζουν πλέον, ούτε εγώ πρέπει να δίνομαι σε ψεύτικες φιλίες ή και λυκοφιλίες. Κάποτε ήμουν διπλωμάτης, το είχα σα καμάρι μου αυτό. Τώρα θέλω να θέτω όρια και κόκκινες γραμμές. Είμαι ανοιχτός απέναντι σε όλα, αλλά ξέρω και τι είναι αυτό που θέλω. Ο χρόνος μας είναι πεπερασμένος, κι εφόσον κοντεύω τα τριάντα, τα καλύτερά μου χρόνια τα’χω ζήσει ήδη. Είναι η εποχή της δημιουργίας τώρα. Φτάνει το ψάξιμο δίχως σκοπό.
Έλεγα πριν από λίγο καιρό ότι σκοπός της ζωής, προσωπικός σκοπός της ζωής μου, είναι η ενίσχυση της συνειδητότητας της ύπαρξης. Εξακολουθεί να ισχύει αυτό, όμως, υπάρχει ένα όμως. Έλεγα, επίσης, ότι η επιδίωξη της ευτυχίας, αν και δε χρειάζεται να πηγαίνει κόντρα στον σκοπό, έρχεται δεύτερη ως προς την προτεραιότητα των στόχων. Κι αυτό ενώ ισχύει γιατί ο σκοπός δεν μπορεί παρά να’ναι ένας, ένα το τέλος του ανθρώπου, παρόλα αυτά μας τυφλώνει ίσως, γιατί θολώνει τις επιδιώξεις μας. Υπάρχει μια σχέση ανάμεσα στη συνειδητότητα και την ευτυχία. Δεν είναι ούτε αρνητική, ούτε θετική. Είναι κοντά στο μηδέν και σαν κβαντικό φαινόμενο παίρνει διάφορα πρόσημα κάθε φορά που την εξετάζεις. Νομίζω ότι φτάνω στο σημείο να βλέπω την ενίσχυση της συνειδητότητας σχεδόν αδύνατη αν δεν επιδιώκεται παράλληλα, δίχως δυσαρμονίες, και η ευτυχία. Έχω στον νου μου, ωστόσο, μια επικούρεια έννοια της ευτυχίας, αυτής που προκύπτει όταν ελαττώνονται οι πόνοι μας.
Λέω απλά ότι δεν μπορεί να ενισχυθεί η συνειδητότητα από μόνη της, γιατί δε θα μακροημερεύσει ο άνθρωπος αν δεν επιδιώκει παράλληλα και την ευτυχία. Αυτό είναι το όμως. Για να γίνουμε πιο συνειδητοί, πιο θεϊκοί, θα πρέπει να έχουμε μια ισορροπία μέσα μας, μια ισορροπία ψυχικής υγείας, διαφορετικά, πάμε με το κεφάλι στον τοίχο, κι αυτό δεν το σκέφτηκα μα το έζησα. Κι επειδή η εμπειρία είναι πιο σημαντική από τη σκέψη, αυτή η κατανόηση έγινε κτήμα μου.
Δεν ξέρω αν η φωνή που βγαίνει από μέσα μου και φανερώνεται μέσω του γραπτού λόγου αλλάξει ύφος. Ποιος ξέρει αν αλλάξει ηχόχρωμα. Εγώ επιδίωκα πάντα, τουλάχιστον μέσα από αυτό το μπλογκ, να ακούγεται στοχαστική, ειλικρινής και με ευθύτητα. Το μόνο που ξέρω είναι ότι αλλάζοντας επίκεντρο προσοχής, αλλάζοντας κάποιες συνήθειες, θα αλλάξω και τη συναισθηματική ισορροπία μέσα μου, κάτι που απαιτείται για να ανοίξω καλύτερες πιθανότητες ώστε ο σκοπός να γίνει πιο προσιτός και το όνειρο πιο ρεαλιστικό, σε σημείο τέτοιο που να γίνει πλάνο.
Καλό το neocortex αλλά δε μπορεί να λειτουργεί εις βάρος των limbic και reptilian. Αυτό που χρειάζεται είναι μια εύρυθμη λειτουργία ανάμεσα και στα τρία, διαφορετικά ο άνθρωπος καταντά λιγότερο ανθρώπινος, ίσως δηλαδή γίνει ιδεαλιστής ή ορθολογιστής, ηδονιστής ή μηδενιστής. Φτου!
Για όποιον διάβασε μέχρι εδώ και δεν κατάλαβε και πολλά, να μην ανησυχεί, κι εγώ παλεύω να καταλάβω, γι’αυτό και γράφω.
Κοντεύω τους ανθρώπους και νιώθω ήδη πως ο χρόνος κυλά πιο γρήγορα.
Υ.Γ. Ήμουν διονυσιακός τα πρώτα μου χρόνια, μα αφέθηκα στον απολλωνισμό τα τελευταία. Το φως, υπό το πρίσμα της σκέψης των αρχαίων ελλήνων, ειδώθηκε ως κάτι το ξέχωρο, κι ίσως ασυμβίβαστο, από τον αισθησιασμό που απορρέει από μια ζωή ανάμεσα στους ανθρώπους. Μπορεί άραγε κανείς να σπάσει αυτή τη σχέση αντίθεσης; Μπορεί κανείς να χωρέσει σε μια ψυχή τόσο το ευ της ζωής όσο κι αυτό της σκέψης; Μπορεί ο άνθρωπος να ανθί-ζει δίχως να το κάνει κόντρα στα άπατα βάθη του είναι του, την άκορφη ομορφιά της ζωής του; Πόσες αντιφάσεις, ψευδείς ή αληθινές, μπορεί να σηκώσει ο Άνθρωπος ως φιλοσοφική έννοια; Δεν είμαι παρά ο κανένας και το τίποτα που ονειρεύεται πως είναι τα πάντα. Ίσως, όμως, να’μαι και τα πάντα που φοβούνται πως είναι ένα απλό, τίποτα.