Έχουμε ετοιμασίες πάλι. Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, ετοιμαζόμαστε για το τοπικό μας πανηγύρι.
Όποιος έτυχε να έρθει στο χωριό μου τον Σοχό αυτή την περίοδο, θα ένιωσε τον χτύπο της καρδιάς μας που ακολουθεί τον χτύπο των νταουλιών.
Ως παραδοσιακό πανηγύρι που έρχεται από τα βάθη των αιώνων, οι ζουρνάδες και τα κλαρίνα μας πάνε πίσω, πίσω στις βαθιές μας ρίζες.
Λόγω της εορτής των 12 αποστόλων, έχουμε αφορμή να χαιρόμαστε κάθε χρόνο τους εαυτούς μας και τους άλλους, μέσα από την πανδαισία κοινωνικότητας που λαμβάνει χώρα στον κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο, έναν χώρο που δημιούργησαν όλοι οι χωρικοί των προηγούμενων γενιών με τα ίδια τους τα χέρια, αφήνοντάς τον σε εμάς, τους απογόνους τους, ως παρακαταθήκη.
Οι ήχοι, οι μυρωδιές και η θέαση της ελληνορωμαϊκής πάλης έρχονται και δένουν μεταξύ τους με τρόπο τέτοιο που σε αγαλλιάζουν. Ο σωστός Σοχινός ευφραίνεται με όλα αυτά κι αναμένει πως και πως να δεις τον τελικό, το Μπαςς, που προφέρεται με βαρύ και μακρύ σίγμα. Ελληνικότατο κι αυτό όπως θέλουν να πιστεύουν οι ντόπιοι.
Όσοι δε βρέθηκαν σε κάποιο από τα πανηγύρια μας, καλό θα ήταν να ρίξουν μια ματιά στο YouTube.
Το θέμα όμως του κειμένου δεν είναι το πανηγύρι του Σοχού, αυτό είναι μόνο η αφορμή να δει κανείς λίγο από τον πλούτο της Ελλάδας.
Το θέμα είναι ο θάνατος της Μαριγούλας. Και ποια η Μαριγούλα; Μα φυσικά η επαρχία αυτής της χώρας. Η επαρχία που πεθαίνει αργά και σταθερά και κάνει τις ρίζες μας να νεκρώνουν, αφήνοντας τα δέντρα που είναι οι πόλεις μας έρμαια άλλων κουλτουρών, άλλων πολιτισμών.
Δε θεωρώ ότι είναι κακό να επηρεάζεσαι από άλλες κουλτούρες και πολιτισμούς. Ίσα ίσα, το θεωρώ καλό το να αναμειγνύονται όλα αυτά, να μοιράζονται οι άνθρωποι διαφορετικά ερεθίσματα και να αποκτούν πιο πλήρεις κοσμοθεωρίες.
Όμως θα πρέπει να προσέχουμε ώστε να έχουμε κι εμείς κάτι να μοιράσουμε με τον κόσμο, κι όχι απλά να υιοθετούμε ό,τι έρχεται, άκριτα, απ’έξω. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, ταυτότητες, χρειαζόμαστε χαρακτήρα. Και η βάση της ελληνικότητας σήμερα, και πάντοτε, σχετίζεται άμεσα από το επαρχιακό μέρος της ψυχής της. Το μέρος αυτό που είναι παραδοσιακό, κυρίως συντηρητικό, κλειστόμυαλο και έντονα τοπικιστικό, αλλά που κρύβει μέσα του πλούτο που έχουμε ανάγκη. Αν το προσεγγίσουμε με ανοιχτή καρδιά, κι αν καθίσουμε να ακούσουμε τι έχει να μας πει, αφαιρώντας τα ζιζάνια θα μαζέψουμε όμορφα και σπάνια, αλλά ταυτόχρονα οικεία, λουλούδια.
Αν αυτή την περίοδο έχουμε ετοιμασίες και φαίνεται να υπάρχει ζωή, όλο το υπόλοιπο του χρόνου το περιβάλλον μυρίζει θάνατο. Κι αν είναι τόσο όμορφο το πανηγύρι, κι αν μας κάνει χαρούμενους, είναι γιατί τον υπόλοιπο χρόνο δυσανασχετούμε βλέποντας εικόνες παρακμής.
Θα μιλήσω για το χωριό μου γιατί αυτό βιώνω κυρίως, αλλά ξέρω ότι δεν είναι παρά μόνο ένα δεντράκι ενός δάσους που καίγεται ολόκληρο εδώ και χρόνια. Το δάσος είναι η επαρχία, είναι η Μαριγώ.
Η ελληνική επαρχία είναι τόσο θύμα της αστικοποίησης όσο και θύμα των πάνσοφων πολιτικών της χώρας.
Κι αν το χωριό μου ήταν τυχερό μέχρι ένα σημείο στην ιστορία, μιας κι αποτελούσε την κεφαλή ενός δήμου που δεν υπάρχει πια, την τελευταία δεκαετία μπήκε στη μαύρη ζώνη των χωριών χωρίς τοπική αυτοδιοίκηση. Ό,τι υπάρχει, γιατί κάτι υπάρχει, είναι το ελάχιστο που μπορούσε να μείνει, εδώ και καιρό.
Εφόσον η οικονομία της χώρας άλλαξε τον προηγούμενο αιώνα κι από αγροτική, έγινε βιομηχανική κι αργότερα οικονομία υπηρεσιών, οι μεγάλες τάσεις ήταν αναπόφευκτες να προκύψουν. Ο πληθυσμός της επαρχίας μετακινήθηκε βάσει κοινής λογικής προς τα μεγάλα αστικά κέντρα, πάντα χωρίς κυβερνητικό σχέδιο, γιατί άλλωστε, ας μη γελιόμαστε, στην Ελλάδα βρισκόμαστε.
Αν οι τάσεις όμως ήταν αδύνατο να τιθασευτούν, και εννοείται δε χρειαζότανε να γίνει κάτι τέτοιο, οι πολιτικές σχετικά με όλους τους τομείς της οικονομίας που ακολουθήθηκαν θα μπορούσαν να διαφέρουν. Το κακής ποιότητας πολιτικό προσωπικό της χώρας, που είναι μεγάλος παράγοντας της κατάντιας μας και υφίσταται πάνω-κάτω σε όλη τη νεοελληνική ιστορία, κατάφερε να ξεκάνει την επαρχία πριν την ώρα της.
Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τα αστικά κέντρα δεν είναι με τον ίδιο τρόπο εποικημένα από τους χωριάτες τους. Εδώ καταφέραμε να καταστρέψουμε την όποια ομορφιά μπορεί να είχαν οι πόλεις στοιβάζοντας όλο και περισσότερους σε όλο και μικρότερους χώρους. Κι εκεί που κάποιος ήταν άρχοντας και πασάς στο χωριό του, πήγε στην πόλη για να γίνει ο νέος άνθρωπος του υπογείου, ο άνθρωπος του φθόνου και της κακομοιριάς.
Δεν είναι καθόλου εύκολη και η εσωτερική μετανάστευση. Να αφήνεις τον τόπο στον οποίο μεγάλωσες κι αγαπάς, τους ανθρώπους που συμπαθείς κι αντιπαθείς ταυτόχρονα, αλλά τους ξέρεις από πάντα, για να πας στην πόλη που δεν ξέρεις κανέναν. Να πας κάπου που θα νιώθεις ότι σε κοιτάνε στραβά γιατί μιλάς με λίγη προφορά, συμπεριφέρεσαι αλλιώτικα και σφυρίζεις δυνατά.
Εδώ στην Ελλάδα, ενώ υπήρχαν κάποιες δομές και κάποιοι θεσμοί, τα τελευταία 15 χρόνια όλα γκρεμίζονται σταδιακά με τρόπο που δε φαίνεται να είναι τυχαίος. Σιγά σιγά, η όποια δύναμη είχαν οι τοπικές αυτοδιοικήσεις στερείται. Όλα μαζεύονται στα υπουργεία. Κι αν ένα θετικό είναι ότι μειώνεται η σειρά του σπασμένου τηλεφώνου, αυτό δεν αρκεί για την καταστροφή που συντελείται επίσης. Τα κόμματα, αντί να στηρίζονται στη λαϊκή βάση που προκύπτει από ένα ανεπτυγμένο πολιτικό και διοικητικό δίκτυο, στηρίζονται όλο και περισσότερο σε αμφίβολες αντιπολιτικές προσωπικότητες. Βάζουν έτσι μια θηλιά στον λαιμό τους, παίρνοντας ένα ρίσκο υπέρ της κεντρικής υπερεξουσίας, που μπορεί να τους πνίξει για τα καλά, απλά με ένα δυνατό σκούντημα του λαού.
Το κράτος νομίζει ότι ενισχύει τη θέση του, αλλά επί της ουσίας μικραίνει και γίνεται έρμαιο μιας μικρή ομάδας μόνο του εκάστοτε κόμματος που κυβερνά. Και για την όλη κατάσταση, δε φταίει μόνο το κόμμα άλφα, το κόμμα βήτα, το κόμμα γάμμα. Δε φταίει ούτε η οικονομική κρίση τόσο. Για αυτό που βλέπουμε να γίνεται μπρος στα μάτια μας φταίει η στρεβλή νοοτροπία που έχει πατήσει για τα καλά τους λαιμούς μας. Φταίνε όλοι και δε φταίει κανένας. Φταίει που σκεφτόμαστε έτσι για τους εαυτούς μας. Φταίει η έλλειψη σοφίας κι άρα η αδυναμία για πραγματική αγάπη. Στην Ελλάδα, δεν υπάρχουν πραγματικοί πατριώτες, κι όσοι ισχυρίζονται πως είναι τέτοιοι, είναι οι πιο διεφθαρμένοι και υποκριτές που μπορούμε να βρούμε.
Η χώρα δεν έχει ανάγκη από εξωτερικούς εχθρούς, τους τούρκους για παράδειγμα, την υπερβάλλουσα μετανάστευση που δεν μπορεί να χειριστεί, την ευρωπαϊκή ομπρέλα, που ενώ μας σώζει, νιώθουμε να μας πνίγει ταυτόχρονα. Όχι, ο πραγματικός εχθρός της Ελλάδας είναι ο ίδιος ο έλληνας, που είναι ανθέλληνας, γιατί ενώ λέει πως αγαπά τη ζωή εδώ, την καταστρέφει σιγά σιγά, γλυκά γλυκά.
Το πρόβλημά μας λέγεται καρκίνος. Είναι τα κύτταρα του ίδιου του οργανισμού που αποτελεί η χώρα. Είναι τα κύτταρα που λόγω της εκλεπτυσμένης βρωμιάς τους, καταφέρνουν να αναρριχηθούν ψηλά σε ένα βρώμικο σύστημα, φτιαγμένο από αυτά για αυτά. Αυτό δε συμβαίνει τους τελευταίους δυο αιώνες, συμβαίνει εδώ και χιλιετίες. Οι άνθρωποι και η νοοτροπία τους δε διαφέρουν από τους αρχαίους έλληνες σε αυτό. Αν σε κάτι τους μοιάζουμε, τότε είναι αυτό. Κι αν η μαφία εδώ έχει τα ηνία του κράτους, κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και σε όλο τον κόσμο. Οι πραγματικά καλοί, τα υγιέστερα κύτταρα των οργανισμών των κοινωνιών, δεν μετέχουν όπως και θα έπρεπε στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Αν το κάνουν, το κάνουν δυσανάλογα λίγο.
Ανέκαθεν το μυαλό στρόφαρε αλλά στρόφαρε από τη λάθος μεριά. Είμαστε έξυπνοι αρκετά για να πατάμε πάνω στους άλλους, σε έναν ανταγωνισμό δίχως τέλος, αλλά δεν είμαστε αρκετά σοφοί ώστε να συνεργαστούμε. Τα συμφέροντα μπορούν και πρέπει να παραλληλίζονται. Και αν μιλώ για όλα αυτά δε μιλώ απλά ως έλληνας, μιλώ κι ως κοσμοπολίτης. Εξετάζοντας το χωράφι Ελλάδα, βγάζω συμπεράσματα για όλα τα υπόλοιπα χωράφια του πλανήτη.
Λοιπόν, η επαρχία στην Ελλάδα δεν προστατεύεται από κανέναν, κι ό,τι καταφέρνει, το καταφέρνει σχεδόν μόνη της, δίχως πόρους, δίχως βοήθεια και υποστήριξη. Οι τσομπάνηδες πολιτικοί έρχονται για να βγάλουν φωτογραφίες, να ψαρέψουν ψηφαλάκια, από έναν αμόρφωτο κι αδιαμόρφωτο πληθυσμό. Το μυαλουδάκι τους φτάνει μόνο στην κουτοπονηριά, ποτέ σε κάτι που μπορεί να δημιουργήσει ζωή. Ζουν εις βάρος όλων ως παράσιτα, αλλά είναι τα υπερπαράσιτα αυτά που κάνουν κουμάντο.
Ο τόπος αυτός, δεν έχει γνωρίσει την παιδεία, την κριτική ικανότητα, το πνεύμα του κοινού καλού και το κράτος δε βρέθηκε ποτέ στα χέρια της κοινωνίας των πολιτών. Όσοι ήταν κοντά στους πασάδες, όσοι ήταν κοντά στους βασιλιάδες, βρέθηκαν με εξουσία στα χέρια τους. Δεν είναι παρά οι αυλικοί που κυβερνούν και ορίζουν τα πράγματα όπως τους βολεύει.
Λίγο πολύ το ίδιο συμβαίνει και στον υπόλοιπο κόσμο, απλά εδώ επειδή αγαπούμε την υπερβολή, ξεχωρίζει η βλακεία μας πρώτη πρώτη.
Το θύμα, η επαρχία στην προκειμένη, είναι ένας διαφορετικός τρόπος σκέψης και ζωής, τον οποίο έχουμε ανάγκη. Έχουμε ανάγκη από την εγγύτερη σχέση μας με τη φύση, κι αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσα από τις τερατουπόλεις που φτιάξαμε.
Πιέζοντας τα πράγματα προς μια κατεύθυνση, σφίγγουμε επί της ουσίας κι άλλο το σχοινί στον λαιμό της Μαριγούλας, κι αυτό δεν ευνοεί τους πολλούς, μα τους λίγους. Επειδή είναι όμως άνθρωποι χωρίς υπόσταση, χωρίς ηθική βάση, ως σωστοί συμφεροντολόγοι, έρχονται και μας πιάνουν εγκάρδια τα χέρια κοιτάζοντάς μας βαθιά μέσα στα μάτια, με τον ίδιο τρόπο που βλέπει ο βιαστής το θύμα του, ο δολοφόνος τον νεκρό του.
Λυπάμαι που το λέω, γιατί δεν είμαι χριστιανός, αλλά η επαρχία, αν δεν υπήρχε ο θεσμός της εκκλησίας, και κατά κύριο λόγο, αν δεν υπήρχαν οι λειτουργοί χαμηλόβαθμοι παπάδες της, θα ήταν εντελώς νεκρή. Αν κρατιούνται οι κοινότητες, αυτό συμβαίνει επειδή γίνονται λειτουργίες που φέρνουν τον κόσμο κοντά, για κάποιον λόγο, για τον όποιο λόγο. Τρέφω, ως άτομο, πολύ μεγάλο θαυμασμό για τους παπάδες του τόπου μου, επειδή ξέρω το έργο τους, ενώ παράλληλα, τρέφω μια ατόφια αντιπάθεια στους πολιτικούς, ειδικά στους υψηλόβαθμους, για τον κυνισμό τους.
Βλέπω επίσης, όμως, την πραγματικά ηλίθια διχόνοια σε τοπικό επίπεδο που κάνει να πάει στράφι όλη η δυναμική που θα μπορούσε να αναπτυχθεί για το καλό του τόπου. Άνθρωποι που κατά τα άλλα είναι ωραίοι, βάζουν τον εγωισμό τους μπροστά κι ως μικρά κι ανώριμα παιδιά κρύβονται πίσω από δάχτυλα, τα υψωμένα τους κωλοδάχτυλα στο κοινό καλό. Το καλό που θα μπορούσαν κάποιοι από αυτούς, όχι λίγοι, να κάνουν αν δεν κατέβαιναν στην πολιτική, θα ήταν μεγαλύτερο από αυτό που πετυχαίνουν με τα έργα τους.
Χτυπώντας την Μαριγώ, στην ουσία χτυπάμε την μάνα όλων μας, κι αν φτάσουμε στο σημείο να την πνίξουμε για τα καλά, τότε θα μείνουμε ορφανοί, δίχως ρίζες, και θα μας κυνηγά ο εφιάλτης της μητροκτονίας.
Βγείτε, διασκεδάστε και χαρείτε, μα μην ξεχνάτε ότι η ζωή δεν χρειάζεται να’ναι ωραία μόνο για τρεις μερούλες το χρόνο, μπορεί κι αξίζει να είναι γιορτή κάθε της ημέρα.
«Στρεβλή νοοτροπία»! δεν μπορείς να φανταστείς πόσα χρόνια ψάχνω έναν τέτοιο χαρακτηρισμό.
Γεννήθηκα στην Αθήνα. Είμαι πολίτης της Ελλάδας, πέρασα τα πρώτα παιδικά και σχολικά μου χρόνια στο Στρατώνι της Χαλκιδικής, στην Κοζάνη, στη Θήβα, επέστρεψα στην Αθήνα στην τετάρτη δημοτικού και ζήλευα πάντα τους συμμαθητές μου που πήγαιναν το καλοκαίρι στον παππού και στη γιαγιά στο χωριό. Ως έφηβη λάτρεψα το καλοκαίρι την Αθήνα.
Δεν έχω επισκεφτεί ποτέ το Σοχό. Μακάρι να μπορούσα να έρθω, δεν συμπαθώ και πολύ την πάλη αλλά το παλιό μου παλτό τη λατρεύει 🙂
να περάσετε υπέροχα !
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Το παλιό σου παλτό γνωρίζει Μάνια!
Περάσαμε πολύ όμορφα, η πάλη ήταν καλή άρα και η χρονιά μπήκε καλά.
Κάθε παιδί δικαιούται ένα χωριό με παππούδες!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!