Τα πουλιά είναι αυτά που μας έδειχναν ανέκαθεν το δρόμο.
Ό,τι έχουμε καταφέρει, το καταφέραμε γιατί κάποιοι πήρανε το ρίσκο να εξερευνήσουν το άγνωστο. Φαίνεται πως κάτι μας ωθεί εμπρός. Η περιέργεια κάνει το άγνωστο να μοιάζει γοητευτικό.
Υπήρχε ήδη στους προγόνους μας η τάση για αλλαγή. Άλλοτε δίχως να το θέλουν, άλλοτε πάλι επειδή χρειαζόντουσαν περισσότερη γη και πόρους, έπαιρναν την απόφαση να πάνε μια ανατολικά, μια δυτικά, μια βόρεια και μια νότια. Κάπως έτσι εξαπλώθηκαν παντού και μαζί με αυτούς το ίδιο κάναμε κι εμείς.
Είναι γραμμένη στο γονίδιό μας η μετανάστευση. Ίσως στο παρελθόν ήταν νομαδική, ίσως τώρα να έγινε ατομική, αλλά δεν παύει να κυλά στο αίμα μας η έννοια αυτή.
Σήμερα, ίσως να μεταναστεύουμε για διαφορετικούς λόγους. Κανείς μπορεί να γίνει εσωτερικός μετανάστης μιας χώρας, ερωτικός μετανάστης στην άλλη άκρη του κόσμου, λαθρομετανάστης που στην αδυναμία του να βρει χαρτιά βούτηξε σε ποτάμια ή πέρασε βουνά. Ακόμη και οι πρόσφυγες που φεύγουν από τον τόπο τους, σίγουρα φεύγουν με μισή καρδιά νοσταλγώντας την πατρίδα τους.
Αν τα πράγματα ήταν καλά άλλωστε, γιατί να έφευγαν; Πολλοί λίγοι φεύγουν από κάπου δίχως να υπάρχει λόγος, έτσι απλά επειδή βαριούνται. Για αυτό και θα πρέπει να δείχνουμε όλοι κατανόηση στους εκτοπισμένους όλης της γης γιατί δεν είναι παρά θύματα του καιρού και του τόπου τους.
Ήθελα εδώ και καιρό να γράψω αυτό το κείμενο, να αναφερθώ στη μετανάστευση και τι σημαίνει αυτή για εμένα.
Εγώ, δεν είμαι για να κλαίω, είμαι από τους τυχερούς, ίσως πολλοί να με ζηλεύουν κιόλας. Πάω σε ένα από τα καλύτερα χωράφια αυτού του κόσμου και μπαίνω στη χώρα με ένα πολύ μεγάλο και πολύ μαλακό μαξιλαράκι που λέγεται μεταπτυχιακό. Αλλά το να σηκωθείς να φύγεις από κάπου δεν είναι ποτέ εύκολο. Δεν είναι εύκολο γιατί ισοδυναμεί με μικρό θάνατο. Αν ήμουν σίγουρος σήμερα ότι θα ξαναγύριζα μετά το μεταπτυχιακό, θα ένιωθα καλύτερα. Έχω όμως μέσα μου την αίσθηση πως θα καταφέρει η νέα και καλύτερη ζωή να με κρατήσει κοντά της. Αν δε μείνω εκεί, στο ολλανδικό χωράφι, το πολύ πολύ να πάω σε άλλο χωράφι της Ευρώπης. Τα ψωμιά μου εδώ τα έφαγα σιγά σιγά και δεν ξέρω αν θα γυρίσω στο μέλλον, σίγουρα όχι πριν τα γεράματα. Είναι γλυκιά η ιδέα άλλωστε να πεθαίνει κανείς στον τόπο όπου μεγάλωσε.
Η κατάσταση εδώ βάρυνε απότομα ξανά και οι λίγες μου ελπίδες εξανεμίστηκαν και πάλι. Η διαφυγή, γιατί περί αυτής πρόκειται, χρειάστηκε μια καλύτερη λύση. Το μεταπτυχιακό, πέρα από το γεγονός πως θα με ενδυναμώσει, είναι αυτή ακριβώς η λύση που έψαχνα.
Δεν είναι ότι έχω ζήσει έξω για καιρό. Ίσως να έπρεπε να τα πει άλλος αυτά. Έχω γνωρίσει όμως τα πρώτα πρώτα συναισθήματα που νιώθει όποιος φεύγει από τη χώρα του για να πάει κάπου αλλού.
Την πρώτη φορά που την έκανα, όχι για να πάω κάπου ντε και καλά, αλλά για να φύγω από εδώ, πάντα κακός τρόπος για να φύγει κανείς έξω, ήταν το 2018, όταν πήγα στη Σκωτία και το Εδιμβούργο. Το σχέδιο ήταν να πάω εκεί, να εργαστώ έναν χρόνο για να βολευτώ και μετά να μπω στο πανεπιστήμιο για να σπουδάσω φιλοσοφία. Μάζεψα όλα μου τα πράγματα, τα χώρεσα σε μια βαλίτσα και τράβηξα για το αεροδρόμιο. Η μάνα μου, η αδερφή μου και οι φίλοι που μου έκαναν έκπληξη ήταν εκεί. Θυμάμαι πως κρατιόμουν να μη βάλω τα κλάματα, κοιτάζοντας προς τα πέρα και παίζοντας τα βλέφαρα. Η συγκίνηση ήταν αληθινή. Θυμάμαι και τη γιαγιά και τη θεία μου να μου ρίχνουν τρεις φορές νερό με τον κουβά καθώς έφευγα από το χωριό. Ο πόνος σε μια τέτοια αλλαγή είναι αληθινός. Τελικά, δεν άντεξα και πολύ στο Εδιμβούργο, την τρίτη μέρα πήρα την απόφαση να επιστρέψω. Γύρισα μετά από ενάμιση μήνα γεμάτος ιδέες και όρεξη για δημιουργία, αλλά να’ναι καλά ο βάλτος που συνάντησα που με έκανε σκοτεινό και πάλι. Θυμάμαι να λέω τότε στον εαυτό μου ότι αν είναι να δουλεύω ως σερβιτόρος στη Σκωτία, μπορώ να το κάνω και στην Ελλάδα. Αν είναι να σπουδάσω εκεί φιλοσοφία, μπορώ να το κάνω κι εδώ. Και τέλος, έβλεπα πως το κύριο πρόβλημα των ανθρώπων εκεί ήταν αν θα αγοράσουν την κόκκινη ή την πράσινη μπλούζα. Εγώ όμως μια ζωή με σκέφτομαι ως το άτομο που οφείλει να βοηθήσει το σύνολο μέσα στο οποίο ζει. Δεν έβρισκα λόγο να προσπαθήσω για κανέναν εκεί. Το Εδιμβούργο ήταν σαν επίγειος παράδεισος στα μάτια μου. Δεν είναι απλά η ομορφιά του, είναι και η αίσθηση πως εδώ που βρίσκεσαι υπάρχει κράτος που μεριμνά. Σίγουρα περισσότερο απ’ότι το ελληνικό κράτος. Κάπως έτσι πήρα την απόφαση να γυρίσω πίσω και να τα αλλάξω όλα. Έλα, όμως, που εδώ όλοι είναι μόνοι τους κι όποιος προσπαθεί να αλλάξει κάτι, κοπανάει απλά το κεφάλι του στον τοίχο. Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι κωμικοτραγική το λιγότερο.
Πέρσι, μετά από κάποιες προσπάθειες κι αφού έφαγα τις καραντίνες κι εγώ στο κεφάλι όπως όλοι, είπα να κάνω μια μικρή προσπάθεια να βγω έξω και πάλι. Αυτή τη φορά δεν ήταν κανονική μετανάστευση. Ήταν ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα ενός έτους στην Ιταλία. Πήγα με πολύ διαφορετικό μυαλό εκεί, πάντα όμως σκεφτόμουν ότι ίσως να μου άρεσε και να έμενα εν τέλει. Αποδείχθηκε όμως ότι έκανα τη λάθος επιλογή. Πήγα στη Σικελία και πιο συγκεκριμένα στην Κατάνια. Όποιος θέλει να καταλάβει πως έμοιαζε αρκεί να θυμηθεί πως ήταν η Ελλάδα πριν την κρίση. Κάπως έτσι ήταν οι Σικελοί αν όχι χειρότεροι. Έπαθα πλάκα με τον τρόπο που οδηγούσαν, με τον τρόπο που συμπεριφερόντουσαν. Μπρος στους Σικελούς, που μάλλον δεν έχουν και πολλή σχέση με τους Ιταλούς, είμαστε ευρωπαίοι. Να είναι καλά οι χίπισσες συγκάτοικοι που’χα που με ανάγκασαν να φύγω πριν τελειώσει το πρόγραμμα. Κατάφερα να ζήσω εκεί για πέντε μήνες.
Από τις εμπειρίες μου μέχρι τώρα είδα πως είναι να είσαι μόνος σε μια χώρα στην οποία δεν ξέρεις τη γλώσσα, δεν ξέρεις το σύστημα, δεν ξέρεις τους ανθρώπους της. Όσο τρομακτικό κι αν ακούγεται, είναι παράλληλα και τόσο απελευθερωτικό γιατί κανείς δεν μπορεί να έχει την απαίτηση από εσένα για τίποτα, και πάνω απ’όλα την απαίτηση αυτή δεν μπορεί να την έχει ούτε ο ίδιος σου ο εαυτός. Είναι δύσκολο όμως, όλοι θέλουμε την ελευθερία άλλωστε, αλλά κανείς δεν είναι διατεθειμένος να πληρώσει το υψηλό της τίμημα. Είμαστε κοινωνικά όντα, είναι αδύνατο να μην έρθεις σε επαφή με άλλους, να μην κοινωνικοποιηθείς. Και τότε είναι που αρχίζεις να εξημερώνεσαι από την διαφορετική κουλτούρα.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό δύσκολο, η αναπηρία της γλώσσας. Είναι δύσκολο το να μην έχεις τους ανθρώπους σου. Πιστεύω ότι ο άνθρωπος είναι οι άνθρωποί του. Όταν κάποιος πεθαίνει παίρνει κι ένα κομμάτι του εαυτού μας μαζί του. Το ίδιο συμβαίνει και με τους μικρούς θανάτους που βιώνουμε καθώς φεύγουμε. Αν είναι αποφασισμένος να φύγει κανείς, θα πρέπει να ξέρει ότι εκεί που θα πάει θα αλλάξει. Αυτό είναι αναπόφευκτο. Θα αλλάξει παίρνοντας διαφορετικές στροφές. Και θα χάσει παράλληλα την οικειότητα που είχε με τους ανθρώπους του από την χώρα που άφησε πίσω του. Θα μεγαλώσει χώρια από τα αγαπημένα του πρόσωπα και αν καταφέρει να τα βλέπει μια στο τόσο, αν καταφέρει να κρατήσει και κάποιες ακόμη επαφές, τότε θα’ναι πολύ τυχερός.
Το χειρότερο στη μετανάστευση είναι ότι είναι τόσο μα τόσο αληθινή. Δε γίνεται να μην τη νιώσεις στο πετσί σου, βαθιά, πολύ βαθιά. Άσχημο είναι επίσης ότι μετά από χρόνια δε θα’σαι ούτε Έλληνας, ούτε για παράδειγμα Ολλανδός ή Αμερικάνος. Στην νέα σου χώρα ξένος και στην πατρίδα το ίδιο. Οι μετανάστες είναι απάτριδες επί της ουσίας και το νιώθουν αλλά δεν το παραδέχονται. Έχουν νοσταλγία για τον τόπο που τους έθρεψε όταν ήταν μικρά παιδιά μα ο τόπος εκείνος δεν υπάρχει εδώ και καιρό. Κι έχουν μια αγάπη διαφορετική για τη χώρα που τους άνοιξε τις πόρτες της από αυτή των ντόπιων.
Δεν ξέρω αν θα μείνω εκεί στην Ολλανδία, ίσως σε ένα χρόνο να μοιράζομαι την εμπειρία μου εδώ και να λέω πως γυρνώ πίσω. Ποιος ξέρει τι θα λέω σε ένα χρόνο, ποιος ξέρει ποιος θα είμαι. Ξέρω μονάχα ότι τα ψωμιά μου στην Ελλάδα φαίνεται να τα έχω φάει. Αν στο παρελθόν είχα περισσότερη αισιοδοξία, αν είχα λίγα χρήματα, αν μου έλειπαν οι κακές εμπειρίες εδώ, τώρα όλα αυτά δεν τα έχω. Έχω δει πως είναι να εργάζεσαι καθημερινά στην Ελλάδα. Πως είναι να θέλεις να βγεις έξω και να μην έχεις χρήματα. Πως είναι να κάνεις δυο και τρεις δουλειές ταυτόχρονα. Τέλος, έχω δει πως είναι να πεθαίνουν τα όνειρά σου, πως είναι να γίνεσαι ξένος με τον εαυτό σου, την οικογένειά σου, τους φίλους σου. Κι όλα όσα είδα με έχουν κουράσει τόσο, μου απορρόφησαν φαιά ουσία, με αποδυνάμωσαν. Η ελπίδα πνίγεται καθημερινά εδώ και το κόκκινο κουμπί του κινδύνου το πάτησα προ πολλού. Τώρα γράφω απλά για να αδειάσω και να πάω πιο χαλαρός εκεί στα ξένα.
Αναρωτιέμαι, αν στο μέλλον έχω δυναμώσει τόσο που να θέλω να δοκιμάσω άλλη μια φορά εδώ στην Ελλάδα, θα είμαι σε θέση να το κάνω άραγε; Όταν είσαι για καιρό έξω, όταν βολευτείς κάπως, όταν έχει προκύψει μια σχέση κι ίσως οικογένεια, μπορείς άραγε να πάρεις τόσο σημαντικές αποφάσεις; Είμαι σίγουρος ότι πολλοί Έλληνες του εξωτερικού θα ήθελαν πως και πως να γυρίσουν. Σκέφτονται όμως ρεαλιστικά ή επικεντρώνονται μόνο στα άσχημα του έξω και τα καλά του μέσα; Όταν μάθεις να κινείσαι σε άλλο σύστημα, αν μάθεις την νέα γλώσσα, αν κάνεις νέους φίλους, αν το παιδί σου πάει σχολείο, πόσο εύκολο είναι να πάρεις μια τέτοια απόφαση;
Το brain gain είναι hoax. Ακόμη κι αν υφίσταται, φεύγουν πολύ περισσότεροι άνθρωποι από αυτούς που έρχονται.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να άλλαξε γιατί βγήκε από τα μνημόνια, επειδή δε θα έχουμε από εδώ και πέρα επιτήρηση, ή επειδή το κόκκινο έγινε μπλε. Η Ελλάδα για να αλλάξει θέλει ριζικές αλλαγές που κανείς δεν μπορεί να πάρει την απόφαση να τις κάνει λόγω του κόστους τους. Του πολιτικού και οικονομικού που κανείς δεν μπορεί να σηκώσει.
Είμαι τόσα χρόνια εδώ και δεν κατάφερα να πάω κάπου διακοπές σαν άνθρωπος, ενώ βλέπω ανθρώπους από όλο τον κόσμο να κατακλύζουν αεροδρόμια και λιμάνια. Ζω στα βόρεια της χώρας, εδώ που μας κατούρησαν οι θεοί και βλέπω κάθε χρόνο το κακό να γίνεται χειρότερο. Γιατί να αξίζει μια ζωή τέτοια; Μια ζωή μέσα στο άγχος και τη στενοχώρια; Εδώ δε ζει σωστά ούτε ο πιο αυτάρκης άνθρωπος. Το χειρότερο πιστεύω είναι ότι σε αναγκάζει το σύστημα να παρανομήσεις για να τα καταφέρεις. Σε αναγκάζει το ίδιο το κράτος να γίνεις παράνομος κι αυτό πέρα από νομικό έχει και ψυχολογικό κόστος.
Το ξέρω καλά πως στην Ελλάδα δεν έχουν φτάσει ακόμη οι ιδέες του Διαφωτισμού. Φαίνεται πως περιμένουμε τον επόμενο για να ξυπνήσουμε. Ακόμη νομίζουμε πως έχουμε ραγιάδες πάνω από το κεφάλι μας κι ίσως να μην κάνουμε λάθος αν κρίνει κανείς από τους πολιτικούς μας που συμπεριφέρονται ως τέτοιοι. Αν βγαίνουν μυαλά εδώ ποσοστιαία πιο μεγάλα είναι επειδή είμαστε μονίμως στην πίεση και κάποιοι βρίσκουν διέξοδο στις επιστήμες ή στις τέχνες. Χαιρόμαστε και καμαρώνουμε για τους Έλληνες του εξωτερικού μα δεν τους δώσαμε ακόμη το δικαίωμα ψήφου. Κάθε σπίτι έχει κι από έναν θείο και μια θεία ξενιτεμένους που τους κοιτάμε σαν ημίθεους απλά γιατί τους φώτισε μια δύναμη ώστε να σηκωθούν να φύγουν από αυτή την παγκόσμια πλάκα που αποτελεί η Ελλάδα.
Δεν ξέρω γιατί τα λέω όλα αυτά. Ίσως προσπαθώ να αποδομήσω τη συμπάθειά μου για τη χώρα ώστε να μην πέσω στην παγίδα πάλι, λόγω του φόβου, και να σκεφτώ να γυρίσω εδώ. Άλλωστε ξέρω καλά μετά από όλα αυτά τι θα με περιμένει πίσω.
Για άτομα σαν κι εμένα, που δεν έχουν ούτε τα βασικά εδώ, όλη η ομορφιά που βλέπουν οι άλλοι δεν είναι παρά κάλπικη. Για εμάς η Ελλάδα είναι ένας βάλτος, είναι ένα κακό όνειρο, αν όχι εφιάλτης, είναι ένα ψέμα κι είμαστε δέσμιοί του.
Κι αφού δεν μπορούμε να κάνουμε τον βάλτο γόνιμο χωράφι και πάλι, δεν έχει νόημα να κοπανάμε τα κεφάλια μας στον τοίχο. Άλλωστε, σημασία έχει το δάσος κι όχι το δέντρο. Σημασία έχει ο κόσμος μας, που κι αυτός πάει από το κακό στο χειρότερο, κι όχι η Ελλάδα μας που αν αύριο σταματήσει να υπάρχει δε θα ενοχλήσει και πολλούς. Έτσι κι αλλιώς, ό,τι χρειαζόταν ο κόσμος από εμάς, το πήρε εδώ και δυο χιλιετίες.
Για να μην ακούγομαι σα μηδενιστής, ωστόσο, θα πρέπει να πω ότι όλη η μέχρι τώρα ζωή μου, όλοι οι άνθρωποί μου, ήταν και θα’ναι εδώ, και γι’αυτό δεν μπορώ να κάνω άλλο παρά να νοιάζομαι και να βοηθάω έμπρακτα, τόσο αυτούς, όσο και όλη τη χώρα, από εκεί που θα είμαι στο μέλλον. Η ελληνική ταυτότητα είναι τόσο βαθιά χαραγμένη μέσα μου, όπως και μέσα σε όλους που φεύγουν, που είναι αδύνατο να ξεχάσει κανείς από που κατάγεται. Η ζωή είναι πολλά πράγματα μαζί, είναι και πόνος όμως. Είναι αδύνατο να μείνεις ή να φύγεις δίχως να τον νιώσεις κι αυτόν.
Έτσι μάλλον νιώσανε και νιώθουν όλοι όσοι έγιναν αποδημητικά πουλιά, απάτριδες αυτού του κόσμου.
Κάτι μου λέει ότι κι εγώ θα την αγαπήσω περισσότερο τη χώρα ως Έλληνας του εξωτερικού.
Είμαι αισιόδοξη, όλα θα πάνε καλά. Έχεις μέσα σου τη φιλική και πρόθυμη αποδοχή.
Θα μπορούσα να σου φέρω ένα σωρό εγγραφές του ημερολογίου μου, όμως δεν θα σου προσφέρει ουσιαστικά κάτι. Το μόνο που θέλω να σου πω είναι πως στην πατρίδα σου δεν νιώθεις ποτέ ξένος, όσα χρόνια και αν περάσουν από την τελευταία σου επίσκεψη, ξένο σε βλέπουν, άλλα δεν δίνεις σημασία γιατί είναι σα να γυρνάς στη μητρική σου αγκαλιά …. Επίσης, και στον τόπο που έχεις επιλέξει να κάνεις οικογένεια και παιδιά δεν νιώθεις ξένος όμως πάντα σε αντιμετωπίζουν ως ξένο, φορώντας διάφορα προσωπεία…Άλλα επίσης δεν σε νοιάζει γιατί είναι η φιλόξενη αγκαλιά που σε υιοθέτησε.
…και κάποια στιγμή στη θεωρεία συνόλων, στα ξένα σύνολα που δεν έχουν κοινά στοιχεία μεταξύ τους και που η τομή τους είναι για όλους τους άλλους ένα κενό σύνολο, για σένα αυτή η τομή θα έχει άπειρα κοινά σημεία και ένα πλούσιο σύνολο 🙂 επί της ουσίας οι μετανάστες είναι οι μόνοι που έχουν πατρίδα και κανείς μα κανείς γύρω τους δεν την παραδέχεται.
Συγκρατούμε να μην γράψω κάτι άλλο στο χώρο εδώ του Σχολιαστή, γιατί φοβάμαι πως κάτι θα αγγίξω από τον πλούτο το σκέψεων σου που καταθέτεις και θα το γρατζουνίσω. Είναι πολύ ευαίσθητο κείμενο και το λάτρεψα.
Ακόμα θαυμάζω τα τεράστια V στον ουρανό που σχηματίζουν οι αγριόπαπιες και οι αγριόχηνες όπως θαυμάζω και τα χελιδόνια που γυρίζουν στην ίδια φωλιά στην Ελλάδα.
Είμαι ενθουσιασμένη που ξεκινάς μεταπτυχιακό 🙂
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Ίσως να’χεις δίκιο Μάνια, μάλλον ήταν απερισκεψία μου να πω μερικά πράγματα που δεν έχω ζήσει ο ίδιος.
Είμαι κι εγώ ενθουσιασμένος και μένει να δω μελλοντικά αν είχες δίκιο εν τέλει, προς το παρόν πάω πάσο!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!