Ένας κήπος με τα ομορφότερα λουλούδια. Αυτό οφείλουμε να επιδιώξουμε. Αυτό πρέπει να γίνουμε.
Σε συνέχεια των χθεσινών κι όσων ανέφερα για τον Φιλόκοσμο, θα συνεχίσω σήμερα με μια ακόμη ιδέα που δούλεψα ως τώρα.
Δε θα μιλήσω για τον ρομαντισμό, τον ρεαλισμό ή τον μοντερνισμό. Δε θα μιλήσω καν για διάφορα ρεύματα μέσα σε αυτές τις μεγάλες τάσεις της τέχνης. Γράφοντας για τη Λογοτεχνική Σχολή, θα προσπαθήσω να μοιραστώ με τον κόσμο ένα μικρότερο κι ίσως πιο εφικτό όνειρο.
Η Λογοτεχνική Σχολή είναι αυτό που ακούγεται, ένας χώρος στον οποίο φιλοξενείται η λογοτεχνία, ή καλύτερα, εκεί όπου μένει η λογοτεχνία. Εκεί όπου διδάσκεται κι ανθίζει.
Πέρσι, τέτοιο καιρό, ήμουν στην Ιταλία και πιο συγκεκριμένα στην Κατάνια. Τα βράδια καθόμουν στο μπαλκόνι και χάζευα τη λάβα που εκρήγνονταν από την Αίτνα. Είχε τόση ζέστη που αναρωτιόμουν αν φταίει το ηφαίστειο γι’αυτό, αν και μάλλον δεν έπαιζε τόσο ρόλο. Δαπάνησα μια μεγάλη περίοδο, χωρίς ιδιαίτερο διάβασμα, σκεπτόμενος το τί θα κάνω όταν θα επέστρεφα πίσω στην Ελλάδα. Ο σκοπός, είναι πάντα ο Φιλόκοσμος, αλλά πώς φτάνει κανείς ως εκεί. Αναζητούσα το δρόμο.
Ώρες επί ωρών και σκέψεις επί σκέψεων απέδωσαν ως ιδέες δύο εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα. Είτε θα δημιουργούσα μια αγροδιατροφική εταιρία που θα εμπορεύονταν γεωργικά προϊόντα όπως λαχανικά, ξηρούς καρπούς και φρούτα, με στόχο να προκύψει μια οικογενειακή επιχείρηση για να βοηθήσω όλα τα μέλη, είτε θα δημιουργούσα μια λογοτεχνική σχολή στην οποία θα γινόντουσαν μαθήματα σχετικά με τη λογοτεχνία.
Χωρίς να μπορέσω να πάρω την απόφαση, επέστρεψα και άρχισα να μιλάω με κόσμο συλλέγοντας πληροφορίες. Έπειτα από λίγες μέρες, κι αφού μάζεψα ό,τι πληροφορία μπόρεσα, κάθισα και σκέφτηκα εκ νέου και κατέληξα ότι θέλω να επικεντρωθώ στη λογοτεχνική σχολή.
Σε αυτό, με βοήθησε και μια πρόχειρη σχετικά μελέτη που έκανα για τα οικονομικά της, όταν είδα κάτι νούμερα που μου φαινόντουσαν μεγάλα. Σταδιακά, ψάχνοντας περισσότερο την κατάσταση, είδα ό,τι τα περισσότερα χρήματα εξανεμίζονταν σε φόρους στο κράτος, αλλά και πάλι, έμενε ένα καλό μεροκάματο. Όλα αυτά, εφόσον, η σχολή λειτουργούσε τουλάχιστον στο ήμισυ των δυνατοτήτων της, λαμβάνοντας πάντα υπόψη τις αρχικές υποθέσεις.
Είχε μπει το φθινόπωρο, κι εγώ έψαχνα για εργασία γύρω από το χώρο του πολιτισμού, ενώ παράλληλα δούλευα και την ιδέα της σχολής. Βρήκα και παρακολούθησα κάποια σεμινάρια επιχειρηματικότητας τα οποία ήταν ιδιαίτερα καλά, ως εισαγωγικά, στο αντικείμενο. Βρήκα άτομα με τα οποία μπορούσα να μιλώ για την ιδέα αυτή και να με συμβουλεύουν, μέντορες δηλαδή που μου άνοιξαν τα μάτια. Βρήκα, επίσης, σημαντικούς ανθρώπους μέσα από το χώρο, που καλώς ή κακώς, με γείωσαν σχετικά με τη δυναμική που μπορούσε να αποκτήσει η σχολή.
Ο χρόνος περνούσε, έφτασε η μέρα που κατέβηκα στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης, την οποία δεν είχα ψάξει τόσο στο παρελθόν, και πήγα να κάνω μια έρευνα αγοράς επί του πεδίου. Συνέλεξα κι από εκεί κάποιες πληροφορίες, ενθαρρυντικές τουλάχιστον, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι βρήκα ράβδους χρυσού.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία προέκυψε και μια θέση εργασίας σε βιβλιοπωλείο, ονειρική δουλειά ως τότε, ενώ παράλληλα ξεκίνησα να εργάζομαι κι ως απογραφέας για την ΕΛΣΤΑΤ. Κι από εκεί που δεν είχα δουλειά, βρέθηκα να κάνω δυο, ή για την ακρίβεια τρεις μιας και όταν έβρισκα χρόνο προσπαθούσα να ασχοληθώ και με τη σχολή.
Μέσω ενός προγράμματος από τον φορέα της Corallia, βρήκα έναν πολύ καλό μέντορα που με βοηθούσε με το επιχειρηματικό πλάνο. Το πλάνο χρειάζεται για κάθε επιχείρηση που θέλει να λογίζεται ως σοβαρή. Τα χρηματοδοτικά εργαλεία που υπάρχουν, γιατί υπάρχουν, μπορούν να αξιοποιηθούν μόνο εφόσον κάποιος παρουσιάσει ένα αξιοπρεπές επιχειρηματικό πλάνο.
Νομίζω ότι κάπου μέσα στο χειμώνα, με την τόση πίεση που δεχόμουν, έπαθα ένα μικρό burn out, και το μόνο που με ένοιαζε ήταν να μπω να παίξω το αγαπημένο μου παιχνίδι. Ίσως είναι απλά η αδυναμία που με χαρακτηρίζει ως χαρακτήρα. Ίσως απλά να θέλω να μου βάζω δύσκολα. Η ιδέα ωστόσο πήγε πίσω, εγώ ένιωθα ότι είχα χάσει τη μπάλα, έβλεπα ότι το πλάνο μένει ατελές ενώ παράλληλα αγχωνόμουν με τις προκηρύξεις του ΟΑΕΔ και του ΕΣΠΑ για την επιχειρηματικότητα, οι οποίες ακόμη και σήμερα δεν έχουν βγει. Ένιωθα ότι με είχα δέσει σε μια θέση αναμονής χωρίς να είμαι έτοιμος, ενώ έτρωγα τον χρόνο μου στα λεωφορεία από Θεσσαλονίκη για Λαγκαδά και πότε πότε για Σοχό.
Δεν άργησε να έρθει το νέο μπαμ, κι έσκασε μαζί με την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία. Πήρα την απόφαση να φύγω γιατί άρχισα να διαπιστώνω ότι το αίμα στο κεφάλι μου πήρε να λιγοστεύει. Το χτύπησα και το ξαναχτύπησα τόσα χρόνια στον τοίχο, κι ο τοίχος δεν έχει ούτε ρωγμή, ενώ εγώ ζαλίζομαι με τις πληγές που έχω κάνει. Οι προοπτικές για νέους σαν εμένα, νέους που δεν έχουν ούτε σπίτι, ούτε δουλειά, ούτε υποστήριξη, ενώ παράλληλα πολεμάνε ενάντια σε όλους κι όλα, πολεμάνε για να αποδείξουν τον εαυτό τους, είναι πρακτικά ελάχιστες.
Μετά από μια δεκαετία χαμένη λόγω της οικονομικής κρίσης, εκεί που πήρε να μυρίζει τέλος εποχής και νέα αρχή, μας έκατσε στα αυτιά ο κορωνοϊός με τις καραντίνες του. Εκεί όπου ξεκίνησε να παίρνει το δρόμο του και ο ιός, έσκασε ένας πόλεμος του οποίου το τέλος δε διαφαίνεται, τουλάχιστον απ’όσο μπορώ να δω. Ο πόλεμος γεννά τις συνθήκες για περαιτέρω φτώχεια, για ακόμη περισσότερη μιζέρια κι ανημπόρια. Και η επόμενη δεκαετία, αν δεν κληθούμε στα χαρακώματα, θα είναι, το λιγότερο, δύσκολη. Εμείς πότε θα ζήσουμε;
Πως να ζητήσει κανείς από νέους και νέες που θέλουν να δημιουργήσουν και να ζήσουν με αξιοπρέπεια να παραμείνουν στη χώρα αυτή ενώ το σφίξιμο στο λαιμό σκληραίνει αντί να χαλαρώνει;
Έτσι κι εγώ κατέβασα τα όνειρα από τις πλάτες μου για λίγο, μέχρι να βρεθώ σε καλύτερες συνθήκες ώστε να τα επιδιώξω και πάλι. Έκανα πίσω λέγοντας ότι θα κάνω μεταπτυχιακό ενώ δεν ήθελα ώστε να μπω με μαξιλαράκι ασφαλείας σε μια νέα χώρα. Κάτι που μάλλον μόνο σε θετικό θα μου βγει. Είπα ότι ενδεχομένως να κάνω τη βάση της ζωής μου αλλού, κάπου εκτός Ελλάδας, γιατί με έχει κουράσει πραγματικά η χώρα αυτή που τόσο αγαπώ να μισώ και τόσο μισώ που αγαπώ.
Έτσι κατέληξα να θάβω ζωντανό τον μέχρι πρότινος εαυτό μου, μαζί με τα όνειρά του, ελπίζοντας ότι δε θα πεθάνει τελείως κι ότι θα λειτουργήσει ως σπόρος, βγάζοντας αόρατες ρίζες που θα δώσουν σε ένα νέο φυτό, που λογικά θα αρχίσει να δημιουργείται, τη στέρεη βάση του, εκεί στα ξένα, στο μέρος που μοιάζει με την Ελλάδα απλά γιατί έχει δυο λάμδα, ένα δέλτα και τελειώνει σε άλφα.
Κι αφού έχω πει όλα αυτά, θα πω τί είναι η λογοτεχνική σχολή, τουλάχιστον μέσα στο μυαλό μου.
Η ιδέα αυτή είναι ένα πρώτο βήμα προς τον μεγαλύτερο κι απώτερο στόχο. Κατέληξα σε αυτή αναγνωρίζοντας την αδυναμία μου που αφορά στη δημιουργία του Φιλόκοσμου στην παρούσα φάση. Είδα ότι τα κενά που έχω είναι πολύ μεγάλα, και παραδέχθηκα ότι θα μου πάρει χρόνια να τα καλύψω. Έτσι, χρειάστηκα μια άλλη επιχειρηματική ιδέα που θα με έβαζε στη λογική του επιχειρείν, χωρίς να αναγκαστώ να ξεκινήσω τον Φιλόκοσμο από ένα φιλοσοφικό καφενείο ή ένα βιβλιοπωλείο.
Η λογοτεχνική σχολή αφορά ένα μόνο σκέλος των υπηρεσιών που θα ήθελα να προσφέρω στον κόσμο. Προσεγγίζει την τέχνη, την έκφραση δηλαδή, μέσα από τη λογοτεχνία και τον γραπτό λόγο. Ιδανικά, θα ήθελα να δημιουργήσω το σπίτι της λογοτεχνίας και τον λογοτεχνών. Όπως έχω συλλάβει την ιδέα, η σχολή θα μπορούσε να γίνει στέκι τόσο όσων είναι ήδη στο χώρο της λογοτεχνίας, όσο και αυτών που γοητεύονται από αυτή, κι επιθυμούν δειλά δειλά να την προσεγγίσουν. Μέσα από κάποιες αίθουσες, άτομα όπως λογοτέχνες, ποιητές, ακαδημαϊκοί, bloggers, απόφοιτοι σπουδών πάνω στη δημιουργική γραφή, θα μπορούσαν να διδάξουν άλλους, επίδοξους, ή όχι, συγγραφείς κι άτομα που απλά θέλουν ένα δημιουργικό χόμπι που να τους τραβά. Ιδανικά, η σχολή θα έφερνε σε επαφή τον κόσμο που ενδιαφέρεται για τη λογοτεχνία, δίνοντας ώθηση στην κοινωνικοποίηση τους, στην καλλιέργεια ιδεών και ταλέντων, και γιατί όχι, στην άνθιση του πνεύματος. Έχω φανταστεί να ανοίγω έναν τέτοιο χώρο στη Θεσσαλονίκη, ενώ παράλληλα θα έτρεχε και η αντίστοιχη ιστοσελίδα ώστε να προσφέρονται τα μαθήματα και διαδικτυακά για όσους δεν μπορούν να τα παρακολουθήσουν από κοντά. Κι αν πήγαινε αυτό το εγχείρημα καλά, θα ήθελα να κατεβάσω την ιδέα και στην Αθήνα.
Τα μαθήματα της σχολής, η κύρια υπηρεσία που θα προσφέρεται κι από την οποία θα αντλούνται πόροι, αφορούν σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής, και σε άλλα σχετικά με τη φιλοσοφία, την ιστορία, την επιστήμη. Ένας συγγραφέας έχει ανάγκη από εργαλεία, και τέτοια εργαλεία θα του έδινε η σχολή, ή τουλάχιστον θα του έδειχνε που να ψάξει. Γιατί να μην πας να παρακολουθήσεις μαθήματα σχετικά με το έργο του Καβάφη, του Καζαντζάκη ή του Καμύ; Γιατί να μη σου πει κάποια πράγματα για τη προσωκρατική φιλοσοφία ένας απόφοιτος μεταπτυχιακός της ιστορίας της φιλοσοφίας που ψάχνει να βρει εργασία και δυσκολεύεται; Γιατί, ένας εν ζωή ποιητής ή συγγραφέας που φοβάται πως θα πεθάνει μόνος κι αβοήθητος να μην ξαναβρεί ζωή σε έναν τέτοιο χώρο διδάσκοντας άλλους, ή απλά πίνοντας τον καφέ του συζητώντας για την ομορφιά των ιδεών και την ασχήμια της πραγματικότητας; Γιατί όσοι ψάχνουν να εκδώσουν το έργο τους να μη βρουν λογοτεχνικό ατζέντη μέσα από έναν τέτοιο χώρο; Γιατί ο σύλλογος των συγγραφέων να μην κάνει δραστηριότητες ορίζοντας κάποια στάνταρ στη διανόηση μέσα από έναν τέτοιο χώρο, ή έστω, αξιοποιώντας το δίκτυό του; Γιατί τα νέα παιδιά να μην παιδευτούν από νωρίς ώστε να αναπτύξουν τον λόγο τους, κι άρα το μυαλό τους;
Τέτοια πράγματα σκεφτόμουν για τη σχολή. Σκεφτόμουν το πώς θα έδινε ανάσα στο ελληνικό πνεύμα το οποίο μετά βίας την παλεύει έναντι του εισαγόμενου παγκόσμιου αγγλοσαξονικού. Βέβαια, αυτό το τελευταίο, τί νόημα έχει όσο στη σημαία μας έχουμε το σταυρό αντί για την ελιά.
Τέλος πάντων, αυτά κι άλλα πολλά σκεφτόμουν, αλλά το ότι δεν έβλεπα φως στο τούνελ με έβαλε σε σκέψεις να κάνω μια εκ νέου προσπάθεια για να φύγω από εδώ. Κι αν τώρα μοιράζομαι όσα μοιράζομαι, είναι γιατί δε θέλω να τα κρατώ μέσα μου, δε θέλω να τα πάρω μαζί μου, γιατί ίσως βρεθούν άνθρωποι που να μπορούν να τους δώσουν πνοή ζωής, ίσως να μπορούν να αξιοποιήσουν τον κόπο μου. Τόσο πολύ θα ήθελα να δω διάφορες λογοτεχνικές σχολές, οι οποίες μακροπρόθεσμα θα μπορούσαν να γίνουν και σχολές ρευμάτων μέσα στη λογοτεχνία, δίνοντας ώθηση στο πνεύμα να εκφραστεί με νέους τρόπους.
Γιατί να υπάρχουν σχολές χορού, σχολές ζωγραφικής, σχολές για τη μουσική, κι όχι σχολές για τη λογοτεχνία και τα σιναφή;
Ο τόπος αυτός, ο μικρός ο μέγας όπως λέει κι ο ποιητής, δεν είναι καταδικασμένος όσο γεννιούνται και πεθαίνουν άνθρωποι. Είναι καταδικασμένος όμως όσο δε θα δίνει χώρο έκφρασης στο πνεύμα του. Όσο θα κυνηγάει την ουρά του γύρω γύρω δίχως να παράγει τίποτα πνευματικό. Εγώ, είμαι ένα τίποτα μπρος σε όλους όσους ασχολούνται με το πνεύμα, η αξία μου είναι μηδαμινή. Αλλά υπάρχουν άνθρωποι που σπάζουν τα κεφάλια τους να βάλουν την κατάλληλη λέξη μετά από μια άλλη. Άνθρωποι των γραμμάτων που νιώθουν τόσο μόνοι, που η πνευματική τους μοναξιά είναι ένας γολγοθάς που δεν μπορούν να ανέβουν καν.
Γιατί να μη φέρουμε τον κόσμο, αυτόν τον περίεργο κόσμο, με τα τόσα ψυχολογικά του, λίγο πιο κοντά, να τον βοηθήσουμε υλικοτεχνικά λίγο, να πάρει μια ανάσα;
Γιατί να τρώνε τη ζωή τους οι άνθρωποι, δίχως να έχουν γκρεμίσει τον εαυτό τους για να τον ξαναχτίσουν, βλέποντας τηλεόραση όλη μέρα, σκρολάροντας μέσα στα αντικοινωνικά μέσα, πίνοντας γλυκά λες και είναι καφέδες, ψάχνοντας για αγάπη την ώρα που δεν ξέρουν οι ίδιοι να αγαπούν. Γιατί να μην υπάρχει μια εναλλακτική;
Αφήνω αυτή την ιδέα εδώ, και είμαι ανοιχτός προς συζήτηση, δημόσια ή προσωπική, σχετικά με όσα οραματίστηκα, κι όσα έμαθα ψάχνοντας. Δεν ξέρω αν θα γυρίσω ποτέ για να κάνω κάτι τέτοιο στην Ελλάδα. Το πολύ πολύ να προσπαθήσω να προσφέρω όλα αυτά μέσα από τον Φιλόκοσμο. Αλλά είδα ένα κενό στην αγορά, το οποίο καλύπτεται μόνο εν μέρει από διάφορους πολιτιστικούς φορείς που λειτουργούν ως ΜΚΟ, ή από άλλα άτομα τα οποία διδάσκουν, εκ των οποίων οι περισσότεροι στα μαύρα, μέσα στην ανασφάλεια του τυχοδιώκτη, λες και κάνουν κάτι κακό.
Αν μπορέσουν δυο, τρεις ή τέσσερις, δεν ξέρω πόσοι άνθρωποι να συνεννοηθούν και να στρώσουν ένα σχέδιο για τη δημιουργία ενός τέτοιου χώρου, πέρα από το καλό που θα έκαναν, τόσο για τους ίδιους, όσο και για την κοινωνία, θα με έκαναν τόσο μα τόσο ευτυχισμένο.
Αγαπώ τη λογοτεχνία γιατί αυτή είναι το καλύτερο μέσο ώστε να φανερώσει κανείς τη κοσμοθεωρία του, για να δείξει ό,τι έχει δει ο ίδιος στους άλλους. Η λογοτεχνία μας δίνει τη δυνατότητα να χτίσουμε κόσμους που ονειρευόμαστε, να μπούμε εκεί μέσα, και να ζήσουμε μια ζωή όπως θα την θέλαμε. Δεν το κρύβω πως εγώ παράλληλα με αυτή τη ζωή ζω κι άλλες ζωές μέσα σε ιστορίες που έχω στο κεφάλι μου. Ίσως κάποια στιγμή να καθίσω να τις απαθανατίσω. Προς το παρόν, τις χαίρομαι μόνο εγώ, όπως είμαι σίγουρος πως κάνουν πολλοί και πολλοί άλλοι, λογοτέχνες ή μη.
Η έκφραση, όπως έχω ξαναπεί, δεν είναι κάτι που πρέπει να κάνουν λίγοι, ένα μικρό ποσοστό που το κάνει καλά. Η έκφραση, είναι ανάγκη, ανάγκη όπως το φαγητό, όπως ο έρωτας.
Αν δε δίνετε στον εαυτό σας τον κατάλληλο χώρο και το κατάλληλο μέσο για να εκφραστεί, πιέζετε το είναι σας και μπορεί να καταλήγετε τέρατα για τον ίδιο σας τον εαυτό.
Η έκφραση αφορά την ψυχική υγεία, αν δεν έχεις χρήματα όπως εγώ για να πας σε έναν επαγγελματία, προσπάθησε τουλάχιστον να γράψεις.
Αν δε γράψεις, ζωγράφισε. Αν δε ζωγραφίσεις, χόρεψε. Αν δε χορέψεις, τραγούδα. Αν δε τραγουδήσεις, θα καταλήξεις ένας κρυφός τρελός. Εκφράσου και βγάλε την τρέλα σου προς τα έξω, μην αφήνεις μόνο τους άλλους να τη χαίρονται, πρέπει να τη χαρείς κι εσύ αυτή την τρέλα. Είναι η υγιής τρέλα.
Εκφράσου για να ανθίσει το λουλούδι σου, εκφράσου για να ομορφύνει ο κήπος της ζωής.