Ο χρόνος μάς κάνει πλάκα, θα έλεγα αν ο χρόνος ήταν υποκείμενο με συνείδηση. Δεν είναι όμως παρά η τέταρτη διάσταση του σύμπαντος όπως το αντιλαμβανόμαστε, κι ας αδυνατούμε να αποδεχθούμε την αλλαγή που εντός του συντελείται. Αυτή η αδυναμία μας, σε συνδυασμό με την τάση να δίνουμε ανθρώπινες ιδιότητες σε φυσικές δυνάμεις, ίσως δείχνει την ανωριμότητα της σκέψης μας, τουλάχιστον προς το παρόν.
Αύριο κλείνει το μπλογκ την πρώτη του χρονιά και μου δίνεται έτσι η ευκαιρία να γράψω λίγο αυτοκριτικά και πάλι.
Ήμουν στην Ιταλία πέρσι τέτοιο καιρό, και πειραματιζόμουν με τη δημιουργία ενός μπλογκ για τους φοιτητές του erasmus εκεί. Το διάστημα πριν πάω όμως στην Ιταλία, προσπαθούσα να φτιάξω ένα ανοιχτό και πολυσυμμετοχικό μπλογκ με το όνομα Στοχαστές στο οποίο θα έγραφαν κι άλλοι, όμως αν με χαρακτηρίζει κάτι, αυτό είναι η ανημπόρια μου να κάνω πράξη τις ευφάνταστες ιδέες μου. Κάπως είχα καταφέρει να αφήσω στην άκρη τη δημιουργία των Στοχαστών και μόνο όταν ξαναβρέθηκα στον περιβάλλοντα χώρο του WordPress, μου μπήκε η ιδέα για ένα προσωπικό, μινιμαλιστικό κι άμεσου χαρακτήρα μπλογκ. Έτσι προέκυψε η ιστοσελίδα αυτή, ως μια κίνηση να καλύψω την ανάγκη αυτοέκφρασης που με βασάνιζε.
Παλιότερα, είχα ένα ακόμη μπλογκ που λεγόταν ο Ρέμπελος. Στον Ρέμπελο όμως φόραγα ένα προσωπείο κι έγραφα βάσει αυτού ενώ η θεματολογία ήταν μεγαλύτερη από αυτή την οποία μπορούσα να υποστηρίξω. Έβγαλα το προσωπείο του Ρέμπελου και σταμάτησα να γράφω με απώτερο στόχο τη δημιουργική μου φαντασία να τη διοχετεύσω στη συγγραφή κανονικών βιβλίων, μυθιστορημάτων και δοκιμίων για την ακρίβεια, μα και πάλι, ίσως η τελειομανία μου, ίσως η βαρεμάρα μου, ίσως η ζωή και τα προβλήματά της, δε με άφησαν να πιαστώ με το γράψιμο ποτέ στα σοβαρά.
Για παραπάνω από έναν χρόνο, στο μεσοδιάστημα των μπλογκς, έπιανα το μυαλό μου να γράφει κείμενα και να δίνει τίτλους, μια στον ύπνο μια στον ξύπνιο. Ακόμη και οι Στοχαστές εκεί βασίζονταν ως ιδέα, στο να δημιουργηθεί ένας χώρος που θα γράφω τόσο εγώ όσο κι άλλοι λίγο πολύ παράξενοι τύποι και τύπισσες. Δεν ευδοκίμησαν όμως οι τίμιες προσπάθειές μου, κι ούτε και άτομα βρήκα με κοινή τρέλα, ο δρόμος προς την ατομική προσπάθεια, του προσωπικού βήματος ήταν στρωμένος ήδη κι ας μην τον έβλεπα.
Μ’αυτά και μ’αυτά, κάθισα μια εβδομάδα κι ασχολήθηκα, έψαξα όλα τα θέματα και όλες τις λειτουργίες που είχα στη διάθεσή μου, επένδυσα, ας πούμε, και λίγα χρήματα για domain και premium συνδρομή ώστε να δημιουργήσω αυτή την ιστοσελίδα, που αγαπώ πραγματικά και είμαι περήφανος γι’αυτήν.
Στην αρχή, είχα σχηματίσει κάποιες προσδοκίες, όπως πάντα άλλωστε. Είχα πει στον εαυτό πως θα κρατήσω τον αριθμό των λέξεων σε κάθε κείμενο όσο πιο χαμηλά γίνεται, κι ότι θα έγραφα μια ή δυο φορές την εβδομάδα, κυρίως στοχαστικά κείμενα πάνω σε κοινωνικά θέματα.
Τελικά, τίποτα από όλα αυτά δεν έγινε. Κατάλαβα ότι αδυνατώ να γράψω κάτω των χιλίων λέξεων κείμενα, για τον απλούστατο λόγο πως μου παίρνει λίγη ώρα μέχρι να μπω στο mode αυτό που τροφοδοτεί με σκέψεις τα κείμενα αυτά. Κάθε φορά στην αρχή είμαι μουδιασμένος, τα δάχτυλα δε χτυπούν τα κουμπιά τόσο δυνατά και τόσο συχνά, σκέφτομαι λίγο πριν γράψω κάτι, ξαναδιαβάζω όσα έγραψα και προσπαθώ να καταλάβω που θα με πάει το γράψιμο. Αργότερα μόνο, μετά από λίγη ώρα, έχω αφεθεί να εκφραστώ όπως πραγματικά θέλω κι έχω ανάγκη, να βγάλω από μέσα μου λίγο πολύ ότι με βασανίζει, γιατί ναι, τα κείμενά μου τα ωθεί η ανάγκη να μοιραστώ το βάσανο της σκέψης, όχι απλά για να επικοινωνήσω κάτι με κάποιον. Κατά τη διάρκεια του γραψίματος νιώθω σαν να κάνω έρωτα με τις λέξεις, τις χαϊδεύω, τις τραβάω, μπαίνω μέσα τους, τις φιλάω, κολυμπώ σα δελφίνι στο βυθό τους, φτάνω στην κορύφωση κι ύστερα σαστίζω, μένω έτσι άπνοος να αναρωτιέμαι τί σκατά συνέβη και πάλι. Στο τέλος προσπαθώ όπως όπως να συνδέσω την άγαρμπη αρχή με το κύριο μέρος του ερωτικού μου κειμένου και να φτάσω σε μια κατακλείδα κι ένα συμπέρασμα που ποτέ δεν είναι ακριβώς τελικά, μα η τελεία μπαίνει μόνο και μόνο γιατί δεν ξέρω πως να βάζω άνω τελεία. Βέβαια, έτσι είναι και η ζωή, δεν έχει αρχή, ούτε και τέλος, κι αν θέλουμε να γράφουμε κείμενα με ζωντάνια, οφείλουμε να τα φτιάχνουμε σα βαρκούλες χάρτινες που θα ταξιδέψουν στο ποταμάκι της ζωής. Αφού βγει από μέσα μου αυτή η ψιθυριστή κραυγή, κάθομαι και τη διαβάζω μια φορά για να διορθώσω τα μικρολαθάκια στην έκφραση και στη σύνταξη, ό,τι προλάβω στα μπαμ γιατί δεν κρατιέμαι, είναι η έξαψη από τη χαρά της δημιουργίας που με σπρώχνει στο Publish Button. Δεν είναι τυχαίο που μετά από κάθε κείμενο, ξαπλώνω κι απλά κοιτάζω το ταβάνι κι αφήνομαι να χαρώ την αίσθηση γαλήνης ως σωστός εραστής.
Για να γράψω κείμενο χιλίων λέξεων, πάει να πει ότι κάποιος με πήρε τηλέφωνο και μου χάλασε τον ειρμό της σκέψης, ή κάποιος μπήκε στο δωμάτιο και πάει ο πολυπόθητος οίστρος.
Ένα άλλο που είναι ανησυχητικό και με κάνει να απορώ είναι ότι πριν από κάθε κείμενο, πριν να αρχίσω να γράφω – ή σωστότερα να πληκτρολογώ, χρειάζομαι χρόνο για να σκεφτώ και προσπάθεια για να με πείσω ώστε να κάτσω μπρος στον υπολογιστή. Κι ενώ ξέρω ότι στο τέλος η ευχαρίστηση που έρχεται είναι άμεση και δυνατή, εγώ στην αρχή νιώθω σαν να πρόκειται για μια πολύ πολύ επίπονη διαδικασία. Για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω ιδέα γιατί νιώθω έτσι. Τις περισσότερες φορές, δε φτάνω ούτε στο ελάχιστο κοντά στο να εκφράσω όσα προηγουμένως σκεφτόμουν. Δυστυχώς, οι σκέψεις δεν αγκυροβολούν εύκολα, και το σημειωματάριο που κρατώ πάντα κοντά μου δεν επαρκεί. Ο νους βλέπω πως έχει μια τάση να είναι ατίθασος κι αδέσμευτος ενώ δεν τον νοιάζει πραγματικά για τίποτα παρά μόνο να χορεύει κάνοντας πιρουέτες. Στον άγριο τόπο μέσα μου, είμαι ένα ζώο πολύ μακριά από κάθε ευγένεια και συμβιβασμό της καθημερινής αλληλεπίδρασης. Εξετάζω τον εαυτό μου, τον παρατηρώ, τον έχω κάνει λίγο πειραματόζωο. Πιστεύω ότι μόνο έτσι μπορούμε να μάθουμε στην πράξη, χτίζοντας δηλαδή μια θεωρία από εμάς για εμάς κι εφαρμόζοντάς την στην πραγματικότητα που βιώνουμε ώστε να δούμε αν ισχύουν αυτά που σκεφτόμαστε, τα συμπεράσματα που καταλήξαμε, ή αν θα ήταν καλύτερα να αφήναμε στην άκρη τον διαλογισμό και τις σκέψεις και να το ρίχναμε στα τσιφτετέλια. Ίσως εκεί ξεχωρίζει ο διανοητικός άνθρωπος από τον άνθρωπο των αισθήσεων, αν μπορεί να γίνει ένας τέτοιος διαχωρισμός.
Είχα και κάποιες προσδοκίες, ίσως μέσα μου βαθιά να ευελπιστούσα για μια κάποια αναγνώριση, που εννοείται πως δεν ήρθε, μα και γιατί να’ρθει, αλλά και πως δεν αξίζει εν τέλει να’ρθει. Οι προσδοκίες πέσαν έξω, και πολύ καλά έκαναν. Είναι πολύ πιο εύκολο κι ευχάριστο, ανακουφιστικό ίσως, να γράφεις ως ασημαντότητα, παρά ως πένα που επηρεάζει συνειδήσεις. Η βαρύτητα των λέξεων υπάρχει, αλλά η αναγνωρισιμότητα του στόματος που τις εκφέρει επηρεάζει ως ένα βαθμό τον συντελεστή που βρίσκεται μπρος τους. Οι συντελεστές των λέξεών μου κυμαίνονται από το ατόφιο μηδέν ως το 0,000000001. Δεν βάζω περισσότερα μηδενικά για να μη σπαταλώ τα bits και bytes. Μέχρι τώρα, διαβάζω ανθρώπους που διαβάζονται κι από άλλους, μυαλά γνωστά που επηρεάζουν άλλα μυαλά, τα δικά μας. Το να εκφράσεις το είναι σου όμως, την κοσμοθεωρία που χτίζεις επί μια ζωή και μοιράζεσαι μέσω των μυθιστορημάτων, το να βάλεις τέχνη για να κάνεις τέχνη, δεν είναι εύκολη υπόθεση και δεν είναι για όλους. Αρχικά, θα πρέπει ο γράφων ή η γράφουσα, ας πούμε, να το έχει, να μπορεί να μιλήσει με τρόπο τέτοιο που να συνδέει όχι απλά τον εγκέφαλό του με τον εγκέφαλο του αναγνώστη, αλλά και την καρδιά του με την καρδιά του άλλου. Απαιτείται ταλέντο για μεγαλύτερη συνδεσιμότητα και πολλή δουλειά ώστε να κατακτηθούν τρόποι και τεχνικές. Ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν έχω τίποτα από τα δυο, ούτε ταλέντο, το οποίο μπορεί να το κρίνει κάποιος του χώρου, ούτε και υπομονή κι εργατικότητα. Είμαι ένας περιθωριακός που πειραματίζεται κυρίως για να καλύψει μια ανάγκη, την κύρια ανάγκη αυτοέκφρασης. Κάθε μου κείμενο λέει, έι, είμαι εδώ και υπάρχω!
Ας κάνουν τέχνη όσοι το μπορούν. Εμένα θα μου πάρει παραπάνω από μια ζωή ώστε να με πείσω να καθίσω και να δουλέψω τις ιδέες μου. Ναι, έχω ιδέες, έχω σχηματίσει ήδη κόσμους μέσα μου. Οι ήρωες δημιουργήθηκαν, αλλάζουν κι ωριμάζουν μαζί μου. Έχω δώσει ονόματα, έχω σκεφτεί πλοκές, τα έχω εμφυσήσει με τις εμπειρίες και τις φαντασιώσεις μου, τα θολά μου μυθιστορήματα που μου κάνουν παρέα τις δύσκολες νύχτες και τις κούφιες ώρες. Το έχω ξαναπεί, άλλοι κάνουν λογοτεχνία, εγώ όμως νιώθω ότι ζω λογοτεχνικά. Υπάρχει κάπου στο κεφάλι μου μια κάμερα που παίρνει λήψεις από κρυφές οπτικές που ακόμη κι εγώ αδυνατώ να συλλάβω.
Βλέπω στους άλλους πως με βλέπουν, σαν τρελό, περιθωριακό. Αδυνατούν να καταλάβουν τη σκέψη μου κι εγώ από μεριάς μου αδυνατώ να επικοινωνήσω όπως πρέπει. Ο γραπτός μου λόγος διαφέρει τόσο από τον προφορικό που αποτελεί παράδοξο. Παλιότερα, προσπαθούσα ακόμη να γίνω κατανοητός, μα τώρα πλέον έχω ψιλοπαραιτηθεί, ποιον να πείσω και για τί; Το γράψιμο είναι η συντροφιά του εαυτού στον εαυτό, είναι το λουλούδι της μοναχικότητας, είναι για λίγους μα είναι όμορφο. Δεν το συνειδητοποιούμε, αλλά ο Λόγος που εκφράζεται μέσα από το κάθε ιστορικό πρόσωπο, είναι λίγο πολύ το ίδιο πράγμα, ας φοράει μια το προσωπείο του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη, ας παίρνει τη μορφή θρησκευτικών προσώπων, ή λογοτεχνικών γιγάντων, δεν είναι όμως παρά το ίδιο πράγμα. Σημασία δεν έχει ποιος ή ποια είπε κάτι, αλλά τί είναι αυτό το κάτι και γιατί αξίζει να ζήσει μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Όλη η φιλοσοφία καθίσταται έτσι το απαύγασμα της σκέψης ενός όντος που λέγεται προς στιγμήν άνθρωπος και μόνο μέσα από τη λογοτεχνία καταφέρνουν οι ιδέες να μας σαγηνέψουν σε βαθμό που τις αναμεταδίδουμε. Κάποιοι είχαν βάλει πιο ψηλά τον κόσμο των ιδεών και δημιούργησαν μια θηλιά που αξιοποίησαν κάποιοι ταγοί, το θέμα είναι όμως πως η ζωή η ίδια είναι μια ενέργεια που όταν συμπυκνώνεται μας δίνει την ύλη, στην οποία βασίζεται για να να αναπτύξει τον Λόγο της. Ο ίδιος ο Λόγος, είναι η πιο καθαρή μορφή ενέργειας και οι βαθύτερες σκέψεις του είναι ο εκλεπτυσμένος εαυτός του.
Όταν γράφω, δεν είμαι εγώ που γράφω, αλλά η ζωή η ίδια. Διαβάζω που και που αυτά που κατάφερε να ξεστομίσει το ζώο μέσα μου, παθών το ίδιο που κατάφερε να βάλει σε σειρά, πότε σωστή πότε όχι, τις λέξεις για να εκφραστεί. Μια στο τόσο λέω κάτι που εντυπωσιάζει ακόμη κι εμένα που το έγραψα. Αυτές τις στιγμές επιδιώκω μέσω του γραψίματος. Να φτάσω βαθύτερα στην κατανόηση και να βρεθώ προ εκπλήξεως σε μια αφηρημένη κατάσταση του ξένου. Ξένος για τον ίδιο μου τον εαυτό. Όχι όμως ένας ξένος που δε θα μάθω και δε θα καταλάβω ποτέ.
Περπατώ τις μέρες μου ψιψινίζοντας τα γατιά στο δρόμο και τους κλέβω ματιές ενώ τους χαρίζω παράλληλα κρυφά χαμόγελα. Κάθε βράδυ που πέφτω για ύπνο αποχαιρετώ τον εαυτό μου γιατί ξέρω πως κάτι μέσα μου θα χαθεί, θα πάει να κρυφτεί τόσο βαθιά που δε θα μπορέσω να ανακαλέσω. Την επόμενη το πρωί, με καλωσορίζω στη ζωή εκ νέου, πιάνω την ταμπελίτσα με το όνομά μου από δίπλα και τη φορώ στο λαιμό ξανά. Αναγεννιέμαι έτσι, όχι καλύτερος ή χειρότερος, δυνατότερος ή πιο αδύναμος, ίσως κι αυτά πότε πότε, αλλά ξαναβρίσκω τον εαυτό που είχα χάσει. Η γεύση που προκύπτει από τον μικρό θάνατο αφήνει μια πικράδα στο νου μα πριν προλάβει ο νους να την γευτεί, έρχεται η ζωή και τον χτυπάει στα μούτρα λέγοντάς του καλημέρα. Νομίζω πλέον ότι δεν είμαι ο εαυτός μου αλλά κάτι μεγαλύτερο και βαθύτερο, κάτι που δεν έχει ακριβώς όνομα, κάτι που διαισθανόμαστε μα δεν ξεστομίζουμε.
Το γράψιμο, με βοηθά να βγάλω στην επιφάνεια όλα αυτά, τις σκέψεις, τις αισθήσεις, τις φαντασιώσεις, τις επιθυμίες, να τα δω σε μια λογική σειρά, με μια αλληλουχία τέτοια που να καθίστανται δυνατά προς ερμηνεία.
Πως να γράψω χίλιες λέξεις μόνο, και γιατί να μπει στον κόπο να βουτήξει κάποιος μαζί μου, να με ακολουθήσει στα βάθη μου; Νιώθω πως δεν έχω κάτι να προσφέρω παρά μόνο μια βόλτα με ένα τρενάκι που πάει μια εδώ, μια εκεί, μια πάνω, μια κάτω, μπαίνει σε σπηλιές με τέρατα, βγαίνει και ηρεμεί για λίγο πριν ξαναβουτήξει κάνοντας έναν κύκλο γύρω από τον εαυτό του. Αυτά που γράφω είναι από εμένα για εμένα. Για την ακρίβεια, όχι απλά για εμένα, αλλά κάτι που είναι παραπέρα κι από το εμένα. Δεν ξέρω τί είναι αυτό, και δεν τολμώ να το δω στα μάτια.
Η δύναμη του ανθρώπου δε φαίνεται στο σώμα ή στη μνήμη ή και τη φαντασία. Η δύναμή του προκύπτει από το πόσο βαθιά μπορεί να βουτήξει, με μια μόνο ανάσα, και να ρισκάρει με το χτυποκάρδι του να χαθεί μια για πάντα στην άβυσσο εντός του, ή να ρίξει κλεφτές ματιές στο σκοτάδι του και να αναδυθεί στην επιφάνεια και πάλι. Πάντα με μια μουδιασμένη αίσθηση απορίας για το τί είδε.
Το καλύτερο με το γράψιμο εδώ στο μπλογκ, το οποίο το χρησιμοποιώ ως ανοιχτό τετράδιο με τον κόσμο, είναι ότι μου δίνει τη δυνατότητα να πιέσω τον εαυτό μου για το κάτι παραπάνω. Τα γραπτά στα ημερολόγια είναι ακαταλαβίστικα κι ανούσια που μιλούν κυρίως για πόνο, ή καλύτερα για ενόχληση. Μα τα γραπτά εδώ με φέρνουν στην αμήχανη θέση να κριθώ από τον κόσμο, στην περίπτωση που κάποιος ασχολείται μαζί μου, και με κάνουν να ξεπεράσω τη βαρεμάρα μου, και να πειθαρχηθώ έστω και για λίγο, παράγοντας κάτι που θα μείνει ίσως και μετά το θάνατό μου. Κάθε κείμενο, είμαι και δεν είμαι εγώ, είναι παιδί μου μα είναι κι ένα στιγμιότυπο της φτωχής μου διάνοιας.
Στην ψυχολόγο που πήγαινα είχα σχηματίσει την άποψη πως για να φτάσω τόσο βαθιά θα έπρεπε να πληρώσω ένα σπίτι και να περιμένω κάτι χρόνια, δεν έχω τίποτα από τα δυο για να δώσω. Μόνος, παρόλο που δεν έχω οδηγό και περπατώ λίγο στα τυφλά, βουτάω πολύ βαθύτερα κι εξασκώ την ανάσα μου. Τώρα, αν μια μέρα χάσω τον εαυτό μου, ίσως και να μην έχω χάσει κάτι σημαντικό, τόσο όσο νομίζουν οι περισσότεροι, γιατί δε θα χάσω παρά μια θολή εικόνα, ένα νήμα που με κρατάει εδώ, στην ύπαρξη. Το σημαντικό για εμένα είναι πως προέκυψα, άνοιξα τα μάτια να δω, είδα όσο καθαρότερα και μακρύτερα μπορούσα, κατάλαβα ό,τι μπόρεσα να καταλάβω, άφησα και κάτι πριν σβήσω, κι απλά την έκανα. Για την ακρίβεια, δε θα την κάνω, απλά θα πάψει ο εαυτός να υπάρχει, η συνείδηση θα χαθεί, μα ο λόγος, ίσως με τέτοια κείμενα επιβιώσει, ίσως να αξιοποιήσει τον εαυτό του μέσω μιας άλλης συνείδησης, όπως κάνει εδώ και αιώνες με τα βιβλία, τα οποία είναι το όχημά του για να συνεχίσει να υπάρχει.
Τα κείμενά μου, είναι τούβλα. Τα χρησιμοποιώ για να χτίσω κάτι. Αυτό το κάτι, δεν είναι ένας πυργίσκος, δεν είναι ένας νέος κόσμος, αλλά μάλλον μια σκάλα που πάει όλο και ψηλότερα. Όποιος θέλει μπορεί να ανέβει τη σκαλίτσα μου μια στο τόσο και να δει τον κόσμο όπως τον βλέπω εγώ. Η μοιρασιά της οπτικής αυτής, μας φέρνει για λίγο κοντά, κι αν κι είμαστε ξένοι ο ένας προς τον άλλο, μας κάνει παρόλα αυτά να νιώσουμε ταυτόσημοι, που ποιος ξέρει, ίσως και να είμαστε.
Διαβάζοντάς με, αναγνωρίζω νοητικά μοτίβα που εμφανίζονται κάθε τόσο και σκέφτομαι πως γράφοντας όλο και περισσότερο τα ενδυναμώνω. Δεν είναι παρά δρομάκια που παίρνει η σκέψη μέσα μου, εγκεφαλικά μονοπάτια στους νευρώνες. Όσο γράφω κι όσο μοιράζομαι, αυτά τα δρομάκια θα τείνουν να γίνονται όλο μεγαλύτερα, όλο και καθαρότερα. Ίσως μια μέρα γίνουν και λεωφόροι. Μακάρι να βρω την όρεξη κάποτε να εμπλουτίσω το λεξιλόγιό μου, να επιθυμήσω να εντρυφήσω πιο πολύ στο γράψιμο και τις τεχνικές του, να κατανοήσω ακόμη περισσότερο τί σκατά κάνω με αυτή την ενεργητική προσευχή των λέξεων.
Μια κάποια πειθαρχία πάντως, για αργόσχολος κι ονειροπόλος, την έχω. Κατάφερα να γράψω μερικά κείμενα τον χρόνο αυτό. Ελπίζω να δείξω καλή πίστη, δημιουργώντας ακόμη περισσότερα δυσνόητα και χαοτικά κείμενα σαν κι αυτό, αφού μόνο έτσι μπορώ να γράψω. Αξίζει κι ένα μπράβο στον εαυτό μας μια φορά στο τόσο γιατί η ματωμένη πλάτη δε θα’χε νόημα την τιμωρία της διαφορετικά.
Το γράψιμο είναι κάτι παραπάνω από αυτό που θεωρούμε πως είναι, δεν είναι απλά ρεαλισμός και πραγμάτωση της σκέψης, είναι κι ανεξήγητη μαγεία που προωθεί τη ζωή πέρα από την απλή ύπαρξη. Το γράψιμο συμβάλλει στη συνειδητοποίηση της θέωσης του κόσμου.