Στο κρεβάτι Κυριακή πρωί ακούω για μια ώρα τους στίχους:
Πόσες φορές,
έχω καεί από τις ίδιες φωτιές,
έχω στην πλάτη μου εκατό μαχαιριές,
μα το παλεύω η ζωή είναι στιγμές.
Σα σταγόνες πέφτουν μέσα στον κουβά που’χω για κεφάλι, πλιτς πλιτς, κι εγώ χάνομαι, βυθίζομαι στις σκέψεις.
Σιγά σιγά πάω να κλείσω χρόνο εδώ στο μπλογκ, στο προσωπικό αυτό ιστολόγιο, στον καμβά μου που γεμίζει αργά και σταθερά με φωτογραφίες του χάους που με χαρακτηρίζει. Ίσως έπρεπε να το’χω γράψει νωρίτερα το κείμενο αυτό, αλλά ποτέ δεν είναι αργά όταν χτίζεις τον εαυτό σου.
Είμαι ένας άνθρωπος σαν όλους τους άλλους. Σάρκα και οστά, εγκέφαλος και συνείδηση, σώμα και πνεύμα. Νιώθω τόσο έντονα τη διαφορετικότητά μου, την ατομικότητά μου, τη φωτίτσα που σιγοκαίει μέσα μου, το εγώ μου. Είμαι σίγουρος ότι λίγο πολύ έτσι νιώθουν και όλοι οι άλλοι γύρω μου. Όλοι έχουμε τις σωματικές μας λειτουργίες κι ανάγκες, τις σκέψεις και τις φαντασιώσεις μας, τους εφιάλτες και τα όνειρά μας. Όλοι έχουν σκοπό και στόχους, συνειδητοί είναι αυτοί ή όχι, είναι αυτοί που μας δίνουν κατεύθυνση στη ζωή, που μας κάνουν να προσέχουμε τον εαυτό μας, να σηκωνόμαστε τα πρωινά από το κρεβάτι, να κάνουμε όλα όσα μέσα στη μέρα μας οφείλουμε να πράξουμε.
Ο άνθρωπος είναι ένα ζώο που εξημερώνεται από τον ίδιο του τον εαυτό μέσω της κοινωνικής εκπαίδευσης. Μιμητικά ως όντα, γεννιόμαστε και μαθαίνουμε σταδιακά πώς είναι ο άνθρωπος και πώς γίνεσαι τέτοιος. Είμαστε κοινωνικά κατασκευάσματα και διαπνεόμαστε από λογιών λογιών ένστικτα κι αξίες. Κι ενώ στην αρχή δεν είμαστε παρά μια λευκή σελίδα με έναν κώδικα γραμμένο με άσπρα γράμματα, καταφέρνουμε στο τέλος της ζωής μας να μαυρίσουμε τη σελίδα αυτή με μουντζούρες επί μουντζουρών.
Έχω ένα μυαλό μηρυκαστικό με τρία στομάχια. Το ταΐζω συνέχεια με τροφές, λόγια πότε μεγάλα πότε μικρά, σκέψεις από εδώ κι εκεί, ερεθίσματα που δεν προλαβαίνω να μασίσω παρά μόνο καταπίνω. Και σαν καλός ταύρος, αράζω όποτε βρω ευκαιρία για να αφήσω τα στομάχια να κάνουν τη δουλειά τους, να βγάλουν τη τροφή προς τα έξω, να την ξαναμασίσω, να την κάνω τράμπα από το’να στομάχι στο άλλο. Αλλά ξέρω πως μια ζωή το παρακάνω με τις σκέψεις, με την τροφή του νου, και γνωρίζω επίσης πως αν έτρωγα τόσο συχνά και σε μεγάλες ποσότητες τροφές του σώματος, τότε σίγουρα θα ήμουν υπέρβαρος. Ε λοιπόν, αυτό είναι, αυτό μου συμβαίνει, είμαι υπέρβαρος στον νου, έχω ένα χοντρό μυαλό που το ταΐζω ασταμάτητα, τόσο που δεν προλαβαίνει να ξαναδεί τί του βάζω μέσα κι απλά το καταχωνιάζει όπου βρει. Είμαι ένα χοντρό μυαλό σε αδύνατο σώμα.
Με το ζόρι προσπαθώ να βγάλω άκρη με όλα αυτά που έχω μέσα μου. Είναι τόσο δύσκολο να καταλάβουμε τον κόσμο, όχι γιατί αυτός είναι αδύνατον να προσεγγιστεί, αλλά γιατί μοιάζει ακατόρθωτο να μάθουμε τον εαυτό μας, να μάθει ο καθένας το άτομό του. Η αυτογνωσία είναι η μεγαλύτερη δοκιμασία και λίγοι φτάνουν σε σημείο που μπορούν να την επικαλεστούν. Χωρίς αυτογνωσία όμως, δεν γίνεται να μάθουμε τον άνθρωπο και κατ’επέκταση τους άλλους κι άρα κόσμο. Αν υπάρχει μια δυσκολία αυτή έγκειται σε αυτή μας την αδυναμία.
Από τα λίγα που έχω μάθει κοιτάζοντας μέσα μου μπορώ να πω ότι η δυσκολία μας για ανεξαρτησία και ελευθερία είναι αυτή που μας πληγώνει περισσότερο. Χωρίς ανεξαρτησία και ελευθερία δεν υφίσταται βάση για να υπάρξει ζωή κι αυτή με τη σειρά της να ευδοκιμήσει. Και η ανεξαρτησία απαιτεί δύναμη. Για να απελευθερωθούμε, μέχρι το σημείο που μπορούμε, οφείλουμε να δυναμώσουμε και να πειθαρχήσουμε τον εαυτό μας. Η ελευθερία σήμερα πληρώνεται πολύ ακριβά, σε όρους ζωής, και δυστυχώς λίγοι είναι αυτοί που μπορούν να την αξιοποιήσουν. Οι περισσότεροι δεν μπορούν να σκεφτούν έξω από το κουτί, ζούνε μέσα σε στεγανά κι αφήνονται εκεί μέχρι να χαθούν. Κι αυτό είναι το παράδοξο που μας χαρακτηρίζει. Ενώ έχουμε την τάση προς την ελευθερία, ενώ επιδιώκουμε μια κάποια δύναμη, μόλις πετύχουμε έστω και λίγη από αυτή, νιώθουμε κενοί και βαριόμαστε κι αυτή είναι η μεγαλύτερή μας ύβρις.
Το σώμα και το πνεύμα μας είναι ένας ιερός ναός. Ο κάθε ένας και η κάθε μια από εμάς είναι ένα μικρό ή μεγαλύτερο εκκλησάκι. Κι ενώ έχουμε ανάγκη την ιερότητα μέσα μας, τις λίγες φορές που μπαίνουμε στον ναό μας, δε βγάζουμε καν τα παπούτσια. Περιδιαβαίνουμε εντός μας χωρίς να ξέρουμε που καλά καλά βρισκόμαστε κι αντί για σεβασμό δείχνουμε αφέλεια.
Αυτός είναι ο άνθρωπος σήμερα, ένα κοινωνικό κατασκεύασμα με μια ιερότητα μέσα του που δεν μπορεί να καθαγιαστεί λόγω της άγνοιάς του. Υπάρχουμε καταστροφικά αντί να ζούμε δημιουργικά, όχι απλά γιατί καταστρέφουμε τον κόσμο μας έμμεσα, αλλά κυρίως γιατί αυτοκαταστρεφόμαστε άμεσα. Ο άνθρωπος είναι ένα σύστημα γεμάτο προβλήματα και η αυτοσυνείδησή του μπορεί είτε να τον ρίξει στα τάρταρα είτε να τον εξυψώσει στα ουράνια.
Για όλα αυτά, αντικρίζω τον εαυτό μου ως Άνθρωπο υπό κατασκευήν, με άλφα κεφαλαίο, γιατί η ευθύνη απέναντι στο άτομό μου με ωθεί στο να με πάρω στα σοβαρά, στα πολύ σοβαρά. Κι αν η ζωή δεν μοιάζει παρά με πλάκα, το να την πάρεις στα σοβαρά γνωρίζοντας ότι ό,τι κι αν χτίσεις θα πατάει πάνω στην άμμο της, είναι σαν να την ειρωνεύεσαι μπρος στα μούτρα της. Ειρωνεία στο τετράγωνο που κάνει όλα μας τα συναισθήματα να βαραίνουν.
Είχα διαβάσει έναν τύπο που λεγόταν Νίτσε ένα καλοκαίρι και αυτό που μου κέντρισε περισσότερο το νου τότε ήταν το ερώτημα: είναι τρελός ή ιδιοφυής ο άνθρωπος αυτός; Μου άρεσε ο Ζαρατούστρα του που είχε την επιθυμία να γκρεμίσει και να ξαναχτίσει τον κόσμο κάνοντας το ίδιο πρώτα στον άνθρωπο. Μα στα λόγια του Ζαρατούστρα εγώ έβλεπα τον Νίτσε, και ούτε καν τον ίδιο παρά μονάχα το παιδί που αυτός ήταν άλλοτε, έβλεπα ένα συναισθηματικό ον που έκανε χρήση του λόγου ώστε να χτυπήσει όλα όσα το πλήγωσαν φτάνοντας σε σημείο να το καταστρέψουν, γιατί ναι, ο Νίτσε δεν ήταν παρά ένας κατεστραμμένος άνθρωπος. Είχε την ωριμότητα να δει μέσα στην ιστορία του ανθρώπου, να δει τα πως και τα γιατί μας, μα δεν κατάφερε να φέρει εις πέρας τη μεγαλύτερη αποστολή που τυχαίνει σε όλους μας, το να σταθεί άξιος ώστε να ορίσει την μοίρα του. Με άλλα λόγια, στον αγώνα για πνευματική ανεξαρτησία έφτασε σε σημείο να τρελαθεί και να αυτοκαταστραφεί σε απόλυτο βαθμό. Η ελευθερία τον έφαγε.
Η περίπτωση του Νίτσε μας δείχνει ότι, ενώ έχουμε την τάση για δύναμη, λόγω της ανεξαρτησίας που επιδιώκουμε, είμαστε παρόλα αυτά έρμαια της άγνοιας. Έχουμε ανάγκη την άγνοια και το ψέμα γιατί το καλούπι μας δεν επαρκεί ώστε να φτάσει σε βαθύτερες αλήθειες. Ο Νίτσε τέντωσε το πνεύμα του και το σφυρηλάτησε με την αλήθεια, μα έφτασε στα όρια και δε σταμάτησε, το έσπασε εν τέλει κι έπειτα απλά ακολούθησε και το σώμα. Ο Νίτσε μου μοιάζει με ιδιοφυή που έχασε την μπάλα κοιτάζοντας περισσότερο απ’ότι έπρεπε την άβυσσο μέσα του. Το παράδειγμά του πάντως μας λέει ότι ο άνθρωπος είναι τόσο δυνατός όσο και η αλήθεια στην οποία μπορεί να φτάσει αλλά κι αντιστρόφως. Με άλλα λόγια, η άγνοια και το ψέμα που μας χαρακτηρίζει προκύπτει λόγω της αδυναμίας μας, ενώ και η ίδια η αδυναμία προκύπτει λόγω άγνοιας. Είναι ένας φαύλος κύκλος που σπάνια γίνεται ενάρετος. Λίγοι είναι αυτοί που έχουν το θάρρος να δουν μέσα τους, να κατανοήσουν, να δυναμώσουν και να ανεξαρτητοποιηθούν. Η πνευματική ελευθερία δυστυχώς απαιτεί πολλά, και δεν είναι σίγουρο ότι τα οφέλη της μπορούν να τα αξιοποιήσουν όλοι οι άνθρωποι.
Ο Νίτσε μας έδωσε και τον Υπεράνθρωπο κι οφείλω να πω ότι ο Άνθρωπος ως ιδέα από εκεί προκύπτει. Αλλά για εμένα το τόξο και το βέλος δεν είμαστε παρά εμείς οι ίδιοι. Εμείς είμαστε το ξύλο του, εμείς η χορδή του, εμείς και το βέλος. Αυτολαξευόμαστε κάθε τόσο και φτάνουμε όλο και μακρύτερα. Όχι, δεν είμαστε γέφυρες απλά, είμαστε και οι άνθρωποι που τις περπατούν. Ο Υπεράνθρωπος δεν μου έφτανε, ήταν πολύ μακριά μου, κι εγώ έχω χρόνο μόνο για σήμερα, για το κάθε μου σήμερα. Αφού όμως γεννιέμαι, μεγαλώνω, ωριμάζω και πεθαίνω, γιατί να με δω ως ένα ον; Κι αν με δω ως ένα ον, τότε αυτό το ον, γιατί να είναι μονοδιάστατο; Ο χρόνος δεν είναι έξω από εμάς αλλά μέσα μας, ζω σημαίνει και αλλάζω. Κι αφού αλλάζω, γιατί να μην έχω συνείδηση της αλλαγής μου, γιατί να μη δώσω την κατεύθυνση; Ο Άνθρωπος δεν είναι παρά ένα προσωπικό ιδανικό, ένα παράδειγμα ανθρώπου που θα ήθελα να γίνω, είναι ο στόχος μου, για την ακρίβεια ο ουτοπικός μου στόχος που με τραβάει μπρος. Ξέρω πως ποτέ δε θα γίνω Άνθρωπος με άλφα κεφαλαίο αλλά θα παραμένω μια ζωή άνθρωπος με άλφα μικρό, όπως όλοι γύρω μου, μα τουλάχιστον επιλέγω εγώ το τί άνθρωπος θα’μαι. Στην ιδέα αυτή εσωκλείονται όλες οι αξίες, τα ιδανικά και η κοσμοθεωρία που χτίζω χρόνια τώρα. Κι αλλάζει το ιδανικό αυτό, κάθε τόσο αλλάζει, κάνει updates, μια μεγάλα μια μικρά, ανάλογα με το σημείο που έχω φτάσει.
Είμαστε ήδη οι Υπεράνθρωποι, μπορούμε κατά βούληση να αλλάζουμε αξίες και ιδανικά, όλα αυτά άλλωστε δεν είναι παρά πουκάμισα που φορούμε για να μην κρυώνουμε, γιατί είμαστε ζώα και είμαστε γυμνοί, πολύ πέρα από το καλό και το κακό όπως μας έμαθε ο φίλος Φρίντριχ, μα δεν αντέχουμε τη γύμνια μας κι ίσως αυτό είναι καλό. Για αρχή, ας το παραδεχθούμε απλά ώστε να πάμε παρακάτω, δεν υπάρχει ηθική που να πατάει σε ασφαλές έδαφος, ακόμη κι αν μιλήσουμε για τη βιοηθική, αλλά δε γίνεται και η ζωή να αναπτυχθεί χωρίς κανόνες που να προκύπτουν από τα ηθικά συστήματα που δημιουργούμε. Κι αφού είναι να βάλουμε ένα πουκάμισο, ας το φτιάξουμε από κύτταρα ζωής ανεπτυγμένα ήδη, ας μοιάζει με το σύμπαν μας κι ας το ονομάσουμε κοσμοηθική, μια ηθική που θα μπορούσε να συμφιλιώνει τη ζωή σε όλο της το φάσμα, σε ολάκερο τον κόσμο.
Δεν ξέρω ποια η ερώτηση αλλά η απάντηση είναι η ζωή. Όλος αυτός ο τρόπος σκέψης προσδιορίζεται από την ανάγκη για ζωή.
Το όνειρό μου είναι να πεθάνω ζώντας κι όχι να ζω πεθαίνοντας μα μέχρι τώρα νιώθω να φυτοζωώ. Ήρθε η ώρα για αλλαγές, αλλαγές σε βάθος και πάλι.
Τόσες φορές,
έχω πνιγεί σε κύματα και βυθούς,
έχω ξοδέψει δάκρυα ωκεανούς,
έχασα τόσα απ’όσα έπλαθε ο νους.
Ευχαριστώ τους αδερφούς μου που μου δίνουν στίχους για να’χω να εκφράζομαι και μουσικές που μου μαθαίνουν πως να αισθάνομαι. Κι εγώ ανταποδίδω με σκέψεις που δε θα διαβάσει σχεδόν κανείς, μα δεν πειράζει καθώς το κάτι είναι τα πάντα μπρος στο τίποτα.