Νεολαίοι που διψούν για αίμα, μέσα που κατασπαράζουν ψυχές και κουφάρια, πολιτικό σύστημα που κροκοδειλιάζει και μια κοινωνία ολόκληρη παραδομένη στις αντιφάσεις της.
Πώς, τί και γιατί.
Μια ακόμη δολοφονία, κορυφή μόνο στην οροσειρά της παράνοιας, ένα σπυρί που’σκασε όπως έγινε και θα γίνει και με τόσα άλλα. Τα λόγια που ακούστηκαν από πολλούς δεν ήταν παρά μόνο ευχές, ευχές που αλωνίζουν για λίγο στον αέρα, και πριν προλάβεις να πεις κύμινο, έχουν κιόλας χαθεί στη λήθη. Πολιτικοί και προσωπικότητες μας βρέχουν με τα κροκοδείλια δάκρυά τους, μα στεγνώνουμε την επόμενη κιόλας στιγμή. Οι γονείς κι οι συγγενείς μένουν με πόνο ανοιχτής πληγής για μια ζωή, κι εμείς μουδιάζουμε με φρικαλεότητες ανθρώπων που λόγω τύχης δεν τις διαπράττουμε ή δε θα τις υποστούμε εμείς οι ίδιοι.
Αυτές τις μέρες σκότωσαν ένα παλικάρι στα τυφλά, απλά επειδή απάντησε με λάθος λέξη, λάθος συνδυασμό σε ένα επιθετικό χρηματοκιβώτιο που λέμε θάνατο δρεπανοκράτη. Το παιδί αυτό κι ο θάνατός του είναι πραγματικά όσο πραγματικοί είμαστε κι εμείς οι ίδιοι, κι ας έπαψε να υπάρχει πλέον, κι ας έμεινε η μνήμη του μονάχα. Μπρος στο θάνατο όλα εκμηδενίζονται και χάνουν την αξία τους, χάνουν το χρώμα και την αίσθηση που μας αφήνουν. Όταν μας επισκέπτεται ο θάνατος φέρνει ένα ψύχος μαζί του που μας παγώνει την καρδιά. Το μυαλό σαστίζει και οι εικόνες θολώνουν.
Σκεφτόμουν μέρες τώρα το συμβάν και ένιωθα έντονα, όπως και τόσοι άλλοι, πως έπρεπε να γράψω κάτι γι’αυτό, αλλιώς δε θα ησύχαζα. Και να’μαι εδώ, πάνω από το χρωματιστό πληκτρολόγιο ξανά, παίζοντας με τις λιγοστές μου λέξεις και προσπαθώντας να σκιαγραφήσω καταστάσεις και να εκφράσω το ανέκφραστο. Αναρωτιέμαι πως μπορεί ένας άνθρωπος να φτάνει στο σημείο να τραβήξει δρεπάνι, μαχαίρι, όπλο μπρος στον αδερφό ή την αδερφή του. Τί πλέγμα συναισθημάτων τον καταδυναστεύουν και τον ωθούν στη βία. Ποιες συνθήκες τον διαμόρφωσαν, ποιες οι επιλογές που έκανε για να γίνει αυτό που είναι. Από την άλλη σκέφτομαι πόσο κοντά μας καραδοκεί ο θάνατος. Βγαίνεις μέχρι το περίπτερο και σε πατάει αμάξι. Αράζεις με τους φίλους σου και σου την πέφτουν χωρίς καν να σε έχουν ξαναδεί. Σου επιτίθενται αυτοί που αγαπάς και σε πνίγουν μέσα στην τρέλα τους. Σου τραβούν πιστόλι για 30 ευρώ. Και γίνεται, γιατί είναι, από τη μια στιγμή στην άλλη, η ζωή μια κακόγουστη πλάκα.
Προσπαθώ να βλέπω τα πράματα από τη βουνοκορφή μου, απ’την κορυφή του βουνού του όλου, της ανθρωπότητας της ίδιας. Από εδώ ψηλά φαίνεται πως το καλό και το κακό συγχέονται περισσότερο απ’όσο νομίζουμε, πως όλοι μας είμαστε ταυτόχρονα θύτες μα και θύματα, και το χειρότερο, απ’τους εαυτούς μας τους ίδιους. Κι αναγνωρίζω επίπεδα πραγματικότητας, το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο, που όσο πάνε και βαθαίνουν, τα οποία τα χαρακτηρίζουν οι αλήθειες τους, οι οποίες πολλές φορές έρχονται σε σύγκρουση με αλήθειες άλλων επιπέδων. Αυτή η κατάσταση πολλές φορές με φέρνει σε δύσκολη θέση, γιατί ποιος είμαι εγώ για να διακρίνω την αληθινότερη των αληθειών, μέσα στο χάος της έλλειψης συνοχής.
Για παράδειγμα, μπρος στη δολοφονία, στο πρώτο επίπεδο, τα πράγματα είναι απλούστατα. Υπάρχει ένας τυφλός θύτης που αφαιρεί τη ζωή σε ένα θύμα. Κακός ο πρώτος, ατυχής ο δεύτερος. Μετά όμως έρχεται η ανάγκη για εξιχνίαση κι αρχίζεις κι αναρωτιέσαι, γιατί ένα παιδί να θέλει το κακό ενός άλλου, κι έτσι, σιγά σιγά καταλαβαίνεις πως είναι εύκολο να μπερδέψεις την αφορμή με την αιτία, γιατί το να σου πει ένας άνθρωπος: είμαι Άρης ή ΠΑΟΚ, είμαι χριστιανός, μουσουλμάνος ή άθεος, είμαι δεξιός ή αριστερός, τίποτα από αυτά δε στέκεται ως πραγματική αιτία για να ξεπεράσουμε τα όρια, όλα τους είναι αφορμές και γι’αυτό θα πρέπει να σκεφτούμε πολύ περισσότερο και να σκάψουμε κι άλλο για να βρούμε τις αληθινές αιτίες.
Σε δεύτερο επίπεδο, πρέπει να καταλάβουμε τα κίνητρα που έχουν οι εγκληματίες, όχι για να τους δικαιολογήσουμε, μιας και υπερβήκαν το όριο της λογικής και πάτησαν στο χώμα του παραλογισμού, αλλά για να δούμε τι φταίει ώστε να λειτουργήσουν με τον τρόπο που λειτούργησαν. Ο θύτης, με αναγωγές μπορεί εύκολα να αποδειχθεί κι αυτός ως θύμα. Κι έτσι, ενώ είναι εύκολο να πεις ότι έτσι κι έτσι έχουν τα πράγματα, ορίστε το πτώμα, ορίστε το φονικό όπλο, ορίστε ο δράστης, δεν είναι τόσο εύκολο να πεις, ορίστε οι συνθήκες, ορίστε οι επιλογές, δείτε ένα θύμα της κοινωνίας ολόκληρης.
Στην πρώτη περίπτωση η ευθύνη βαραίνει απόλυτα τον θύτη, στη δεύτερη διαχέεται σε όλο το σύνολο της κοινωνίας. Τι γίνεται όμως σε ακόμη βαθύτερο επίπεδο; Οργιζόμαστε και ζητούμε δικαιοσύνη, αλλά αυτή αφορά το πρώτο επίπεδο μόνο, που θα πρέπει ωστόσο να αποδοθεί. Δε δίνουμε βάση τόσο όμως στο τί γεννάει εγκληματίες, δολοφόνους, τραμπούκους, παιδιά δηλαδή που έχασαν το δρόμο τους. Δεν μπορεί να περάσει από το νου μου πως ένα μωρό παιδί μπορεί να ονειρεύεται όταν μεγαλώσει να καταστρέφει την ίδια τη ζωή. Πιστεύω ότι κάθε άνθρωπος είναι ικανός για το καλό και το κακό, και εξαρτάται τόσο από το περιβάλλον του, όσο και από τις επιλογές του, το τί δρόμο θα πάρει. Ο ίδιος άνθρωπος, έχουν πει άλλοι σοφότεροι από εμένα, μπορεί να γίνει τόσο ένας άγιος όσο και στρατιώτης των SS.
Στο τρίτο επίπεδο λες, ποιος διαμόρφωσε τις συνθήκες ώστε να φτιάξει θύματα και θύτες, και τότε απαντάς, λίγο πολύ, όλοι μας. Σίγουρα κάποιοι φέρουν μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης, δεν περάσαμε εμείς τα νομοσχέδια, δεν κρατάμε εμείς στα χέρια μας τα χαλινάρια της κοινής γνώμης, δεν είμαστε αφεντικά παρά δούλοι. Οι συνθήκες όμως έχουν διαμορφωθεί εδώ και δεκαετίες, φτώχεια από τη μια, έλλειψη προοπτικών από την άλλη, ένα εκπαιδευτικό σύστημα που κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να μας κρατά αμόρφωτους, και τα πάει περίφημα, μέσα ενημέρωσης που μας αποβλακώνουν, ιδεολογίες, θρησκείες κι ομάδες για να μας διχάζουν, ζούμε σε μια ζούγκλα κι αν δεν το ξέρουμε το νιώθουμε στο πετσί μας την κάθε μέρα. Κι όλα αυτά επιστεγάζονται από συμφέροντα. Συμφέροντα τόσων πολιτικών και οικονομικών παραγόντων, όλων των έξοχων διεφθαρμένων ανθών της κοινωνίας μας, που μας κρατούν φυλακισμένους στους νόμους και την τάξη που τους βολεύει μα και που μας συντηρεί. Κι όμως, ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα θύτης και θύμα, κι ο μεγαλύτερος του εχθρός δυστυχώς είναι ο εαυτός του που τον κρατά δεμένο σφιχτά όλη την ώρα.
Θα αλλάξει πραγματικά κάτι σε μια χώρα όπως η ελλάδα όταν όσοι έχουν την εξουσία στους εκάστοτε τομείς επωφελούνται από τις υπάρχουσες καταστάσεις; Θα αλλάξει πραγματικά κάτι στη χώρα μας από τη στιγμή που λίγο ως πολύ όλοι έχουμε λερωμένη τη φωλίτσα μας κι απλά αράζουμε και διαγωνιζόμαστε στο ποιος παρασιτεί πιο κρυφά στο κοινό μας σώμα που’ναι σε προχωρημένη σήψη; Φανταζόμαστε τη χώρα ως μια κοπελούδα με τα χίλια δυο καλά, αλλά η κοινωνία εδώ πέρα είναι τόσο σάπια όσο τα ψεύτικα στολίδια που κρεμάει πάνω της.
Τίποτα δε γίνεται αναίμακτα δυστυχώς. Είμαστε σε πολλά επίπεδα στα τάρταρα. Είμαστε γεμάτοι από παιδιά καμένα που διψούν για αίμα, γιατί είναι τόσα που τα πόνεσαν και τα πονούν που τους κατέστρεψαν μια και καλή. Και είμαστε επίσης γεμάτοι από πιθανά θύματα που ελπίζουν να μη γίνουν τέτοια λόγω των πιθανοτήτων που’ναι υπέρ τους.
Κι αν πάμε βαθύτερα; Ένα κομματάκι γης είναι η ελλάδα σε έναν πλανήτη με αντίστοιχες κοινωνίες κι αντίστοιχα προβλήματα. Κι είναι η ανθρωπότητα ένας οργανισμός με κύτταρα, άλλα υγιή κι άλλα άρρωστα, οργανισμός που παλεύει μονίμως μέσα του τον καρκίνο που θέλει να του επιβληθεί κι ας τον αυτοκτονεί.
Κρίμα που δόθηκε αφορμή γι’αυτό το κείμενο, μακάρι ο Άλκης να’ταν ακόμη εδώ κοντά μας κι εγώ να μην είχα λόγο για να γράψω. Κρίμα που τα αδέρφια του τον σκότωσαν και γίναν από θύματα θύτες, καμένα χαρτιά της κοινωνίας, καμένα παιδιά της κοινωνίας. Κρίμα που η κατάστασή μας είναι τέτοια που αυτό το περιστατικό έγινε από αποτρόπαιο φρικιαστικό λόγω του θανάτου, κι ας γίνονται καθημερινά επιθέσεις παιδιών σε παιδιά που δεν ξέρουν καλά καλά τι τους γίνεται. Και κρίμα που οι δυνατοί αυτού του τόπου, κρατούν την κοινωνία μας αλυσοδεμένη, και μας βάζουν να μαλώνουμε και να σκοτωνόμαστε για να φέρουν σε πέρας τα συμφέροντά τους. Κρίμα που ο πόλεμος των κυττάρων είναι τόσο ζόρικος που μας κάνει να χάνουμε σχεδόν την ελπίδα μας.
Μακάρι ο θάνατος του Άλκη, να μας κάνει να σκεφτούμε λίγο παραπάνω, να δούμε και να συνειδητοποιήσουμε όσα συμβαίνουν γύρω μα και μέσα μας. Ως τον επόμενο Άλκη, που μπορεί να’μαι εγώ ή εσύ, ως τον επόμενο που θα φύγει κάποια στιγμή κι αυτός ή αυτή άδικα, να βρούμε τη σοφία να χαρούμε τη ζωή και στο δικό τους όνομα, στο όνομα όσων ανθρώπων σβήνουν πριν προλάβει το μπουμπούκι τους να σκάσει.
Είμαστε σε πόλεμο, κάθε μέρα δίνουμε κι από μια ακόμη μάχη, μα δεν ξέρουμε πως πολεμούμε, ούτε ότι έχουμε εχθρό ξέρουμε, κι ούτε και πάει το μυαλό μας ποιος θα μπορούσε να’ναι αυτός. Αυτή είναι μια από τις όψεις της ζωής από εδώ ψηλά. Έτσι μου φανερώνεται.
Άλκη θα ζεις για όσο θα ζουν οι άνθρωποι που σε αγάπησαν και σε αγαπούν.