Χριστουγεννιάτικο Δέντρο

Πάνε χρόνια τώρα που Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά με βρίσκουν κρεμασμένο πάνω από μια σόμπα.

Κοιτάζω απ’το παραθυράκι τη φωτιά που τρεμοπαίζει, με μαγνητίζουν τα χρώματά της κι ας μου στεγνώνει τα μάτια η ζεστασιά της. Παρατηρώντας τις φλόγες κάθε τόσο χάνομαι μέσα σε εικόνες, συναισθήματα και σκέψεις, σε όλα αυτά που οι γιορτές μας κάνουν να νιώθουμε και να θυμόμαστε. Είναι περίεργο το πως αυτές τις μέρες ο άνθρωπος αλλάζει, έστω και για λίγο, προς το καλύτερο. Αναρωτιέμαι αν οι γιορτές μια μέρα ερχόντουσαν και δεν έφευγαν ξανά ποτέ από τη ζωή μας, αν ας πούμε κάθε μέρα ήταν Χριστούγεννα ή Πρωτοχρονιά, κατά πόσο αυτό θα μας κρατούσε στο mood της καλοσύνης, της γενναιοδωρίας και της αλληλεγγύης.

Μα ξέρω πως αυτό δεν πρόκειται να γίνει, όχι γιατί δε γίνεται να ζούμε ξανά και ξανά αυτές τις άγιες μέρες, αλλά γιατί βιώνοντας την κατάσταση των παραπάνω συναισθημάτων, συνηθίζουμε και κουραζόμαστε, οδηγούμαστε λίγο λίγο πάλι στη γκρίζα περιοχή των συναισθημάτων, αυτή κατά την οποία δεν νιώθουμε τόσο έντονα όσα νιώθουμε ήδη.

Η καθημερινότητά μας, όπως τη βιώνουμε μέσα στους γρήγορους ρυθμούς της, δε μας αφήνει χρόνο για περισυλλογή κι ενδοσκόπηση, καταφέρνοντας έτσι να μας υποβιβάζει ως όντα.

Μιας και τα συναισθήματα είναι εντονότερα λοιπόν αυτές τις μέρες των εορτών, είναι ευκολότερο για εμάς να συγκρατούμε τις συγκινήσεις τους, να θυμόμαστε ας πούμε τί συνέβη πάνω κάτω κάθε χρόνο. Μας έρχονται ευκολότερα στον νου εικόνες της εκάστοτε κατάστασής μας από το παρελθόν.

Έτσι, λοιπόν, μέσα από τις φλόγες ξεπηδά στο μυαλό μου μια εικόνα του παιδικού μου εαυτού. Με θυμάμαι να κουρνιάζω πάνω σε μια πολυθρόνα, απορώ πως βολευόμουν για την ακρίβεια, και να κοιτάζω επίμονα το Χριστουγεννιάτικο μας Δέντρο. Κόκκινο, πράσινο, κίτρινο, μπλε. Τα χρώματα που αναβόσβηναν με λογική αλληλουχία. Τα όμορφα λαμπάκια που πάντοτε μου προξενούσαν μια αίσθηση μαγείας. Κι επιστέγασμα αυτών, ο ήχος που τα συντρόφευε. Ο μελωδικός ήχος των πιο χαρακτηριστικών χριστουγεννιάτικων τραγουδιών. Η θέαση του Δέντρου με μάγευε από πάνω ως κάτω και χανόμουν στην κυριολεξία μέσα του. Τα στολίδια ποτέ δε με ενδιέφεραν το ίδιο μα η ζεστασιά από την πανδαισία χρωμάτων γέμιζε την πεινασμένη μου ψυχή.

Δεν μπορώ να θυμηθώ ούτε ένα πράγμα από τα όσα σκεφτόμουν τότε, μόνο η εικόνα και λίγο η αίσθηση χαράχτηκαν μέσα μου. Τι μπορεί να τριβελίζει το μυαλό ενός παιδιού άραγε;

Μεγαλώνοντας, παρέα με τη σόμπα μου, η εικόνα αυτή πηγαινοέρχεται στον νου μου κάθε χρόνο. Μπαίνω για λίγο στη θέση του πρότερου εαυτού μου, και βλέπω με τα υποτιθέμενα μάτια του τότε όλα όσα με προβληματίζουν κάθε φέτος. Στο επίκεντρο της προσοχής μου κάθε φορά, δε θα μπορούσε να’ναι άλλο από τον πόνο που συνοδεύει τις γιορτές, όσους κι όσες δεν μπορούν να τις χαρούν όπως μας επιβάλλεται από την κοινωνία και τα Μέσα της.

Πονώντας ο ίδιος μιας και δεν μπόρεσα να’χω όσα θα ήθελα, τα οποία πρωτίστως σχετίζονται με ανθρώπινες σχέσεις και ψυχικές διαθέσεις που είναι και δεν είναι του χεριού μας αποκυήματα, βρίσκω κάποια παρηγοριά σκεπτόμενος ότι όπως εγώ, έτσι κι άλλοι συνάνθρωποί μου την περνάνε μονάχοι τους, αυτοί κι η ύπαρξή τους. Αναλογίζομαι πως υπάρχουν άνθρωποι μεγάλοι σε ηλικία, που δεν τους έμειναν αδέρφια, σύντροφοι ή και γιατί δεν έκαναν ποτέ παιδιά, πως ίσως πληρώνουν τα σφάλματα μιας ζωής που σε τίποτα δεν έδειχνε να παίρνει τις λάθος στροφές, κι είναι τώρα μονάχοι σαν στάχια στους κάμπους. Από την άλλη, υπάρχουν ένα σωρό διαλυμένες οικογένειες που μπορεί να γκρεμίστηκαν από διάφορους παράγοντες και που με το ζόρι προσπαθούν να μην περάσουν άλλη μια στενάχωρη μέρα. Υπάρχουν σπίτια που πενθούν και πενθούν εις το τετράγωνο τις μέρες αυτές, μιας και έχασαν μέλη νέα ή και μεγαλύτερα, κοντά στο χρόνο ή κοντύτερα στις μέρες αυτές. Ένας θάνατος με μηχανή την παραμονή ή με αυτοκίνητο ανήμερα των γιων τους, καθιστούν τα Χριστούγεννα σε ετήσια βάση ένα μαρτύριο που βιώνεται προσωπικά ως Γολγοθάς. Πως τον ανεβαίνουν αυτοί οι άνθρωποι;

Στερήσεις, δυσπραγίες, απώλειες, έλλειψη ωριμότητας από τα μέλη, καθιστούν τις μέρες των εορτών επιπρόσθετα βαρύδια στις πλάτες των ήδη πονεμένων ανθρώπων.

Οι μέρες της χαράς για κάποιους, είναι μέρες πόνου για άλλους.

Αναρωτιέμαι επίσης, πόσα σπίτια ανήκουν στην πρώτη κατηγορία και πόσα στη δεύτερη. Ειδικότερα στην Ελλάδα, μετά από την οικονομική κρίση αφενός, κι από την εποχή του ιού αφετέρου, πόσα σπίτια πέρασαν από την πρώτη κατηγορία στη δεύτερη.

Όπως και να έχει ωστόσο, οι παραπάνω σκέψεις δεν πρέπει και δεν το κάνουν, να με οδηγούν στο να πω ότι οι μέρες αυτές δεν αξίζουν και δε θα έπρεπε να υπάρχουν. Οι μέρες των γιορτών έχουν τη σημασία τους, στέκονται ως ανάπαυλα ανάμεσα σε μια ρουτίνα που τις περισσότερες φορές μας φθείρει, ενώ τείνουν να μας κάνουν πιο συνειδητούς, καμιά φορά και αυτοκριτικούς για όσα περάσαμε τη χρονιά που φεύγει.

Μακάρι η χαρά να ήταν πιο διαδεδομένη, ο πόνος πιο λίγος κι ας ήταν πόνος, και μακάρι, η καλή αίσθηση που διακατέχει περισσότερο την κοινωνία μας, τις ημέρες αυτές, να μπορούσε να διαιωνιστεί όλο τον χρόνο κι ας έμοιαζε σαν ψέμα. Ναι, έχουμε ανάγκη από την καλοσύνη, την προσφορά και την ομορφιά στη ζωή μας. Τα βάσανα του καθενός γίνονται πιο υποφερτά αν νιώσει λιγότερο μόνος, αν διαπιστώσει μέσα από τους άλλους ότι υπάρχει κι αυτός ή αυτή. Μια χριστουγεννιάτικη φωτογραφία του γιου απ’όταν αυτός ήταν παιδί, παρόλα τα δάκρυα, μπορεί να φέρει και μια συγκίνηση που χρειαζόταν. Ένα τραπέζι με κατεργάρηδες συγγενείς μπορεί να’ναι μια σύντομη διακοπή μπρος σε έναν τυφλό πόλεμο ηλιθιότητας ανάμεσα στα μέλη. Ένα παιδί που ακούει φωνές μονίμως και δεν κατανοεί όσα θα ήθελε, ίσως βρίσκει ανακούφιση κοιτάζοντας ένα δέντρο, χάνοντας εκεί μέσα τον εαυτό του. Νέοι άνθρωποι που’ναι πλημμυρισμένοι από το άγχος της ζωής όταν αυτή ξεκινά να κάνει τα πρώτα βήματα στην ενήλική της κατάσταση, ίσως να ξεχνιούνται λίγο με τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες, με το φλερτ και τα ποτά. Σπίτια που πενθούν τιμούν τους νεκρούς τους και μόνο που τους θυμούνται και αφήνουν τις θύμησές τους να τους βαραίνουν λίγο παραπάνω την ψυχούλα.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι μέρες αυτές φέρνουν στην επιφάνεια και εντατικοποιούν ποικίλα συναισθήματα που βιώνουμε όλοι. Μα μιας και τα πρωτύτερα μακάρι αποτελούν την εσχατιά του ευχολογίου μας, αξίζει περισσότερο η παρότρυνση γιατί, δυστυχώς, με ευχές δεν αλλάζει ο κόσμος, τουλάχιστον όχι όσο θα θέλαμε. Κάλλιο είναι να πάρεις ένα τηλέφωνο σε κάποιον που ξέρεις ότι το’χει ανάγκη κι ας μην το εκτιμήσει όσο θα ήθελες, ή να πεις έναν καλό λόγο κι ας γίνει βαρκούλα χάρτινη πάνω στο γιαλό του είναι μας. Να αφιερώσεις λίγο χρόνο με όσους το’χουν ανάγκη κι ας σε πονούν λόγω βλακείας. Φτάνει μόνο η κίνηση που είναι προτιμώτερη από τα λόγια του αέρα. Η προσφορά, με μια μικρή θυσία μέσα της, είναι πολύ πάνω από το τίποτα. Το μόνο κακό για όλα αυτά είναι ότι είναι πιο δύσκολα απ’όσο ακούγονται, ή εν προκειμένω, διαβάζονται. Αξίζει ωστόσο η προσπάθεια να’ρθουμε πιο κοντά τις μέρες αυτές, έστω και για λίγο, για να πάρουμε μια γεύση για το πόσο καλύτερη θα μπορούσε να γίνει η ζωή μας αν είχαμε όντως τη σοφία αλλά και τη δύναμη να την αλλάξουμε ριζικά, όχι για 10 μέρες μόνο αλλά για όλο τον χρόνο.

Έχω την υποψία ότι από τότε, από μικρό παιδί, κάτι με οδηγούσε ήδη μέσα μου, και πως, το Χριστουγεννιάτικο Δέντρο ήταν απλά ένα μέσο για να ξεφύγω από τον κόσμο, και να δω με άλλα μάτια όσα συντελούνταν σε έναν άλλο, τον πολυπόθητο εσωτερικό μας κόσμο, τον κόσμο που περιμένει πως και πως να αναγνωριστεί, να περιπλανηθεί και να καλλιεργηθεί.

Βλέπουμε πως ακόμη κι ο πόνος, είναι πάνω απ’όλα ανθρώπινος, κι ίσως είναι πιο ανθρώπινος από τη χαρά μιας κι αυτή πολλές φορές είναι επίπλαστη και κάλπικη.

Αφιερωμένο στη σόμπα που κάθε χρόνο με ταξιδεύει.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s