Μέσα από την καταχνιά και τον καπνό ξεπροβάλλει ένας τόπος γεμάτος με ερείπια.
Ένας τόπος γεμάτος στάχτη, μια στάχτη κρύα που με το πρώτο κιόλας αεράκι θα πάρει να χάνεται.
Ο τόπος που κάποτε φιλοξενούσε ζωή ακμάζουσα, κάηκε πια, και εισήλθε εδώ και καιρό στην νέα του εποχή, αυτή της παρακμής.
Ποιος ο τόπος όμως;
Το μέρος για το οποίο μιλώ υπάρχει και δεν υπάρχει, είναι ταυτόχρονα κομμάτι του χωροχρόνου όσο και του πνεύματος.
Μια βόλτα στο κομμάτι αυτό μας φανερώνει το τί συνέβη και, χωρίς να μακρυγορεί η σκέψη, ο νους κατανοεί και μας δίνει την απάντηση.
Εδώ που κάποτε έσφυζε από ζωή, σήμερα δεν έμεινε τίποτα άλλο πέρα από σπίτια ακατοίκητα, κήπους απεριποίητους που μοιάζουν με μικρά δασάκια, τζάμια σπασμένα και παραθυρόφυλλα που τρίζουν τον χειμώνα. Οι δρόμοι άδειοι όπως και τα βλέμματα των λιγοστών ανθρώπων. Η καμπάνα θυμάται πλέον να χτυπά μόνο πένθιμα, ξέχασε να λέει και την ώρα, και κάθε χτύπος της αντηχεί διάπλατα στα εναπομείναντα κουφάρια.
Μα γιατί;
Η εικόνα αυτή του τόπου δέχεται ποικίλες απαντήσεις. Φταίει η αστικοποίηση, φταίει η ανάπτυξη της οικονομίας, η τεχνολογία φταίει που μας πάει μπρος, φταίνε οι πολιτικοί οι ρουφιάνοι, φταίει που αλλάζουν οι καιροί. Όλα αυτά φταίνε, μα πάνω απ’όλα φταίει το είδωλο στον καθρέφτη. Κι όπως πάντα, κάποια είδωλα φταίνε περισσότερο. Ευθύνη αναλογεί σε όλους όσους πέρασαν από τον τόπο, σε όσους έφυγαν επίσης, μα δε φέρει κάθε άτομο την ίδια ευθύνη για τη σημερινή κατάντια του πάλαι ποτέ παραδείσου επί γης.
Τι έβαλε μπουρλώτο σε έναν τόπο τόσο κοινό όσο το κάθε χωριό της επαρχίας μας;
Όλα όσα αναφέρθηκαν ως τώρα, μα πάνω απ’όλα η ίδια μας η νοοτροπία, ή ακριβέστερα, η νοοτροπία η οποία αγαπά τη συντήρηση και αποδιώχνει κάθε τι το νέο. Όχι, δεν είναι το νέο πάντα καλύτερο από το προηγούμενο, αλλά μέσα σε μια κατάσταση όπως είναι αυτή της ζωής, η οποία μονίμως αλλάζει δίχως να μας ρωτά καν, είμαστε αναγκασμένοι εκ των πραγμάτων να αγκαλιάσουμε το νέο και να το βοηθήσουμε να γίνει καλύτερο από αυτό που είναι ήδη. Μα δε γίνεται αυτό κι ούτε κι έγινε ποτέ. Μόνο σε σύγκρουση έρχεται η νοοτροπία παλαιότερων χρόνων με τις νοοτροπίες που ξεπροβάλλουν με κάθε σήμερα. Κι αντί για συμφιλίωση έχουμε ρίξη, κι αντί για ζωή έχουμε θάνατο. Καταλήγουμε να τρέχουμε σαν κυνηγημένα ποντίκια από νοοτροπίες που μυρίζουν ναφθαλίνη και καταχωνιαζόμαστε σε τρύπες που το φως του ήλιου ίσα που μπαίνει, αρκεί όμως που γράφει στον τοίχο ελευθερία, ανεξαρτησία. Θυσιάζουμε μια ζωή με ηπιώτερο ρυθμό, κοντά στη φύση, κοντά στον εαυτό μας, γιατί θέλουμε να αποφύγουμε όσα μας πνίγουν, κι είναι πολλά αυτά που μας πνίγουν, παρόλη την ομορφιά και την αίσθηση της πατρίδας.
Έκανα λίγες βόλτες στο χωριό μιας κι ήμουν απογραφέας και συνάντησα πρόσωπα χαραγμένα από τον χρόνο, ανθρώπους μονάχους με έναν πόνο που εκφράζεται με κραυγή σωτηρίας πίσω από κάθε βλέμμα, προσωπικότητες που σχεδόν ξεχάστηκαν απ’όλους εκτός από τον εαυτό τους. Σαν ρυάκι κυλά η ζωή τους, μέσα στο δάσος, και δεν είναι κανείς εκεί για να τους αξιοποιήσει ξεδιψώντας.
Στην εποχή του δυο χιλιάδες, είσαι ακρίτας ακόμη κι αν απέχεις λίγα μόλις χιλιόμετρα από την πολή και την σωρευμένη ζωή της.
Αναρωτιέμαι γιατί πεθαίνει η επαρχία, γιατί σιγοσβήνει το καντηλάκι της, γιατί τα μόνα της νέα είναι ποιος πέθανε σήμερα.
Ακόμη και μέρη τα οποία δε θυμίζουν και τόσο πολύ τον θάνατο, είναι σε μια μόνιμη πτώση. Οι κοινότητες χτυπήθηκαν, το άτομο βασίλεψε αλλά βασίλεψε στο κενό.
Γιατί, δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί.
Στη χώρα μας, αγαπάμε να μισούμε, μαλώνουμε δίνοντας σφαλιάρες στη λογική και βάζουμε το βρακί μας ανάποδα πριν ξεπορτίσουμε για να μη μας ματιάξουν. Η χώρα αυτή είναι το άκρον άωτον της παραφροσύνης. Άνθρωποι που κατοικούσαν στα ίδια χώματα που μεγαλώσαμε εμείς, κατάφεραν κι έθεσαν, έστω κι άθελά τους, τη βάση του σύγχρονου πολιτισμού, κι εμείς, αντί να μαθαίνουμε από αυτούς και να συνεχίζουμε το έργο τους, ως γνήσιοι απόγονοι, το μόνο που κάνουμε είναι να τους λατρεύουμε ως σωστοί ειδωλολάτρες δίχως να τους μελετούμε και να τους κατανοούμε. Γίναμε πολύ μικροί πια, και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε καλά, είναι η αντιγραφή όσων μας έρχονται απ’έξω. Αυτό δεν πειράζει τόσο, μα όταν η κρίση λείπει για διακοπές, τα αποτελέσματα της αντιγραφής μπορεί να είναι καταστροφικά. Όντας τέτοιοι που τα’χουμε σπάσει με τη λογική, αντιγράφουμε κάθε ηλιθιότητα πρώτοι και καλύτεροι, βγαίνοντας νικητές σε διαγωνισμούς βλακείας. Κάπως έτσι καταφέραμε να δηλητηριαστούμε πνευματικά και γίναμε αυτοκαταστροφικοί.
Οι πόλεις δεν είναι σε καλύτερη μοίρα, είναι γεμάτες όμως με εσωτερικούς μετανάστες που δεν μπορούσαν να κάνουν άλλο παρά να αφήσουν τους τόπους τους.
Είναι εγγενές το πρόβλημα πλέον, πέρασε στο DNA μας, η νοοτροπία μας έγινε ανόητη, κι όντως νιώθεις πως κάθε τι νέο θα’ναι χειρότερο από το προηγούμενο, τι άλλο να σκεφτείς όταν είσαι σε κατάσταση ελεύθερης πτώσης κι όταν γνωρίζεις πως στο τέλος σε περιμένει ένας απότομος θάνατος; Τα προηγούμενα 100 μέτρα ήταν καλύτερα, είχα μπρος μου 100 μέτρα για να πέσω…
Μα γιατί να είμαστε τέτοιοι μονάχα; Γιατί να’μαστε κλειστόμυαλοι; Γιατί να μην είμαστε συνειδητοί στη ζωή; Γιατί να αφηνόμαστε έρμαια των άλλων και να φοβόμαστε τις ευθύνες που μας αναλογούν;
Μπρος στην πτώση, γιατί να μην ψάχνουμε έστω από ένα κλαδάκι να πιαστούμε;
Είναι προτιμότερο να σκάσεις σαν καρπούζι στη γη ελπίζοντας παρά να’χεις παραιτηθεί. Η απελπισία είναι η αληθινή μάστιγα. Είναι αυτή που μας κάνει να θέλουμε τη συντήρηση, αυτή που’χει τα μάτια μισόκλειστα γιατί δε βλέπει μπρος της. Είναι αυτή που μας κάνει πιο εγωιστές, που μας κάνει πραγματικά τέρατα, κι αντί να τη δούμε κατάματα, να της κάνουμε μπου για να τρομάξει, την αφήνουμε να μας νικά, απλά γιατί δεν μιλήσαμε, απλά γιατί δε θέσαμε τα όριά μας, απλά γιατί πέσαμε ίσως στην πλεκτάνη της.
Ο τόπος αυτός, ο μικρός ο μέγας, καμένος μου μοιάζει παρά υγιής, όπου κι αν στρέψω την προσοχή μου κοιτώ ασχήμια, κοιτώ πόνο, κοιτώ παραφροσύνη, κοιτώ το κακό το ίδιο, κοιτώ τον μελλούμενο θάνατο.
Οφείλουμε όμως, εμείς οι περίεργοι, εμείς οι μελαγχολικοί αισιόδοξοι, εμείς οι αντιφρονούντες, να αναγνωρίσουμε ότι δίνουμε καθημερινή μάχη με τις νοοτροπίες του παρελθόντος που είναι καταδικασμένες να πάνε στη λήθη. Το μόνο μας μέλημα θα’ναι να τις αξιοποιήσουμε για να ενδυναμωθούμε και να γίνουμε καλύτεροι, ακόμη κι αν αυτές δε θέλουν να μας βοηθήσουν, μέχρι τα δικά μας μυαλά να παλιώσουν κι αυτά για να χαθούν μια για πάντα.
Ο τόπος αυτός με πονά, όχι τόσο για όσα είναι αλλά κυρίως για όλα όσα θα μπορούσε να γίνει μα δε λέει να ξεστραβωθεί για να τα δει.
Μαζί πέφτουμε, άλλοι αγκαλιασμένοι, άλλοι βγάζοντας κραυγές κι άλλοι δίνοντας μπουνιές στον αέρα. Εγώ προτιμώ ωστόσο να ψάχνω για το κλαδάκι και να ελπίζω πως θα το βρω. Ελπίζω επίσης πως θα αντέξει κι όλους όσους θα προλάβω να πιάσω με τ’άλλο μου χέρι.
Καημένος τόπος που κάηκε από τόσες και τόσες στρεβλές νοοτροπίες. Αυτός είν’ο τόπος ο δικός μου.