Κρατούμε τη ζωή στα δυο μας χέρια, μα είναι το υλικό της άστατο, υγρό, και μας ξεφεύγει λίγο λίγο, πέφτωντας στο κενό και τη λήθη.
Πόσες ώρες, μέρες και χρόνια δεν περνούν σχεδόν απαρατήρητα από εμάς τους ίδιους; Πόσες φορές δεν νιώσαμε ότι ο χρόνος τρέχει πολύ γρήγορα, δίχως να το καταλαβαίνουμε καλά καλά; Πόσο αδιάντροπα κυλά η ζωή;
Και να’ταν μόνο ο χρόνος θα’ταν καλά. Το ζήτημα είναι ότι μαζί με τον χρόνο πάνε χέρι-χέρι κι όλα τα άλλα, παρέες κι έρωτες, νιότη και δύναμη, όρεξη κι αντοχή. Τυχεροί είμαστε αν χάνοντας όλα αυτά κερδίσουμε τουλάχιστον τις εμπειρίες, οι οποίες μας δίνουν ερεθίσματα ώστε να ωριμάσουμε, αν τις χρησιμοποιήσουμε βέβαια σωστά. Λίγες εμπειρίες, λίγη ωρίμανση, ίσως λιγοστή σοφία, είναι ό,τι μπορούμε να κερδίσουμε από μια ζωή στην οποία ερχόμαστε και φεύγουμε, με τους περισσότερους δίχως καν να προλαβαίνουν να πουν ένα – γεια σου κόσμε!, χανόμαστε μια για πάντα από τον κόσμο και την ύπαρξη, έτσι απλά σα να μην υπήρξαμε ποτέ, όπως συνέβη με τόσους και τόσους άλλους.
Η σημαντικότερη μοίρα όλων μας είναι ο θάνατος και η λήθη που αυτός επιφέρει. Αργά ή γρήγορα, δεν έχει και τόσο σημασία, όλοι ξεχνιούνται, όλα ξεχνιούνται, όλα θα ξεχαστούν. Ο μεγαλύτερος φιλόσοφος, ο πιο τρανός πολιτικός, ο πολυμήχανος επιχειρηματίας, μπρος στον χρόνο έχουν το ίδιο μπόι με τον αδαή μαθητή, τον συκοφάντη παμπόνηρο, τον δούλο τον ίδιο. Αυτή όμως είναι η μια ματιά στα πράγματα, αυτή στην οποία χάνεται το μάτι μας ατενίζοντας το μέλλον. Αλήθειες κρύβει, αλήθειες που θα μπορούσαν να γιατρέψουν τις πηγές που προκαλούν τον πόνο μας ως είδος, αλλά η μυωπία μάς κρατά δέσμιους στα κοντά περιθώρια του χρόνου μόνο.
Η άλλη οπτική μας φανερώνει ενδεχόμενα ζωής ζόφου και λαμπρότητας, με άπειρες ενδιάμεσες αποχρώσεις. Μπορεί να γεννηθείς έτσι ή αλλιώς, εδώ ή εκεί, σε αυτό το σπίτι ή το παραδίπλα, με χρώμα τέτοιο ή τέτοιο ή το άλλο, είναι θέμα τύχης, που θα κάτσει η μπίλια. Τρελενόμαστε με κάτι ηλίθια πράγματα που μας κάνουν εθνικιστές, ρατσιστές, σεξιστές, τοπικιστές. Μέχρι ο άνθρωπος να ξεφύγει από αυτές τις στερεοτυπικές αντιλήψεις, τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει στ’αλήθεια. Πως θα το πετύχει; Ενδυναμώνοντας τον εαυτό του και τους άλλους. Με τι μέσα; Με την εκπαίδευση, την ενημέρωση και τις τέχνες. Γιατί δεν το επιτυγχάνει; Γιατί όσοι βλέπουν την κατάσταση μένουν άπραγοι πιστεύοντας ότι δεν αξίζει τον κόπο η προσπάθεια. Μένουμε έτσι με μια κοινωνία που είναι αυτοκαταστροφική. Αντί να κρατάμε την ουσία της ζωής στα χέρια μας προστατεύοντάς την, εμείς την σπαταλούμε κοιτώντας δεξιά κι αριστερά μέχρι αυτή να λιγοστέψει τόσο πολύ που στο τέλος δεν προλαβαίνουμε να πούμε ούτε ένα – αντίο!
Αναλωνόμαστε διαρκώς. Με τον τρόπο ζωής μας, με τις δουλειές μας, με τις σχέσεις μας. Ο άνθρωπος αγαπά να πριονίζει τον εαυτό του. Γιατί; Πέσαμε στην παγίδα που μόνοι μας φτιάξαμε. Γιατί;
Παρατηρώ τον κόσμο γύρω μου και νιώθω ότι οι περισσότεροι είναι σε κατάσταση αυτόματου πιλότου. Ίσως αυταπατώμαι. Ίσως κι αυτοί το ίδιο να βλέπουν και σε μένα. Αυτή η αίσθηση όμως, πως πάμε με ήρεμες τις μηχανές μας, με κάνει να θέλω να διεκδικήσω κάτι περισσότερο, τόσο από τον ίδιο μου τον εαυτό, όσο κι από τους άλλους. Αν σε κάτι αποσκοπεί η έκφρασή μου, πέρα από την ικανοποίηση απέναντι σε μένα τον ίδιο, είναι αυτή η κίνηση να δώσω ένα έξτρα ερέθισμα εκεί έξω. Ξέρω πως ο κόσμος μπουχτίζει από ερεθίσματα, δεν περίμενε εμένα, μα αν δεν το κάνω δε θα’μαι εγώ, αν δεν το κάνω δε θα νιώθω το ίδιο ζωντανός. Ελπίζω γράφοντας να παρακάμπτω τον αυτόματο πιλότο.
Το γράψιμο δεν είναι κάτι απλό. Φαίνεται απλό μα προϋποθέτει κι άλλα πράγματα. Χρειάζεται σκέψη, συνειδητή και ασυνείδητη. Δεν τα πάω και πολύ καλά με τη σκέψη μα προσπαθώ. Τις πιο πολλές φορές που γράφω δεν ξέρω καν τι θέλω να πω και πως να το πω κι αυτό φαίνεται και μέσα από τα γραπτά μου. Υπάρχει όμως μια ανάγκη για εξερεύνηση, μια καλή πίστη με τάση προς την αλήθεια, ένα αθώο και καλοπροαίρετο αίσθημα που με διακατέχει. Γράφοντας ξανανιώθω σαν παιδί, μα όχι μόνο. Νιώθω πως συνδέομαι και με κάτι μεγαλύτερο από εμένα, όχι το Ον, μα τη σκέψη τόσων άλλων ανθρώπων που έζησαν, ζουν και θα ζήσουν. Πόσο όμορφη αυτή η αίσθηση…
Ζώντας και γράφοντας με τον παράξενό μου τρόπο κατάλαβα ότι η έκφραση έχει ύψιστη σημασία. Είναι άσχετο το πως κάποιος εξωτερικεύει την τρέλα του, αρκεί να το κάνει, γιατί τα οφέλη που αποκομίζει δύσκολα μπορεί να τα ξεκλειδώσει διαφορετικά. Μα δεν είναι η έκφραση ο αυτοσκοπός, η έκφραση είναι το κερασάκι στην τούρτα. Το μεγάλο ζήτημα είναι να γίνεται μέσα μας μια διεργασία. Και αυτή η διεργασία είμαι σίγουρος ότι συμβαίνει στον καθένα. Σκέψεις επί σκέψεων, εικόνες και ήχοι, χίλια δυο πράγματα που έρχονται και φεύγουν, άλλα μένουν κι άλλα ξεχνιούνται, πέρα από τον θάνατο που’ναι το βήμα ολονών μας στο άγνωστο σκοτάδι, όλοι πατάμε γερά σε αυτό το τόσο διαφορετικό μα και τόσο κοινό χάος μέσα μας, ανήμποροι οι περισσότεροι να καταλάβουμε τί μας συμβαίνει. Μια ζωή δε φτάνει. Είναι λίγη, πολύ λίγη.
Οι περισσότεροι από εμάς, ζούμε με έναν άπειρο κόσμο εντός μας που δεν προλαβαίνουμε να τον γνωρίσουμε πριν καλά καλά χτυπήσει η τελευταία μας καμπάνα.
Πιστεύω ότι φοβόμαστε αυτό το άπειρο χάος, ότι το αποφεύγουμε, ότι κάνουμε ένα σωρό τρέλες για να μην ασχοληθούμε μαζί του. Υπάρχει μεγαλύτερη τρέλα από αυτήν; Να περνάς την μοναδική σου ζωή ως ξένος απέναντι στο είναι σου; Γιατί, να πούμε κι αυτή την αλήθεια, το είναι μας, το πραγματικό μας είναι, δεν μπορεί να’ναι κάπου αλλού. Εκεί βρίσκεται, χαμένο κάτω από τις σωρούς πληροφοριών. Το να βρεις τον εαυτό σου, σημαίνει να βρεις τον πυρήνα του είναι σου και να τον χτίσεις κι άλλο, να τον επενδύσεις με αυτά που σου αρέσουν, παίρνοντας το δρόμο προς τα κάπου. Το πού θα οδηγεί ο δρόμος είναι προσωπική επιλογή του καθενός. Δεν υπάρχει σωστός δρόμος ή όχι, ο μόνος κριτής σου είσαι εσύ ή κάτι βαθύτερο από αυτό που θεωρείς ως εσύ. Το είναι που θεωρούμε ότι είναι εκατό τοις εκατό φυσικό είναι κυρίως φαινομενικό, είναι ολίγον τι επίπλαστο. Ανοίγοντας όμως την εσωτερική μας πορτούλα, κατεβαίνοντας κάτω εκεί στην άβυσσο που ανοίγεται, σκάβοντας βαθιά και βαθύτερα, βγάζουμε ατόφιο υλικό της ύπαρξής μας, λίπασμα που στέκεται χρήσιμο για την καλλιέργεια του δικού μας κήπου.
Σ’αυτό το σώμα, σ’αυτόν τον νου, λαμβάνουν χώρα όλα όσα θα νιώσουμε μέχρι να χαθούμε και να ξεχαστούμε κι εμείς. Μέχρι τότε όμως κάτι πρέπει να κάνουμε με μας κι όλα όσα μας προκύπτουν. Όταν πήρα το θάρρος να ανοίξω την πορτούλα για πρώτη φορά και κοίταξα στο βάθος έπαθα ίλιγγο, την έκλεισα πριν καλά καλά προλάβω να πάρω μια εικόνα. Η περιέργεια όμως με βοήθησε να την ξανανοίξω, να κάνω ένα βήμα μέσα στο σκοτάδι, κάτι να βρω κι από κάπου να σταθώ. Τις επόμενες φορές μπήκα και με δάδες μέσα μου, τριγύρω χάος ανυπέρβλητο, μα εγώ εκεί, μπες μέσα, βγες έξω, πολλές, πάμπολλες φορές, περιηγητής εντός μου. Πήρα κάποια εργαλεία κι έσκαψα το μουσκεμένο έδαφος, βρήκα πολλή σαβούρα μα και χρήσιμα πράγματα. Τα έβγαλα έξω να τα χτυπήσει ο ήλιος και κάποια από αυτά τα αξιοποίησα στον κήπο των ιδεών μου. Τώρα μπορεί να κάθομαι μπρος σε μια οθόνη, αλλά στην ουσία βρίσκομαι στον προσωπικό μου πύργο. Ένας πύργος κι εγώ στην εξοχή είμαι, με έναν μικρό κήπο γύρω του κι ένα χάος δίχως τέλος από κάτω. Έτσι είναι κι άλλοι άνθρωποι, κι ας μην το ξέρουν.
Αυτή η θέαση του εαυτού μου, με κάνει να συνειδητοποιώ όλο και περισσότερο ποιος είμαι και που πηγαίνω, γιατί πηγαίνω εκεί που πάω, κι ας μη φτάσω ποτέ μου. Σημασία έχει το ταξίδι είπαμε κι όχι ο προορισμός. Καλό είναι όμως να’χει ο άνθρωπος προορισμό αλλιώς το ταξίδι του μοιάζει με περιπλάνηση στα τυφλά, περισσότερο χαμένος παρά περιπατητής. Στοχεύοντας κάπου, βάζοντας κάτι ως σκοπό σου, θέτεις και τις πρώτες βάσεις για να το πετύχεις. Στη διαδρομή σου προς τα εκεί, ίσως ακούσεις την καμπάνα να χτυπά για σένα, μα δεν πειράζει. Επιτυχία στη ζωή δεν είναι να πετύχεις πράγματα έξω από εσένα αλλά εντός σου. Αρκεί να δεις λίγο καθαρότερα, με μπόλικη ενδοσκόπηση, πώς, τί και γιατί. Να πάρεις από το χέρι το παιδάκι που βρίσκεται μέσα σου και να το οδηγήσεις. Να χαϊδέψεις την μαϊμουδίτσα που’σαι και να της δώσεις μια μπανάνα να φάει. Να σε προστατέψεις, να σε μεγαλώσεις και να σε ωριμάσεις ώστε όταν έρθει η ώρα σου να πέσεις σαν το μήλο που δεν μπορεί να κρατηθεί πια στο δέντρο της ζωής.
Η συνειδητοποίηση για όλα όσα συντελούνται γύρω μα και μέσα μας μπορεί να τα κάνει όλα πιο υποφερτά. Η γεύση του πόνου σταματά να’ναι τόσο πικρή. Η γεύση της χαράς γλυκαίνει τόσο όσο. Το νερό κατεβαίνει σαν το νέκταρ. Μια ανάσα γίνεται τροφή. Ο εαυτός μας φίλος. Ο φίλος αδερφός. Ο κόσμος παιδική χαρά με παγίδες. Η ανθρωπότητα μια οικογένεια. Η φύση σπίτι. Το τρομερό σύμπαν πλημμυρίζει με κατανόηση και φωτίζεται απ’άκρη σ’άκρη, άτοπο μα σχετικό.
Κοιτώντας στον καθρέφτη τι βλέπεις; Όταν κλείνεις τα μάτια σου τι βλέπεις; Όταν είσαι μόνος ή μόνη ποιος ή ποια είσαι; Τι είσαι; Γιατί είσαι; Υπάρχεις; Υπάρχουμε; Υπάρχω;
Μια μέρα σαν κι αυτή θα χαθώ και δε θα μείνουν παρά μόνο μερικά κειμενάκια σαν κι αυτό για να με θυμούνται, για να με θυμάστε. Μέχρι να χαθείτε κι εσείς, μέχρι να χαθεί κι ο κόσμος. Ως τότε όμως, χωρίς να σκύβω το κεφάλι, δουλεύοντας πάνω σε όλα αυτά για τα οποία δε θα μου κολλήσει κανείς ποτέ ούτε ένα ένσημο, παρά μόνο ο εαυτός μου, στύβω το μυαλό μου για να προκύψει λίγη παραπάνω κατανόηση, κι απ’αυτή, μια στάλα σοφίας έστω.
Να γίνει η ζωή πιο συνειδητή, να’μαι στο κεφάλι μου τις φορές που πρέπει, να αφήνομαι σε κάποιες άλλες. Να μη μπαίνω στον αυτόματο πιλότο. Κάθε λέξη να’χει το νόημά της, κάθε κοίταγμα να’ναι θερμό και κάθε σκέψη μεστή. Να ζήσω εγώ τη ζωή μου κι όχι κάποιος άλλος, ένας ποταπός εαυτός φτιαγμένος κυρίως απ’τους άλλους. Σαν το φτερό στον άνεμο να μην είμαι, μα μόνο ρίζα, ρίζα που’ναι σκληρή και πάει βαθειά, μήπως και φυτρώσει κάτι από μένα για να ομορφύνει τη ζωή του κόσμου.
Συνειδητή ζωή, στοχαστική, νηφάλεια, ψυχρή εκεί που πρέπει, θερμή σε κάποιες φάσεις της.
Συνειδητή ζωή που οδηγεί στην ωριμότητα μέχρι να πέσω κι εγώ απ’αυτό το δέντρο, με την ελπίδα αυτό να γίνει όταν έρθει η κατάλληλη ώρα.
Συνειδητή ζωή, όχι πιο όμορφη με τα κριτήρια των άλλων μα με τα δικά μου μόνο.
Συνειδητή ζωή, να χωρέσω τα πάντα μέσα μου, να τους βάλω λίγη τάξη, άσχετα με το σίγουρο χάσιμό μου.
Συνειδητή ζωή κι ας πεθαίνουμε, ας ξεχνιόμαστε, γιατί η ζωή μια φορά μας δίνεται και γι’αυτό θα πρέπει να τη ζούμε φορώντας τα δικά μας τα παπούτσια.
Συνειδητή ζωή που κάνει τον χρόνο, χρόνο, τον μήνα, μήνα, τη μέρα, μέρα, την ώρα, ώρα, το λεπτό, λεπτό, τη στιγμή, στιγμή.
Συνειδητή ζωή που κάνει τα συναισθήματα, τις σκέψεις, τις λέξεις, τις πράξεις, τη συμπεριφορά, το χαρακτήρα να’χουν βαρύνουσα σημασία.
Συνειδητή ζωή που καθιστά την όποια επιλογή μας πρωτίστως ως ηθική μα και πολιτική πράξη.
Συνειδητή ζωή που μας διαμορφώνει εκ νέου, κάνοντάς μας τέτοιους που να ξεχωρίζουμε τα σημαντικά δίνοντάς τους την προσοχή που τους αρμόζει.
Συνειδητή ζωή κι ας είναι το βάρος της ασήκωτο, ή που θα μεγαλώσουν οι πλάτες και οι δυνάμεις μου, ή που θα πέσει και θα με πλακώσει κάνοντας το άγουρο μηλαράκι που’μαι να γκρεμιστεί πριν την ώρα του.