Ερωτημάτων Έρωτας

Το πρόλαβες το τρένο;
Πάλι έτρεχες σαν τρελός ε; Μήπως και το χάσεις;
Τα άσχημα χούγια δε σταματούν εύκολα; Τι νόμιζες;

Κάθισες δίπλα στο παράθυρο πάλι; Αγαπημένη θέση ε;
Κοίταξες γύρω σου να δεις, ποιους κοιτάζεις άραγε, ποιους παρακολουθείς σαν κουκουβάγια;
Έριξες μια ματιά στο κινητό σου πριν βγάλεις από την τσάντα το βιβλιαράκι;

Γιατί δεν μιλάς;

Το τρένο ξεκινά, τ’ακούς;

Διαβάζεις ή κάνεις πως διαβάζεις, κοιτώντας το βιβλίο παίρνεις ερεθίσματα κι αφήνεις το μυαλό σου να χαθεί στις σκέψεις; Σηκώνεις κεφάλι και βλέπεις έξω από το παράθυρο έναν κόσμο που νομίζεις ότι κινείται ενώ δεν είσαι παρά μονάχα εσύ ο ίδιος, πάνω σε ένα τρένο που κινείται εν τάχει;

Γνώριμα όλα αυτά ε;

Αναρωτιέσαι δίχως λέξεις, χωρίς να προλάβουν οι λέξεις να αγκυροβολήσουν μέσα σου, σαν τις ράγες που περνούν από κάτω σου; Αμέτρητες δε μοιάζουν, οι ράγες, οι σκέψεις, οι ερωτήσεις;

Κάποια απάντηση;

Νωχελικός ως συνήθως ε; Σκέφτεσαι το χάος που σε περιβάλλει και τις άκαρπες προσπάθειές σου να το βάλεις σε τάξη, έστω και λίγη; Νομίζεις πως είσαι ο μόνος; Κι όμως, σαν εσένα δεν είναι κι όλοι οι άλλοι; Μέσα από αυτή την προσπάθεια, την ώρα που νιώθεις μόνος, δεν ταυτίζεσαι και με κάθε άλλον μόνο ή μόνη; Χάνεται άραγε δίχως να το καταλαβαίνεις το εγώ σου στο εμείς;

Τι ήταν αυτό, μουγκανητό; Α, άλλαξες στάση; Σε ενοχλεί το αδύναμό σου σώμα πάλι ε;

Σε προσέχεις καθόλου άραγε; Κι όμως σε βλέπω να κρατιέσαι καλά, είναι τυχαία η κατάστασή σου; Σε δημιουργούν οι συνθήκες γύρω σου;

Είσαι εδώ; Είσαι συνειδητός ή όχι;

Κι όμως σε βλέπω κι ας μη με βλέπεις, και τί έγινε; Αποκύημα μιας κάποιας φαντασίας δεν είμαστε όλοι; Κι αν είναι η δική μας προσωπική φαντασία, τόσο το καλύτερο ε;

Γιατί σου αρέσουν τόσο τα τρένα; Γνωρίζεις;
Έχεις μια αίσθηση, ναι, αλλά έχεις συνείδηση; Γνώση έχεις; Εικόνες και σκέψεις σου τριβελίζουν το μυαλό, την νιώθεις την κραυγή που’ρχεται και φεύγει μονίμως κι αενάως μέσα σου;
Μήπως τα τρένα σου αρέσουν γιατί σε φέρνουν σε επαφή με το ίδιο σου το είναι; Μήπως επειδή μοιράζεσαι την εμπειρία αυτή, χωρίς να την μοιράζεσαι πραγματικά, με τους υπόλοιπους επιβάτες; Στο ίδιο τρένο δεν είστε ούτως ή άλλως, στην ίδια βάρκα, στον ίδιο πλανήτη, στη ζωή;
Αν είσαι εσύ όπως είσαι δεν είναι και οι άλλοι γύρω σου σαν κι εσένα αλλά χωρίς να’ναι εσύ;

Ερωτήσεις μόνο; Ερώτηση στην ερώτηση πριν καν δοθεί απάντηση; Είναι χάος ή είναι έρωτας; Είναι αταξία ή εσκεμμένα μπερδεμένη τάξη;

Πιάνω τον ρυθμό μέσα σου, σε νιώθω μα κουράζομαι, πως αντέχεις να υπάρχεις; Γιατί υπάρχεις;

Ααα! Να μια σκέψη καλή μέσα στις τόσες, οι γάτες, σκέφτεσαι, αντί να κοιμούνται όπως δείχνουν δεν κάνουν άλλο παρά να διαλογίζονται ε; Τόσο σοφά αυτά τα ζώα; Κι αυτά κι όλα τα άλλα; Την ώρα που τα βλέπουμε να κλείνουν τα μάτια, τι βλέπουν όντας ξύπνια; Κι αναρωτιέσαι γιατί εσύ και το είδος σου, οι homo sapiens, σοφοί όσο σοφά είναι τα περιττώματα των γατιών, τρέχετε σαν τα ποντίκια στον τροχό όλη τη μέρα; Να σηκωθείς με ξυπνητήρι, να φας βιαστικά κι ας νυστάζεις, να βγεις έξω, να αδράξεις – φτου! – τη μέρα, να πας στη δουλειά – πού να βρεις εργασία, να σκέφτεσαι τρόπους δολοφονίας υποσυνείδητα μόνο ενώ χαμογελάς με το στόμα κι ας σε προδίδουν τα μάτια τα γεμάτα μελαγχολία, να τελειώνεις σα σκύλος – ο σκύλος είναι πολύ ανώτερός σου, να τρέχεις να πιάσεις ένα λεωφορείο, ένα τρένο, ένα μετρό, να ονειρεύεσαι ξύπνιος πως κάποια μέρα, κάποια εποχή, θα’χεις αλλάξει, θα’σαι άλλος, θα’σαι περήφανος για το τομάρι σου κι η ζωή τότε θα’χει νόημα και θα αξίζει πραγματικά, προς το παρόν, θέλεις να κοιμηθείς κι ας μην ξυπνήσεις ποτέ ε; Φτάνεις σπίτι, ρίχνεις κάτι στο στομάχι και σαπίζεις σαν πόρνη μετά από μια δύσκολη βραδιά στον καναπέ του σαλονοκουζινοδωματίου σου, άλλη μια μέρα λες, άλλος ένας κόκκος άμμου έπεσε κι η κλεψύδρα σου αδειάζει, θυμάσαι πού και πού τότε που’σουν παιδί κι όλα ήταν τόσο πιο όμορφα και ουσιώδη, πιο όμορφα ουσιώδη, θέλεις να κλάψεις μα δεν μπορείς, υπάρχει ένα τείχος μπρος στα δάκρυα, γι’αυτό κοιτάς τουλάχιστον να ονειρεύεσαι και κάνεις ασυνήδειτα καρότο σου το όνειρο, το επίπλαστο όνειρο που κάνει το γαϊδουράκι σου να προχωρήσει, μέσα στις σκέψεις σε παίρνει ο ύπνος μα δε βλέπεις όνειρα παρά μονάχα σκοτάδι, ένα σκοτάδι αγαπησιάρικο που το θέλεις και σε θέλει μα, όχι ακόμα, όχι, ξυπνάς για την ώρα, έξω βράδιασε κιόλας, δε θέλεις αλλά πρέπει, τόσα πρέπει άλλωστε τι πειράζει άλλο ένα, σηκώνεσαι μουδιασμένος από τον καναπέ-κρεβάτι σου, ντύνεσαι, πας στο γυμναστήριο ίσα ίσα για να πεις στον εαυτό σου πως κάνεις κάτι και γι’αυτόν, φτάνεις, παρακολουθείς τους άλλους γύρω πάλι, αχ, πόσο σ’αρέσει να κουκουβαγιάζεις, επαναλήψεις στις επαναλήψεις, ματιές και κατασκόπευση, ένας Ηρακλής του δυο χιλιάδες, μια οπτασία που θα μπορούσε να γίνει μούσα από την άλλη, παράξενος κόσμος, παράξενος εσύ, οι σκέψεις σε διακατέχουν μονίμως – να η αρρώστια σου!, τελειώνεις, γυρίζεις σπίτι πάλι, λίγο πιο πτώμα από πριν, βουτάς στην μπανιέρα, πάλι θέλεις να πεθάνεις, περνά η ώρα, πάλι νύσταξες, τρως – πρωτεϊνες μπόλικες και ιχνοστοιχεία, ακούς παράλληλα τη μουσική που σου αρέσει, να τί κάνεις πραγματικά για σένα, κρατάς με το ζόρι τη διάθεση, αράζεις στο καναπερωτήριο, προσπαθείς με το ζόρι να πιάσεις το βιβλίο μπρος σου για να αποφύγεις τη σαβούρα των άλλων μέσων, ποτίζεις με το ζόρι λίγο Καμύ – τον αγαπημένο σου, στον εαυτό σου, πολύ ζόρι βρ’αδερφέ, θα πιάσει τόπο στο κηπάκι σου κι ας μη φαίνεται, μόνο συνέχισε να το κάνεις, και πάλι να σου η γάτα που διαλογίζεται, σε παίρνει ο ύπνος, καμιά ωρίτσα μόνο, ξυπνάς, βουρτσίζεις δόντι και με ιεροτελεστία χώνεσαι στα παπλώματα, και να!, να’σου οι ώρες οι δικές σου, οι πραγματικά δικές σου, τότε που το μυαλό ξυπνά πραγματικά και δε σ’αφήνει να κοιμηθείς για να ξεκουραστείς, να πας φρέσκος στη δουλειά σου -δούλε!, σε κρατάει ξύπνιο, στριφογυρίζεις, ίσως από αυτή την πλευρά με πάρει ο ύπνος, τί κάνει εκείνη η κοπέλα που κάποτε μοιράστηκες το σώμα και τα υγρά σου, από την άλλη μεριά συνήθως πιάνεσαι μα τη δοκιμάζεις, δεν αντέχεις άλλο, ξέρω ξέρω, μόνο λίγα χρόνια ακόμα υπομονή, η ζωή είναι δύσκολη, μια πτώση προς τον θάνατο, κάνε σα να μη συμβαίνει τίποτα, γιατί άλλωστε τίποτα δε συμβαίνει παρά μονάχα ένα όνειρο, ή ένας εφιάλτης, ήπιος μάλλον αλλά τέτοιος, η πόρτα της εξόδου είναι πάντα εδώ, μα η άτιμη η ελπίδα μας ξεγελά όλους οπότε, άραξε, κάτσε λίγα χρόνια εδώ, κοντά μας κι ας είσαι μακριά, μακριά είμαστε άλλωστε όλοι μας, από τους άλλους, από τον ίδιο μας τον εαυτό, σκέφτεσαι και σκέφτεσαι και λες αν τα έγραφα όλα αυτά, λες να’χαν καμιά επιτυχία, όλες αυτές τις σκέψεις που με κρατάνε ξύπνιο, μήπως κι απέφευγα τη σκλαβιά του 8ωρου, λες και σαν κι εσένα δεν είναι κι άλλοι, λες και ξεχωρίζεις, κι ακόμη κι αν ξεχωρίζεις, ξεχωρίζεις όσο κι άλλοι, τόσοι κοινά διαφορετικοί είμαστε που η διαφορετικότητα δεν έχει και τόση σημασία, ελπίζεις πολλές φορές να μην ξυπνήσεις το πρωί γιατί κι αν το κάνεις, κι η άλλη μέρα την ίδια αίσθηση θα σου αφήσει, σκέφτεσαι τις ωραίες και γεμάτες ζωντάνια στιγμές της ζωής σου, μπορείς να τις θυμηθείς λιγάκι, σαν κερασάκι στην τούρτα έρχονται, πόσο ακριβό κεράσι αυτό, πωπωπωπω, είναι η ζωή λογική ή εσύ παράλογος, χάνεσαι και χάνεσαι, βυθίζεσαι μέσα στις σκέψεις, γατεύεις ή σκυλιάζεις, ποιος ανεκδιήγητος είπε πως η τεμπελιά είναι κακό, ποιος ανεκδιήγητος είπε πως η συνθήκη που σε φέρνει σε επαφή με τον εαυτό σου είναι κακό, γιατί μας κάνει να νιώθουμε τύψεις, οι γάτες οι πάνσοφες τρώνε ό,τι βρουν αρκεί να μπορεί να χωνευθεί, διαλογίζονται ολημερίς, τα βράδια σουλατσάρουν κυνηγώντας μόνο για χόμπι, σέρνουν βιάζοντας, λυγμοί και στεναγμοί, μαλώματα στις 4 τη νύχτα, πάλι τις άκουσες, ίσως σε ξύπνησαν την ώρα που πήγε να σε πάρει ο ύπνος, παλιόγατες σας ζηλεύω, πόσο εύκολα αυτοπραγματώνεστε ανάθεμά σας, ο άνθρωπος ξέχασε τι πάει να πει άνθρωπος και πως πρέπει να ζει, μονίμως γκρεμίζεται, μονίμως ανορθώνεται ξανά, χαώδης μέσα στο χάος, σκέψη στη σκέψη στη σκέψη, εικόνες, βίντεο ολόκληρα, που αποθηκεύονται όλα αυτά, πόσα terabytes των terabytes έχει ο εγκέφαλός μας, τίποτα δε χάνεται, μόνο καταχωνιάζεται εδώ κι εκεί, κάνεις μια προσευχή στον άνθρωπο εν τέλει και τσουπ, πριν προλάβεις να την ολοκληρώσεις σε πήρε ο ύπνος, 5 παρά, και σε λίγο ξυπνάς για άλλη μια μέρα ανούσιου μόχθου, κοίτα μην τυχόν και την πατήσεις μια μέρα σαν κι αυτή κι ερωτευθείς, να μη βρεις κοπέλα και σου δώσει πνοή ζωής, μη μείνεις μαζί της και σε μαγέψει, μην αφαιθείς και δεν τραβηχτείς, τα νιαουρίσματα μετά από μήνες είναι θηλιά στον λαιμό που δε βγαίνει, έτσι την πατούν οι περισσότεροι και μετά η πόρτα της εξόδου απομακρύνεται γιατί η ευθύνη πλέον τους βαραίνει εις διπλούν και κάτι παραπάνω, πόσους έφαγε έτσι η ζωή, πόσους θα φάει ακόμη, είμαστε μονάχα υποχείριά της για να αναπαράγεται, μας δίνει που και που κάτι όμορφο να ζήσουμε ίσα για να μας κρατά ζωντανούς, ίσα για να μην αφήνει το όνειρο να σβήνει, το καροτάκι μας, ξεχάσαμε πως να ζούμε και φτιάξαμε συστήματα που διακατέχονται από τρέλα, δημιουργήσαμε τις φυλακές μας, μπήκαμε μέσα, κλειδωθήκαμε και κατάπιαμε το κλειδί – γκλουπ!, μ’αυτά και μ’αυτά οδεύσαμε προς τη σιωπή, αχ, σιωπή, ναι, σιωπή, σιωπή σιωπή, βρες μας, όλοι στο ίδιο καζάνι δε βράζουμε;

Τι κι αν καίγεσαι λίγο, τι κι αν καίγεσαι πολύ;

Φρενήρεις οι ρυθμοί μας γίνανε, βοή μπόλικη, από το τρένο, από τον κόσμο, ρίχνεις μια ματιά στο βιβλιαράκι σου ξανά ε;
Είναι εκεί; Ξέχασες και τι διάβασες προ ολίγου; Το’χεις μόνο και μόνο για να αισθάνεσαι πως κάνεις κάτι, λες κι είναι κακό να μην κάνεις κάτι, να μην έχεις κάτι, να μην είσαι κάτι, γιατί; Αδύναμος νιώθεις; Αδύναμος είσαι; Κι εγώ, κι αυτός κι οι άλλοι, τι νόμιζες;

Το τρένο, ναι, σιγά σιγά φτάνει, η ταχύτητα μειώνεται, οι ράγες, οι σκέψεις, οι ερωτήσεις, η ροή τους ηρεμεί, τί κάνει το κεφάλι σου στις ράγες, σήκω πάνω, η καταδική σου δεν τελείωσε ακόμη, μόλις το τρένο σταματήσει κατέβα, έγινε;

Μόλις, είπα, το τρένο σταματήσει πρέπει να κατέβεις, μ’ακούς;

Να το, σταματά, κατέβα φίλε, κατέβα αδερφέ, κατέβα εαυτέ, μ’ακούς;

Η ζωή συνεχίζεται και χωρίς εσένα, μ’ακούς;

Πάρε το κεφάλι σου παραμάσχαλα και προχώρα, ας σέρνονται οι αλυσίδες, δεν κάνουν και πολύ θόρυβο, νοητές είναι άλλωστε, προχώρα, προχώρα, προχώρα, μ’ακούς;

Λίγα χρόνια ακόμη, λίγο μονάχα ακόμη, ισορρόπησε πάνω στο σχοινί κι ας μην υπάρχει τέλος από την άλλη μεριά, είναι ωραία εδώ πάνω, δεν είναι; Δικαιολόγησε τον πόνο, σε κρατά ζωντανό, μετεωρίσου λιγάκι, κάνε και καμιά κωλοτούμπα, παίξε πλάκα με την τρέλα της ζωής, κάνε τον γελωτοποιό για τον ίδιο σου τον εαυτό, μην τα παίρνεις όλα τόσο σοβαρά, ζητάω πολλά;

Κατέβηκες και κοιτάζεις το τρένο πίσω σου να ξεκινά γι’άλλη μια διαδρομή, όλο πάει και πάει και πάει, που διάολο πάει;

Κι αν δεν ξέρεις εσύ, γιατί να ξέρει κάποιος άλλος;

Φτάνει όμως τόσο, δε φτάνει;

Αντίο, αντίο;

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s