Παράξενο μου μοιάζει μα έφτασα αισίως τα 100 κείμενα. 100 δημοσιευμένα για την ακρίβεια κι αυτό εδώ θα’ναι το πρώτο της επόμενης εκατοντάδας. Θα μοιραστώ μαζί σας λίγες σκέψεις μου για αυτή τη διαδρομή στο χρόνο, για την εμπειρία που έζησα και ζω στον κόσμο της αυτοέκφρασης.
Ξεκίνησα με ένα κείμενο το οποίο είχα στείλει σε κάποια σελίδα για δημοσίευση. Το μοιράστηκαν με τον κόσμο τους. Ήταν Αύγουστος του ’14. Θυμάμαι πως δεν ήταν και τόσο δύσκολο, και μάλλον σημαντικό εν τέλει, το να δημοσιεύσεις ένα κείμενο, αλλά αυτό δεν έχει τόση σημασία. Σημασία είχε το γεγονός ότι η σκέψη διοχετεύθηκε σε κάτι που ξεπερνούσε τις πέντε σειρές απόψεως και που μοιραζόμουν στο facebook. Ανακάλυπτα τότε έναν νέο τρόπο για να εκφράζομαι και να χαϊδεύω κυρίως τη ματαιοδοξία μου.
Είναι αλήθεια ότι αρκετοί άνθρωποι που διαβάζουν νιώθουν έντονα μέσα τους την επιθυμία να γράψουν και να εκφραστούν και οι ίδιοι.
Μετά από εκείνο το πρώτο κείμενο, υπήρξα καταιγιστικός στο προφίλ μου με ακόμη περισσότερα που έβγαιναν τόσο αβίαστα από μέσα μου λες και ζούσα μόνο και μόνο για να τα βγάλω προς τα έξω. Δίχως να το κατανοώ αρκετά εκείνη την εποχή, με διαμόρφωνα. Για την ακρίβεια με γκρέμιζα και με έχτιζα, με διόρθωνα, κατά κάποιο τρόπο ίσως και να με ακόνιζα. Δεν είναι ότι το γράψιμο μου έχει εξελιχθεί είναι η αλήθεια. Πολλές φορές διαβάζω κάτι γραμμένο πριν από καιρό κι αναρωτιέμαι πως διάολο το έγραψα. Η ουσία του γραψίματος δεν είναι όμως το να γίνεσαι καλύτερος σε αυτό, αλλά, τουλάχιστον για εμένα, να σε αλλάζει, κι ενίοτε, να σε αλλάζει προς το καλύτερο. Και πάλι βέβαια δεν μπορώ να πω με σιγουριά πως αυτό συνέβη επακριβώς, παρόλα αυτά, έχω αυτή την αίσθηση ότι μεγαλώνω κι ότι, ως ένα βαθμό, ωριμάζω. Αυτή η θολή αίσθηση ωρίμανσης δεν οφείλεται μόνο, ή και κυρίως, στο γράψιμο αλλά είμαι σίγουρος ότι αυτό με βοηθάει κι άλλο ως προς αυτήν. Άλλωστε δε γράφει ο άνθρωπος για να ωριμάσει αλλά ωριμάζει γράφοντας.
Μου φαίνεται παράξενο πραγματικά, 100 κείμενα ή ακονίσματα. Διαβάζοντας τον κάθε τίτλο θυμάμαι την ημέρα και την εποχή, ακόμη και τα συναισθήματα που με διακατείχαν κάποιες φορές. Τελικά όλα αυτά δεν είναι παρά μια ιδιότυπη προσπάθεια να κρατηθεί ένα πιο μεστό και ποιητικό ημερολόγιο, ένα ημερολόγιο τίτλων.
Μέχρι τώρα το γράψιμό μου χωρίζεται σε τρεις περιόδους, την αδιαμόρφωτη φοιτητική, την πειραματική υπό του προσωπείου με το όνομα Ρέμπελος και τη σημερινή, την πιο ώριμη και στοχαστική, μα όχι τόσο όσο θα ήθελα. Ανάμεσα σε κάθε περίοδο υπήρχε ένα ηθελημένο ή όχι διάλειμμα, τουλάχιστον ενός έτους για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους.
Μέσα από την εμπειρία του γραψίματος έμαθα ότι κρύβονται κόσμοι μέσα μας, μέσα στον καθένα και την καθεμιά, κόσμοι που είναι στο άφαντο και δεν τους παρατηρούμε ούτε εμείς οι ίδιοι. Κατάλαβα μετά από 7 χρόνια εσωτερικής αναζήτησης, γιατί περισσότερο αυτό από κάθε τι άλλο είναι το γράψιμο, ότι ζουν πτυχές του εαυτού μου κρυμμένες κάτω από την επιφάνεια. Ροή συνείδησης είμαστε άλλωστε κι όχι απλά συνείδηση. Η συνείδηση ως λέξη μοιάζει πιο απόλυτη και στατική ενώ στην ουσία είμαστε ρέουσες υπάρξεις που κατοικοεδρεύουν μέσα σε μια ύλη διακατεχόμενη από μπόλικη υγρασία, τον εγκέφαλό μας. Ροή συνείδησης εμποτισμένοι από εαυτούς, όχι προσωπικότητες, αλλά φάσεις κι εκφάνσεις του εαυτού του καθενός.
Κόσμοι κι εαυτοί θαμμένοι βαθιά που τις περισσότερες φορές μένουν εκεί, στο απυρόβλητο. Έμαθα πως αν δε κάνεις ενδοσκόπηση, με όποιον τρόπο μπορείς και σου αρέσει, αυτές οι παράλληλες πραγματικότητες του είναι μας, που ενδεχομένως να μας διαμορφώνουν δίχως να το αντιλαμβανόμαστε, μένουν ξένες σε εμάς. Κατάλαβα έτσι ότι κάθε άνθρωπος, για να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του και να μπορέσει να πάρει τον έλεγχο της ζωής του λιγάκι παραπάνω, έχει πραγματικά ανάγκη να εκφραστεί.
Πως εκφραζόμαστε όμως;
Επικοινωνούμε με φίλους και τον κόσμο, δείχνουμε κάτι από το είναι μας, αλλά αυτό είναι κυρίως το πάνω κομμάτι του παγόβουνου, αυτό που βρίσκεται πάνω από τη θάλασσα. Υπάρχει όμως και το άλλο κομμάτι, που είναι μεγαλύτερο και βρίσκεται εντός της. Και είναι τόσο άγνωστο προς εμάς. Οι περισσότεροι δε το αντιλαμβάνονται καν και ζουν σε ένα σώμα κι έναν εγκέφαλο χρησιμοποιώντας μόνο ένα μέρος αυτού που είναι και νομίζοντας πως ό,τι υπάρχει είναι μονάχα αυτό. Άλλοι πάλι που το αντιλαμβάνονται το φοβούνται. Το φοβούνται γιατί, έχοντας χτίσει ένα εγώ που τους αρκεί και είναι λειτουργικό, πιστεύουν ότι θα γκρεμιστεί αν ανοίξουν την πόρτα στο άγνωστο και καταλήγουν έτσι να ζουν μια ζωή με το λίγο της χάνοντας μια για πάντα την ευκαιρία να πάρουν τα πάντα από τη ζωή. Ο φόβος τους βέβαια δεν είναι ανόητος. Πολλοί αδερφοί κι αδερφές μας που άνοιξαν την πόρτα μπορεί και να έχασαν το απλοϊκό εγώ τους, να τρελάθηκαν, να καταστράφηκαν. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν αξίζει η εξέταση τουλάχιστον του ενδεχομένου να ανοίξουμε αυτή την πόρτα και να κατέβουμε μέσα μας, να σκάψουμε βαθιά και να δούμε τί, πώς και γιατί. Νομίζουμε πως άνθρωποι που κάνουν αυτή την επιλογή είναι τρελοί ή διάνοιες, επί της ουσίας όμως, είναι πιο αληθινοί άνθρωποι από τους άλλους και το βλέπουμε αυτό γιατί έρχονται προς εμάς με γεμάτα χέρια να μοιραστούν αυτά που βρήκαν εκεί κάτω. Χέρια γεμάτα με πραγματικό υλικό ψυχής. Αυτή την επικοινωνία με το ίδιο μας το είναι είναι που χάνουμε και είμαστε σε έλλειψη και νιώθουμε μόνοι κι αβοήθητοι.
Μας αρέσει να διαβάζουμε, να βλέπουμε ταινίες, να ακούμε μουσική. Οι πίνακες, οι φωτογραφίες και τα γλυπτά έχουν πράγματα να μας δώσουν και τα ευχαριστιόμαστε. Γιατί άραγε; Γιατί μας αρέσουν όλα αυτά και το λέμε ξεκάθαρα πως χωρίς αυτά η ζωή δεν έχει και τόσο νόημα. Μα γιατί μας χαϊδεύουν την ψυχή και το έχουμε ανάγκη. Ταυτιζόμαστε με τα λόγια κάποιου και λέμε μέσα μας κι εγώ έτσι νιώθω, θα μπορούσα να το έχω γράψει κι εγώ αυτό μα δε μπορώ. Νομίζεις ότι δε μπορείς, απλά πρέπει να καλλιεργηθείς και να μάθεις να εκφράζεσαι. Βλέπεις μια ταινία και όσο τη βλέπεις νομίζεις ότι είσαι ένας άλλος, και είσαι άλλος, γιατί εκείνές τις στιγμές, αυτές τις δυο ώρες μπαίνεις στη θέση του πρωταγωνιστή και ζεις κάτι που αν δεν έβλεπες την ταινία δε θα ζούσες. Και πού και να ξέραμε την πραγματική σημασία των εμπειριών στη ζωή. Ακούς μουσική και νιώθεις ότι κάτι μέσα σου φτερουγίζει, πότε πετάει και πότε αργοσαλεύει, νιώθεις πως ταξιδεύεις.
Όλες οι μορφές τέχνης δεν είναι παρά τρόποι που έχουμε εμείς οι άνθρωποι για να εκφράσουμε το βαθύτερο είναι μας. Να μας μάθουμε έτσι και να δούμε αν αυτό που είμαστε πραγματικά είναι αρεστό από τον υπόλοιπο κόσμο. Ένα έργο τέχνης λέει, είμαι εδώ και υπάρχω ή ακριβέστερα, ο καλλιτέχνης λέει ήρθα και υπήρξα. Αγκιστρώνει έτσι μια ύπαρξη το είναι της στο χρόνο και είναι εκεί για να τη δούμε όλοι, εφόσον το επιθυμήσουμε. Ο κάθε άνθρωπος, σύμπαν ολόκληρο, είναι εν δυνάμει καλλιτέχνης. Πιστεύω ακράδαντα ότι αξίζει τον κόπο να εκφραστούμε όλοι μας. Όλοι έχουμε πράγματα να δώσουμε στον κόσμο. Σε όλους υπάρχει ένα μικρό παιδί μέσα που θέλει να γνωρίσει, να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Μάθαμε να ονομάζομε κάτι κακό ή καλό μα χάνουμε την ουσία. Η ουσία είναι ότι κάθε ύπαρξη γνώρισε τον πόνο και την ευχαρίστηση και πάλεψε να μη χάσει τον εαυτό της ούτε στο ένα ούτε στο άλλο. Για να κρατήσει το είναι της η ύπαρξη είναι που αξίζει να εκφραστεί, για να θυμάται αυτά που τείνει να ξεχνάει μονίμως και να ξαναμαθαίνει.
Αυτά τα έμαθα γίνοντας ο ίδιος πειραματόζωο στο δικό μου πείραμα. Σε εμένα λειτούργησε η γραφή. Κάπου εδώ θα πρέπει να πω ότι είναι άλλο πράγμα το γράψιμο κι άλλο πράγμα το να είσαι συγγραφέας. Το να γίνεις όντως καλλιτέχνης παίρνει πολύ περισσότερα τα οποία για διάφορους λόγους δεν μπορούμε όλοι να δώσουμε. Δεν είμαστε όμως καταδικασμένοι σε τίποτα. Έχουμε την ελευθερία να οδηγηθούμε από τις επιλογές μας εκεί όπου πιστεύουμε. Δεν είμαι συγγραφέας και δεν ξέρω αν θα γίνω ποτέ μα γράφω γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς πλέον. Ξυπνάω μέσα στο βράδυ και πιάνω το μυαλό μου να γράφει στίχους έργων που μου βασανίζουν το μυαλό. Αν τύχει ποτέ και γράψω κάτι μεγαλύτερο θα’ναι γιατί δε θα αντέχω άλλο να μου τρώει την ψυχή μιλώντας μου όλη την ώρα.
Αυτό μάλλον είναι το εισιτήριο για τον κόσμο των τεχνών το οποίο το δημιουργεί ο καθένας για την πάρτι του.
Μα αυτό το εισιτήριο δεν αξίζει να γίνει και θηλιά μας. Το ουσιώδες είναι να συνεχίσουμε να εκφραζόμαστε. Το κάνουμε πρώτα για εμάς κι ύστερα για τους άλλους. Το αληθινό κι άξιο μοιρασιάς έργο εκεί πατάει. Αν καταλήξει ο άνθρωπος να εκφράζεται με σκοπό κάτι έξω από αυτόν, το αποτέλεσμα δε θα’ναι τόσο καλό ή αληθινό ενδεχομένως όσο θα ήθελε, ή και όσο θα μπορούσε να πετύχει. Όλα αυτά βέβαια δεν είναι παρά δικές μου θολές ιδέες. Πάντα αφήνω περιθώριο στο λάθος κι αν είμαι απόλυτος σε κάτι τότε είναι ακριβώς αυτή η σκέψη: ίσως και να κάνω λάθος. Προέκυψε κι αυτή γράφοντας καθώς τη μια φορά σημείωνα κάτι που πίστευα και την επόμενη είχε κιόλας καταρριφθεί.
Το πιο όμορφο πράγμα με το γράψιμο κι άρα με την έκφραση είναι ότι κάθε φορά που κάθεσαι να ασχοληθείς με κάτι νιώθεις να χάνεις τον εαυτό σου ή να συνδέεσαι με έναν άλλο εαυτό που ήθελες να’ρθεις σε επαφή. Η ώρα περνάει και δεν παίρνεις χαμπάρι. Όλα βγαίνουν τόσο φυσικά από μέσα και με το ζόρι συγκρατείς κι άλλα τόσα και περισσότερα που πιέζουν για να βγουν. Σε κάθε κείμενο που γράφω νιώθω πάνω κάτω έτσι και κάθε φορά που τελειώνω διακατέχομαι από μια έκσταση παρόμοια με αυτή του οργασμού. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν κρατιέμαι όταν ξεφουρνίζω κάτι και το μοιράζομαι ατόφιο χωρίς να το αφήσω λίγες μέρες να κρυώσει, δίχως να το ξαναδώ πιο νηφάλιος. Ίσως είναι και ο λόγος που δεν μπορώ να γράψω κάτι μεγαλύτερο το οποίο θα μπορούσε να γίνει, ας πούμε, ιστορία και βιβλίο.
Έφτασα τα 100+1 ακονίσματα λοιπόν, ποιός ξέρει πού και πότε θα σταματήσει αυτή η περιήγηση στον εαυτό μου και στον κόσμο. Κάθε φορά που βουτάω μέσα μου πάντα βρίσκω κάτι για να μοιραστώ με τον κόσμο, ακόμη κι αν το επικοινωνώ με λάθος τρόπο και κουράζω. Μου αρκεί αυτό, κι ας παραμένει χόμπι, γιατί πραγματικά με γεμίζει κι αυτό είναι το κυριότερο με τις τέχνες, όχι να βιοποριστούμε χάρη σε αυτές αλλά να νιώθουμε πιο ζωντανοί καθώς ενασχολούμαστε μαζί τους. Για να δούμε τί μας επιφυλάσσει το μέλλον πέρα του θανάτου και της ανυπαρξίας.
Για να κλείσω λίγο πιο δυνατά θα πω ότι γράφω για να αισθάνομαι πως ζω κι όχι απλά για να υπάρχω σε αυτόν τον κόσμο. Με το τέλος κάθε κειμένου λέω: εντάξει, και να πεθάνω τώρα, τίποτα δεν πήγε τζάμπα.