Στου κόσμου τη γέννεση το φως προϋπήρχε,
μα ποιος Θεός θέση να προκατείχε;
Οι σκέψεις στενόχωρες μα βαθιά ποτισμένες,
σαν μαχαίρια που κόβουν την ζωή μας βαλμένες.
Ο χρόνος που κυλά ειν’ευκαιρίες που χάνουμε,
βράδυ θανάτου μα όσο ζούμε δε θα πεθάνουμε.
Ο πόνος που προκαλεί η νοσηρή νοσταλγία,
στιγμές χαμένες με πολλή μελαγχολία.
Στον αδιάκοπο φόβο η ψυχή παραδίνεται,
κι ας πέφτει κι ας παραγίνεται.
Κι όλα αυτά με στενεύουν τόσο,
που δεν μπορώ παρά να ενδώσω.
Στο μόνο που ελπίζω και σ’αυτό παραδίνομαι,
σ’ένα όνειρο μακρινή ουτοπία.
* Γραμμένο κάποιον μήνα του 2015.