Γεια.
Αυτή ήταν η πρώτη λέξη που ξεστόμισε σαν βρέθηκε μπροστά του. Έμοιαζε τόσο μικρός μπροστά σ’αυτό το τέρας. Σ’αυτόν το γίγαντα με τα δισεκατομμύρια μικροσκοπικά ματάκια, τα μισά σε αριθμό μα εξίσου αναρίθμητα στοματάκια που του γεννούσαν τη βεβαιότητα πως με το λόγο τους και μόνο, μπορούν να καταβροχθίσουν κάθε τι που θα βρεθεί στο διάβα τους.
Άρχισε να παρατηρεί το τέρας και να αναρωτιέται τι συμβαίνει μ’αυτό, για ποιο λόγο ακολουθεί τις εκάστοτε συμπεριφορές. Προσπάθησε να βρει τις τάσεις του, τα δυνατά του σημεία και τις αδυναμίες.
Άργησε. Ξανακοίταξε. Προσπάθησε πάλι κι εν τέλει κάτι φάνηκε να καταλαβαίνει. Σκεφτόταν με ποιον τρόπο θα έπρεπε να εκφραστεί, τι να πει, πως να δείξει αυτά που είδε με τα μάτια της σκέψης του.
Έκανε ένα βήμα πιο κοντά σαν να ήθελε να το αγγίξει, χωρίς φόβο, μόνο με αγάπη. Το τέρας σαστισμένο αδυνατούσε να καταλάβει, να αντιληφθεί, απλώς συνέχιζε να υπάρχει, ζωώδες κι ασυνείδητο. Η απόφαση που’χε πάρει ήταν να μη μιλήσει, γιατί το τέρας δε θα τον καταλάβαινε. Ήθελε απλά να ανοίξει τα χέρια του και να το αγκαλιάσει. Να χωρέσει όσο περισσότερο απ’το τέρας μπορούσε σ’αυτό το μικρό του άνοιγμα.
Πήγε ακόμη πιο κοντά, φοβόταν βαθιά μέσα του μα στο βλέμμα του αναγνώριζε κανείς το θάρρος, την ανδρεία, τη θέληση για αιώνια ζωή.
Άλλο ένα βήμα, κι άλλο ένα. Το τέρας φοβήθηκε, έκανε μια κίνηση που διήρκεσε κλάσματα δευτερολέπτου και τον τσαλαπάτησε.
Δεν πρόλαβε να πει καν αντίο.
* Γραμμένο τον Απρίλιο του 2016.